Οριστικά χάνεται το χρονοδιάγραμμα της 1ης Ιουνίου για την πλήρη εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας, με τα καλύτερα σενάρια να δείχνουν πλέον τον Σεπτέμβριο και τα πιο συντηρητικά τα μέσα Οκτωβρίου.
 
Οι μειωμένες εισφορές στο Ταμείο του Συστήματος ύστερα από τη σχετική απόφαση της κυβέρνησης, ο εκμηδενισμός σχεδόν των εισφορών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα οι οποίοι λαμβάνουν τα ειδικά επιδόματα της κυβέρνησης (τα οποία δεν υπόκεινται σε αποκοπές για ΓεΣΥ και ΤΚΑ) και ταυτόχρονα, τα περιοριστικά μέτρα τα οποία οδήγησαν σε σοβαρές καθυστερήσεις στην προώθηση των απαραίτητων διαδικασιών, στη διεξαγωγή διαλόγου και τη σύναψη συμφωνιών με τους επαγγελματίες υγείας, αλλά και στην ετοιμασία των σχετικών νομοσχεδίων, καταδεικνύουν ότι δεύτερη φάση του ΓεΣΥ είναι αδύνατο να εφαρμοστεί τον ερχόμενο Ιούνιο. 
 
Ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας έχει ήδη καταγράψει τα δεδομένα όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί, και την ερχόμενη Δευτέρα το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού αναμένεται ότι θα μελετήσει τη σχετική έκθεση για να λάβει τις αποφάσεις του και να ενημερώσει σχετικά στη συνέχεια και επίσημα τον υπουργό Υγείας, Κωνσταντίνο Ιωάννου. 
 
Βεβαίως, ο υπουργός Υγείας, όπως ο ίδιος ανέφερε στον «Φ», τηρείται ενήμερος εδώ και καιρό από την ηγεσία του ΟΑΥ «για την κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται τους τελευταίους μήνες». Σύμφωνα με τον ίδιο, «αναπόφευκτα λόγω των εξελίξεων και της πανδημίας πρέπει να πάμε σε αναβολή η οποία όμως δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ».
 
Στόχος, υπογράμμισε, είναι «να επανέλθουμε με την εφαρμογή το συντομότερο δυνατό, διότι ας μην ξεχνάμε ότι εξαιτίας και των απαγορεύσεων που έχουμε τώρα στον τομέα της Υγείας, οι ανάγκες θα είναι συσσωρευμένες στη συνέχεια και οι ασθενείς θα πρέπει να εξυπηρετηθούν». 
Από πλευράς του και εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους κρίνεται απαραίτητη η αναβολή της εφαρμογής της δεύτερης φάσης του Γενικου Συστήματος Υγείας την 1η Ιουνίου, ο διευθυντής του ΟΑΥ Ανδρέας Παπακωνσταντίνου ανέφερε ότι «οι διαδικασίες έχουν μείνει πίσω εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, που μεταξύ άλλων εμποδίζουν την ομαλή διεξαγωγή του διαλόγου με τους διάφορους παρόχους υπηρεσιών υγείας». Ταυτόχρονα, για να εφαρμοστεί η δεύτερη φάση του ΓεΣΥ πρέπει να ψηφιστούν κάποια νομοσχέδια. Η Βουλή, ως γνωστό, δεν λειτουργεί κανονικά, άρα και εδώ έχουμε κάποιο πρόβλημα». Παράλληλα, «ακόμα και να κλείσουμε συμφωνίες με τα νοσηλευτήρια του ιδιωτικού τομέα, δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο διάλογο με τον Οργανισμό Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας, ο οποίος έχει επιφορτιστεί ολόκληρο το βάρος της πανδημίας και σίγουρα η εποχή δεν είναι κατάλληλη για να συζητηθεί το οποιοδήποτε άλλο θέμα». 
Ακόμα πιο σοβαρό, είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου, «είναι το οικονομικό ζήτημα» και εξήγησε: «εξαιτίας των μέτρων που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση, οι εισφορές στο ΓεΣΥ, οι οποίες θα έπρεπε να αυξηθούν, παραμένουν σταθερές. Επιπρόσθετα, η μεγαλύτερη μερίδα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχουν ενταχθεί στα ειδικά σχέδια της κυβέρνησης και λαμβάνουν τα ειδικά επιδόματα. Αυτά τα επιδόματα όμως δεν υπόκεινται σε αποκοπές ούτε για το ΓεΣΥ, όπως ούτε και για θέματα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
 
Έτσι, τα έσοδα του Οργανισμού τα οποία θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες αρκετά για να καλύψουμε τις ανάγκες της δεύτερης φάσης του ΓεΣΥ, είναι μειωμένα κατά περίπου 60% και ταυτόχρονα αναμένεται ότι θα καταγραφεί το επόμενο διάστημα και αύξηση της ανεργίας η οποία και πάλι επηρεάζει τα έσοδα του ΓεΣΥ». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αρμόδιων υπηρεσιών του κράτους, πρόσθεσε ο κ. Παπακωνσταντίνου, «η κατάσταση αυτή θα αρχίσει να ομαλοποιείται τον Σεπτέμβριο και η διαδικασία της ομαλοποίησης θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του 2021 οπόταν και εκτιμάται ότι θα φθάσουμε στα φυσιολογικά μας επίπεδα». Άρα, «εμείς με βάση το όριο του Σεπτεμβρίου θεωρώ ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στην έναρξη της δεύτερης φάσης του ΓεΣΥ». 
Η όποια αναβολή καθοριστεί, τόνισε καταλήγοντας ο κ. Παπακωνσταντίνου, «δεν μπορεί να είναι μεγάλη διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι εξαιτίας και των μέτρων που εφαρμόζονται τώρα αλλά και των χειρουργικών επεμβάσεων που είχαν προγραμματιστεί για τον Ιούνιο και τώρα ενδεχομένως να αναβληθούν, οι ανάγκες των πολιτών/ δικαιούχων του ΓεΣΥ, θα είναι τεράστιες και ως Οργανισμός κρίνουμε ότι πρέπει να μπορέσουμε σύντομα να επανέλθουμε για να εξυπηρετηθούν σωστά οι ασθενείς μας».