In Memoriam: Αποχαιρετώντας έναν φίλο κι έναν αληθινό ζωγράφο.
 
Προτιμούσα να πηγαίνω πάνω στο κτήμα για να τον βλέπω. Θέα, φύση, ηρεμία, άπλα, ζώα. Καθόλου άσχημες συνθήκες για να συγκεντρωθείς σ΄έναν καλό φίλο, να χορτάσεις την παρουσία του, να μοιραστείς μαζί του τα νέα των τελευταίων μηνών και ν’ αφουγκραστείς το βουητό του χρόνου στις χαράδρες του προσώπου και του μυαλού του. Το προτιμούσα κυρίως γιατί εκεί έμοιαζε να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον. Οι ιδανικές συνθήκες για να ζωγραφίζει, να μαστορεύει, να γρατζουνάει τον τζουρά και να ταξιδεύει αδιάλειπτα με το μυαλό. Δεν μπορούσε επ’ ουδενί να δεσμεύεται, να περιορίζεται. Κάτω στην πόλη έμοιαζε έξω απ’ τα νερά του. «Αν δεν ήταν το σπίτι εδώ πάνω, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αντέξω στα Γιαννιτσά, θα έφευγα» μου ξεκαθάριζε σχεδόν κάθε φορά που βρισκόμασταν, στα καθεχρονικά τελετουργικά μας ανταμώματα.
 
Δεν ήταν πάντα αναχωρητικός τύπος ο Άγγελος. Έφαγε την αστική και την επαρχιο-αστική ζωή με το κουτάλι και την ήπιε με το ποτήρι. Στα Γιαννιτσά, στο Βελιγράδι, στον Βόλο, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στη Φλώρινα. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό που μου έλειπε κάθε φορά περισσότερο από αυτόν ήταν το βαθύ αποτύπωμα μιας σχεδόν 40χρονης γνωριμίας, που δεν υπήρξε ποτέ επάλληλη αλλά με το πέρας του χρόνου λειτουργούσε σαν ένας καθρέφτης μιας από τις εκδοχές του εαυτού μου. Μήπως αυτό που μου έλειπε και με ωθούσε απαρέγκλιτα να τον συναντήσω, στο καθιερωμένο ετήσιο ταξίδι στην παράλληλη πραγματικότητα του παρελθόντος, ήταν το παρόν του; Με αυτό στο οποίο είχε εξελιχθεί ένιωθα μεγαλύτερη ανάγκη και ανυπομονησία να επικοινωνήσω, σε σχέση με το αγέρωχο γειτονόπουλο με το οποίο παίζαμε στις αλάνες κι αργότερα συνυπήρξαμε στην ίδια τάξη στο γυμνάσιο και το λύκειο. Στόγιας. Σαββινίδης. Το αναπόδραστο σίγμα της Σύμπτωσης.
 
Το μόνο πάνω του που έδειχνε να παραμένει απαράλλαχτο ήταν αυτό το βαθύ, θλιμμένο και διαπεραστικό βλέμμα που σε κοίταζε σαν να ήσουν διάφανος. Εξωτερικά ωρίμαζε μ’ έναν λυρικό τρόπο, ενώ μέσα του τα ακούραστα πνευματικά ταξίδια ελάχιστα κλόνισαν εκείνη τη μεγαλίστικη παιδικότητα που κουβαλούσε από τον καιρό του νηπιαγωγείου. Κάθε φορά που βρισκόμασταν θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες. Ή να σιωπούμε για ώρες, κοιτάζοντας το βουνό απέναντι κι αφουγκραζόμενοι τη μελωδία της ζωής. Σε ελάχιστα θέματα συνέκλιναν οι απόψεις κι η κοσμοθεωρία μας. Και συνήθως τα αποφεύγαμε επιδεικτικά. Είχα την αίσθηση ότι μάς έτρεφε η προσμονή μιας ήπιας αντιπαράθεσης, που ποτέ δεν παρέκκλινε από τα όρια του αλληλοσεβασμού.
 
Οι πνευματικές του αναζητήσεις δεν ήταν ποτέ δια της δογματικής οδού. Ο Άγγελος μελετούσε, συζητούσε, έψαχνε αλλά τον ενδιέφερε να ανανεώνεται και να εξοπλίζεται πνευματικά αμφιταλαντευόμενος και ανοίγοντας πάντα τον δικό του δρόμο. Απεχθανόταν τη μασημένη τροφή και προτιμούσε τις πιο γόνιμες, εναλλακτικές οδούς έρευνας, σκαρφιζόμενος δικές του μεθόδους που ήταν αδύνατον να μπουν σε καλούπι. Αυτές οι αναζητήσεις ήταν που τον οδήγησαν και στο μονοπάτι της τέχνης. Στα έργα του εξωτερίκευε μια συνειδησιακή ένταση και την ακόρεστη δίψα ν’ ανακαλύψει ένα αφηρημένο μεταφυσικό κέντρο. Η ζωγραφική γι’ αυτόν ήταν μια οντολογική θεραπεία.
 
Έψαχνε το φως. Μόνο όσοι έχουν φάει το σκοτάδι με τη χούφτα έχουν τέτοια λύσσα για φως. Κι ο Άγγελος είχε σκάψει τη νύχτα με το νύχι. Δεν είχε απαρνηθεί την αμηχανία της γενιάς μας, της πρώτης μεταπολιτευτικής γενιάς που δεν γνώρισε βιώματα παρά μόνο κληρονόμησε σπαράγματα τραυμάτων κι έμαθε να κολυμπά στα θολά νερά κακοχωνεμένων αφηγήσεων. Της σι-χαμένης γενιάς, όπως τη λέω. Η πρόσκαιρη πέτσινη ευδαιμονία και η λατρεία της επιφάνειας ήταν το χαρακτηριστικό της.
 
Όταν πεθαίνει –και μάλιστα αναπάντεχα- ένας φίλος τον οποίο γνωρίζεις από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, είναι αναπόφευκτο να κάνεις προσωπικούς συνειρμούς. Δεν είναι αυτό που με συνθλίβει, αλλά η προοπτική της νοσταλγίας. Η επίγνωση της ανεπανόρθωτης απώλειας. Κι ο φόβος ότι επειδή δεν κατάφερα να τον αποχαιρετίσω από κοντά, θα δυσκολευτώ ακόμη περισσότερο να τη χωνέψω. Αν του κάθε ανθρώπου ο θάνατος μάς λιγοστεύει, όπως έλεγε ο Τζον Ντον, τότε η απώλεια ενός φίλου μάς ακρωτηριάζει. Είναι μια αλλαγή, μια παρέκκλιση τόσο φυσικά αφύσικη που αποσυντονίζει. Απομένει μόνο η μνήμη, η οποία ωστόσο είναι σαν τη θράκα: θέλει προσοχή όταν τη σκαλίζεις.

 
Φιλgood, τεύχος 248.