Τίποτα δεν συνεισφέρει περισσότερο στη συνένωση του νησιού από την επέκταση των εμπορικών και επιχειρηματικών δεσμών και την παροχή της υποδομής για την υποστήριξή τους, είπε την Τρίτη ο ειδικός αντιπρόσωπος του ΓΓ του ΟΗΕ στην Κύπρο, Κόλιν Στιούαρτ, στην ομιλία του στη Σύνοδο του Economist που πραγματοποιείται στη Λευκωσία.

Ο κ. Στιούαρτ, στην ομιλία του στο πάνελ «Ανανέωση των ειρηνευτικών συνομιλιών μέσω αυξημένου ενδονησιωτικού εμπορίου», αναφέρθηκε στην σημασία των εμπορικών και επιχειρηματικών δεσμών μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού προς την αναβίωση της ελπίδας για μια συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος. «Αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος», είπε, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε μια λύση. Αν και οι φωνές προστατευτισμού είναι οι πιο δυνατές, υπάρχει άμεσο αμοιβαίο όφελος από την αύξηση του εμπορίου, πρόσθεσε.

Ο ειδικός αντιπρόσωπος επανέλαβε την πεποίθησή του «ότι η μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα μεταξύ των δύο πλευρών του νησιού έχει καλή επιχειρηματική λογική και θα είχε θετικό αντίκτυπο στις ζωές των Κυπρίων και στις δύο πλευρές του νησιού». Κάθε σταδιακή βελτίωση, είπε, «θα χαράξει τον δρόμο προς μια αμοιβαία αποδεκτή λύση του Κυπριακού».

«Η δεινή οικονομική κατάσταση στο βορρά υπονομεύει τις προοπτικές διευθέτησης», είπε ο κ. Στιούαρτ, επισημαίνοντας πως, δεν βοηθάει, όπως ορισμένοι εξακολουθούν να πιστεύουν, στη μετακίνηση του βορρά προς μία λύση.

Επανέλαβε αυτό που είπε σε μια άλλη εκδήλωση πρόσφατα, ότι μεγαλύτερη εξάρτηση των κατεχομένων από την Τουρκία, ιδιαίτερα οικονομική, σημαίνει αναγκαστικά λιγότερη αλληλεξάρτηση μεταξύ των δύο πλευρών του νησιού και τόνισε ότι αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, η ιδέα μιας αμοιβαία αποδεκτής διευθέτησης θα γίνει σύντομα μη βιώσιμη. Επεσήμανε όμως ότι «υπάρχουν πολλά που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για να αντιστρέψουμε αυτές τις τάσεις».

Τίποτα δεν φέρνει κοντά τους ανθρώπους πιο γρήγορα και πιο δυνατά από το οικονομικό συμφέρον, είπε, προσθέτοντας ότι αυτός «είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε μια λύση».

«Η ενσωμάτωση του νησιού στην πράξη ανοίγει το δρόμο για μια πολιτική λύση», είπε. «Όπως έδειξε το πείραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική αλληλεξάρτηση αυξάνει την πιθανότητα διαρκούς ειρήνης αυξάνοντας την αξία του εμπορίου έναντι της εναλλακτικής λύσης της σύγκρουσης», πρόσθεσε.

Ο κ. Στιούαρτ σημείωσε ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις όμως, «δεν λαμβάνονται για πολιτικούς λόγους».

«Ευτυχώς, ωστόσο, υπάρχουν καλοί επιχειρηματικοί λόγοι για αυξημένο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών του νησιού. Οι Κύπριοι ψηφίζουν ήδη με τα πόδια και τα πορτοφόλια τους: τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι αγοραστές βρίσκουν ορισμένα αγαθά φθηνότερα ή πιο ελκυστικά στην άλλη πλευρά», είπε. Είτε πρόκειται για πάνες μιας χρήσης είτε για είδη πολυτελείας, για το γέμισμα του ντεποζίτου του αυτοκινήτου τους, ή για την αγορά επίπλων, όποιος και αν είναι ο λόγος, οι τάσεις δείχνουν ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για το τι έχει να προσφέρει η άλλη πλευρά, πρόσθεσε. Είπε ακόμη ότι η Παγκόσμια Τράπεζα, «η οποία υποστηρίζει τα επιχειρήματα που προβάλλω σήμερα εδώ», κατάρτισε μια λίστα προϊόντων στα οποία κάθε πλευρά έχει συγκριτικό πλεονέκτημα.

Ο κ. Στιούαρτ είπε ότι είναι γνωστό εδώ και καιρό, ότι μια πιο ολοκληρωμένη νησιωτική οικονομία θα διεύρυνε την αγορά όλων, βοηθώντας στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών περιορισμών που χαρακτηρίζουν τις μικρές νησιωτικές οικονομίες, με την μείωση της εξωτερικής ευπάθειας, η οποία, όπως είπε, είναι ιδιαίτερα σημαντική τώρα, ενόψει των προκλήσεων της εφοδιαστικής αλυσίδας, θα προσέλκυε περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις και θα δημιουργούσε περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας.

