«Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη και πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη και κατάρτι και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη…»

 

Το νησί είχε από αρχαιοτάτων χρόνων μια σημαντική θέση στον χάρτη, ανάμεσα Δύσης και Ανατολής, στο μέσο τριών ηπείρων. «Τον τόπον μας ούλλοι λιμπίζουνται τον γιατί εν ο καλλύττερος» μου έλεγαν οι παππούδες γι’ αυτό και το χωριό τους ήταν κτισμένο σε μια απομακρυσμένη, κρυμμένη κοιλάδα που την έκλειναν γύρω τα ψηλά βουνά. «Για να μεν μας βρίσκουν οι Σαρατζηνοί τζι οι ξένοι». 

Οι άγγελοι και οι ψαλτάδες τραγουδούσανε μαζί στην εκκλησία, όταν μας έπαιρνε η γιαγιά σε εσπερινούς, λιτανείες και στην κυριακάτικη λειτουργία. Σαν νύχτωνε, οι παππούδες μάς διηγούνταν παραμύθια, γεμίζοντας με φως τις νύχτες των παιδικών μας χρόνων. Νύχτες κάτω από τον ξάστερο καλοκαιριάτικο ουρανό, με μυριάδες αστέρια να μας «σιέπουν», με νυχτολούλουδα να μας μεθούν με το άρωμά τους, ενώ νυχτερίδες ή κουκουβάγιες φτερούγιζαν κάθε τόσο ψηλά απάνω από τα κεφάλια μας. Έξω από τον χρόνο των ρολογιών περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες μας, όταν παραθερίζαμε τον Αύγουστο στο χωριό. Μια «πουμπουρίδα» έκανε κύκλους κάποτε γύρω από το φως της λάμπας. «Εν να μας έρτουν ξένοι» έλεγε η γιαγιά κι εμείς τους περιμέναμε πότε θα ερχόντουσαν, «οι ξένοι», για να τους φιλέψουμε καφέ και γλυκό και να ακούσουμε τις δικές τους ιστορίες. Ήμουν μικρή μα ένιωθα πως ο κάθε άνθρωπος είχε τις δικές του ιστορίες και δικές του εκδοχές του κόσμου για να διηγηθεί, ένας κόσμος ο κάθε άνθρωπος από μόνος του, με ιστορίες κρυμμένες μέσα του. Όλα αυτά καταγράφονταν με μεγάλο ενδιαφέρον στο είναι μου.

Εξακολουθεί πάντα να μ’ ενδιαφέρει η αλήθεια και οι ιστορίες που o κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του, όπως με συνεπαίρνει και το κάθε ζώο ή πετούμενο, μια πέτρα, ένα λουλούδι ή … ένα φλιτζάνι καφέ, σαν υλικό για ν’ αποκρυπτογραφήσω. Μες στο μεγαλείο και στο θαύμα της άνοιξης, παρά τη μοναξιά, τον εγκλεισμό και την καθημερινή απειλή της πανδημίας, η ομορφιά της φύσης που αναβλύζει, μας φέρνει ανάταση ψυχής, ξορκίζοντας μακριά το κακό.

Είμαστε στα μισά του Μάρτη, ενώ έξω έπιασαν να φυσούν πελλαέρηδες, λυγίζοντας τα κλαριά των δέντρων. Πέφτει η βροχή και κάνει κρύο. Άναψα τζάκι με τις φλόγες του να με παίρνουν πίσω σε άλλους χειμώνες μακρινούς, όταν δίπλα στους παππούδες, στην τσιμινιά χόρευαν οι πύρινες γλώσσες, σχηματίζοντας γοργόνες και καράβια, φωτίζοντας τα πρόσωπά μας. Στην πόλη, η μητέρα μού διάβαζε παραμύθια από βόρειες χώρες με δάση πυκνά, λύκους και παλάτια. Κάποια παραμύθια δεν είχαν καν αίσιο τέλος όπως «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» ή «Το μολυβένιο στρατιωτάκι». Ευτυχώς, όμως, που στα περισσότερα λύνονταν τα μάγια και στο τέλος θριάμβευε η αγάπη, η δικαιοσύνη και το φως.

Επηρεασμένη από τα τόσα παραμύθια του τόπου μας και άλλων ξένων τόπων, τα καλοκαίρια στη θάλασσα, έψαχνα να βρω στον βυθό, εκτός από κοχύλια και αστερίες, «Το θαλασσινό τριφύλλι», τη «Μικρή γοργόνα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ή ακόμη και την άλλη, την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ενώ τη φοβόμουνα, δεν σταμάτησα να την αναζητώ, ξέροντας τι θα της απαντούσα. Πως «Ο Μεγαλέξαντρος ζει και βασιλεύει», όπως και αυτός ο λαός που μέσα από αιώνες σκλαβιάς, τυραννίας και λογής-λογής κατακτητών, «Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες» ακόμη ζει και βασιλεύει και παρά «Τον πάτσον τζαι τον κλώτσον τους. Εμείς τζαμαί, ελιές τζαι τερατσιές πάνω στον ρότσον τους». Έφυγε χθες από τη ζωή η αγαπημένη, η γλυκιά Έλλη Μόντη, σύζυγος, σύντροφος και μούσα του ποιητή μας, Κώστα Μόντη.

Ήταν λίγο πριν την τουρκική εισβολή, προτού το νησί μοιραστεί στα δύο, όπως και οι ζωές και οι ψυχές των ανθρώπων του, όταν ο πατέρας έφερε σπίτι ένα νέο δίσκο βινυλίου, «Το θαλασσινό τριφύλλι», που τραγουδούσαμε μέρα-νύχτα, μαθαίνοντας απ’ έξω τα λόγια, χωρίς να έχουμε ακούσει ποτέ το όνομα του ποιητή, Οδυσσέα Ελύτη. Περήφανοι, γιατί εκτός από τη Ρένα Κουμιώτη στο άλμπουμ αυτό συμμετείχε κι ο Κύπριος, Μιχάλης Βιολάρης. Όλα ήταν τότε δικά μας και οικεία, σ’ ένα νησί που μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Το διασχίζαμε απ’ άκρη σ’ άκρη, χωρίς ποτέ να φανταζόμασταν πως θα εισέβαλλαν και θα το κρατούσαν για μισό αιώνα ήδη οι τούρκοι εισβολείς. Παρά τη φθορά και τη διαφθορά, τους πολιτικούς και πολιτικάντηδες που μας σχίζουν την καρδιά, υπάρχει ακόμα η ανθρωπιά στους απλούς ανθρώπους και η ομορφιά στη φύση. Εδώ στα βουνά και στα λιβάδια αφουγκραζόμαστε την άνοιξη και τον εαυτό μας, τις δυνατότητες που αναβλύζουν από μέσα μας, όταν βρεθούμε μακριά από την πολλή συνάφεια, τις άσκοπες συζητήσεις και τις συναναστροφές της πόλης. Το «γεριμονήσι» όπως συχνά το ονομάζουμε, μπορεί να αποτελέσει το δικό μας προσωπικό ερημονήσι, με τις αξίες και τα ιδανικά που εμείς θα του προσδώσουμε.

«Μες στης ερημιάς τ’ αγέρι όλ’ αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι
και στα κύματα ακουμπάς σαν αγριοπεριστέρι
Γεια σας έχτρες γεια σας μίση και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι
όλα τ’ άλλα είναι καπνός».

(Οδυσσέας Ελύτης, «Τα Ρω του έρωτα»)

 

[email protected]