Δεν προλαβαίνουμε να πληρωθούμε και μέσα του μήνα διαπιστώνουμε πως μας απομένουν κάτι ψιλά για να βγάλουμε τον μήνα. Οι τιμές στα καύσιμα, στα τρόφιμα και τα ποσά στους λογαριασμούς κτύπησαν κόκκινο. Η ακρίβεια δεν έχει τέλος και δυστυχώς, όπως φαίνεται, οι επόμενοι μήνες θα είναι ακόμη πιο δύσκολοι, καθώς θα αυξηθεί περαιτέρω ο πληθυσμός και συνεπώς οι τιμές. Πάμε στην υπεραγορά και αγοράζουμε λιγότερα προϊόντα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο και πληρώνουμε σχεδόν διπλάσια. Η επίσκεψη στα πρατήρια βενζίνης κατάντησε πραγματικός εφιάλτης για όλους μας. Όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδηματικής τάξης, έχουν επηρεαστεί από τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, οι οποίες μέρα με την ημέρα ξεπερνούν κάθε ρεκόρ. Εκεί που ο εβδομαδιαίος μέσος όρος δαπάνης των περισσότερων Κυπρίων για καύσιμα και ανεφοδιασμό των οχημάτων τους δεν ξεπερνούσε τα €60 με €65, τις τελευταίες ημέρες η συγκεκριμένη δαπάνη αυξήθηκε στα €80 με €85 την εβδομάδα. Φανταστείτε λοιπόν, σε μια οικογένεια να οδηγούν οχήματα δύο άτομα (που συνήθως είναι περισσότερα), τότε αυτόματα τα έξοδα της οικογένειας μόνο για καύσιμα αυξάνονται στα €650 με €700 το μήνα. Δηλαδή, μια οικογένεια ξεκινά τον μήνα γνωρίζοντας πως σχεδόν ο ένας μισθός θα καταλήξει σε καύσιμα, λογαριασμούς και τρόφιμα. Επίσης, εάν προστεθούν και οι δόσεις δανείων, τότε τα πράγματα είναι πιο σκούρα.

Την περασμένη Πέμπτη η Ολομέλεια της Βουλής ενέκρινε το νομοσχέδιο με το οποίο δίνεται παράταση μέχρι το τέλος Αύγουστου στους μειωμένους φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα. Από τις 8 Μαρτίου μέχρι το τέλος Ιουνίου εφαρμόζονταν μειωμένοι φόροι κατανάλωσης στα καύσιμα κίνησης κατά 8.4 σεντ το λίτρο και κατά  5.2 σεντ το λίτρο στο πετρέλαιο θέρμανσης (φόρος κατανάλωσης συν ΦΠΑ). Οι νέες φοροελαφρύνσεις, οι νέες μειώσεις, αποτελούν ουσιαστικά μια σταγόνα στον ωκεανό, καθώς από την πρώτη φορά που μειώθηκαν οι φόροι κατανάλωσης, δηλαδή από τον περασμένο Μάρτιο, οι τιμές των καυσίμων αυξήθηκαν κατά 30 σεντ το λίτρο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το παρατηρητήριο τιμών καυσίμων της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή, στις αρχές Μαρτίου η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων ήταν €1.440, της αμόλυβδης βενζίνης 98 οκτανίων ήταν €1.509 το λίτρο, του πετρελαίου κίνησης ήταν €1.498 το λίτρο και του πετρέλαιου θέρμανσης ήταν €1.026. Από την άλλη, αρχές Ιουνίου η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων ήταν €1.718, της αμόλυβδης βενζίνης 98 οκτανίων ήταν €1.773 το λίτρο, του πετρελαίου κίνησης ήταν €1.813 και του πετρελαίου θέρμανσης ήταν €1.269.

Δυστυχώς, η άνοδος των τιμών θα έχει συνέχεια και είναι θέμα μερικών εβδομάδων η βενζίνη να σκαρφαλώσει στα €2 το λίτρο. Όπως φαίνεται, η μέθοδος της τηλεργασίας (στις επιχειρήσεις που το επιτρέπουν) θα εφαρμόζεται αυτή την φορά για λόγους εξοικονόμησης των εξόδων των εργαζομένων. Ο πληθωρισμός ροκανίζει τους μισθούς των πολιτών, όμως αυτοί παραμένουν στα ίδια επίπεδα και δεν αναμένεται σύντομα να αυξηθούν. 

Το θέμα των αυξήσεων στις τιμές των καυσίμων αποτέλεσε πολλές φορές αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση, απαντώντας στα πυρά της αντιπολίτευσης, υποστηρίζει πως στην Κύπρο οι τιμές των καυσίμων σε σχέση με άλλες χώρες είναι χαμηλές, ωστόσο, εάν αναλογιστεί κανείς τους μισθούς που λαμβάνουν οι Κύπριοι και τους μισθούς άλλων Ευρωπαίων πολιτών θα διαπιστώσει πως το κόστος για εμάς είναι ασήκωτο.

Την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση αποφάσισε τη λήψη έντεκα μέτρων, για στήριξη των πολιτών. Από την άλλη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης με προτάσεις νόμου επιδιώκουν να δώσουν περαιτέρω ανάσα στους πολίτες. Συγκεκριμένα, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και  ΔΗΠΑ προτείνουν περαιτέρω ελαφρύνσεις στις τιμές των καυσίμων, με κατάργηση της επιβολής ΦΠΑ επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή, μηδενισμό του ΦΠΑ στα τρόφιμα, καθώς και περαιτέρω μειώσεις σε άλλες υπηρεσίες. Προτάσεις τις οποίες απορρίπτει η κυβέρνηση, εμμένοντας στα δικά της μέτρα, ύψους €300 εκατ. Αφού κυβέρνηση και κόμματα κόπτονται για τους πολίτες, θα ήταν καλό να αφήσουν στην άκρη τις διαφορές τους και από κοινού να βρουν τρόπους ουσιαστικούς στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Δεν θα πρέπει να αναλωθούν στην αντιπαράθεση αλλά να βρουν τρόπους που θα δώσουν ανάσα στους πολίτες.