Αναφέρθηκε στην πρωτοβουλία δύο συνδικαλιστικών οργανώσεων «που έχουν αντιστοιχίσει την ανάγκη για εργατικό δυναμικό στο νότο με διαθέσιμους εργάτες από το βορρά, παρέχοντας εισόδημα σε περίπου 500 οικογένειες μέχρι στιγμής», λέγοντας ότι είναι «μια αξιέπαινη πρωτοβουλία».

Ο κ. Στιούαρτ είπε ότι είναι γι’ αυτούς τους λόγους που εργάζεται «εντατικά» με τους επικεφαλής εκπροσώπους των δύο ηγετών για την ολοκλήρωση ενός ευρέος φάσματος κοινών πρωτοβουλιών και μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, «που όχι μόνο θα ωφελήσουν τους Κύπριους σε όλο το νησί, αλλά θα θέσουν επίσης «ένα σημαντικό θεμέλιο καλής θέλησης» για τις συνομιλίες για τη λύση.

Είπε ότι εργάζονται για να επεκτείνουν το εμπόριο μέσω του Κανονισμού για την Πράσινη Γραμμή, «να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις των τραπεζικών συναλλαγών και να διευκολύνουμε τη συμφόρηση στα σημεία διέλευσης. Αν και οι φωνές προστατευτισμού είναι οι πιο δυνατές, υπάρχει άμεσο αμοιβαίο όφελος από την αύξηση του εμπορίου».

Σύμφωνα με τον κ. Στιούαρτ, σημειώνεται ουσιαστική πρόοδος και με τον τρέχοντα ρυθμό, το επίσημο εμπόριο στην Πράσινη Γραμμή «θα διπλασιαστεί μέχρι το τέλος του έτους, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων επεξεργασμένων μη ζωικών προϊόντων διατροφής όπως το ελαιόλαδο, το ταχίνι και το σιρόπι χαρουπιού». Επιπλέον, είπε, τα σημεία διέλευσης αρχίζουν να γίνονται πιο αποτελεσματικά και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα λειτουργήσουν περισσότερο ως πύλη για ευκαιρίες παρά ως εμπόδιο στις επιχειρήσεις.

Ο κ. Στιούαρτ είπε ότι είναι «εξίσου σημαντικό», το εμπόριο των κατεχομένων προς το νότο να συμπληρώνεται από την επέκταση της εμπορικής τους σχέσης.

Αναφέρθηκε και στο περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή που επηρεάζουν το νησί συνολικά, είπε, όπως συχνοί και έντονοι καύσωνες, ξηρασίες, δασικές πυρκαγιές και ερημοποίηση και σε μια πρωτοβουλία της δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής Οικονομικών και Εμπορικών Θεμάτων για την ετοιμασία μιας μελέτης προσκοπιμότητας (prefeasibility study) για πιθανή ενδονησιωτική συνεργασία για τη διαχείριση απορριμμάτων ηλεκτρονικού και ηλεκτρικού εξοπλισμού. Αυτή η πρωτοβουλία, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε, «δείχνει μια πιθανή πορεία για τη δημιουργία νέων εσόδων, δυνητικά τη δημιουργία πράσινων θέσεων εργασίας στην Πράσινη Γραμμή».

Ο κ. Στιούαρτ αναφέρθηκε επίσης, στον ρόλο των Τεχνικών Επιτροπών και είπε ότι πολλά παρόμοια «επιτεύγματα» τους τελευταίους μήνες προέκυψαν μέσω των επιτροπών αυτών, τα μέλη των οποίων, πρόσθεσε, «συζητούν φιλικά, καταλήγουν σε συμφωνίες και κάνουν συναινετικές συστάσεις στους ηγέτες για το πώς μπορεί να βελτιωθεί η ζωή των απλών Κυπρίων».

Είπε ότι οι επιτροπές εργάζονται σε περίπου 20 άλλες πρωτοβουλίες, μεγάλες και μικρές, σημειώνοντας ότι παρόλο που το έργο τους γίνεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, «οικοδομούν ένα θεμέλιο δικοινοτικών επιτευγμάτων που θα θέσουν τις βάσεις για μελλοντικές συνομιλίες λύσης».

Είπε, ωστόσο, ότι οι τεχνικές επιτροπές και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης «δεν αποτελούν υποκατάστατο» των συνομιλιών ούτε αποσπούν την προσοχή από τέτοιες συνομιλίες, αλλά «είναι ο δρόμος» προς τις συνομιλίες.