Κάτια Εμμανουήλ, Τα αδέσποτα, Βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις, 2019.

Καφεόχρωμα ξερόφυλλα, ισάριθμα των ποιημάτων, που στροβιλίζονται στον άνεμο, με μια πέννα- φτερό να σύρει την οφιοειδώς τεθλασμένη γραμμή, προφανώς, της ζωής στην ποιητική εκδοχή της συνθέτουν σε γαλαζοπράσινες αχνές αποχρώσεις τη σχεδιαστική φιλοτέχνηση στο εξώφυλλο του βιβλίου. Εικαστική απόδοση του τίτλου μέσα από την ευφάνταστη πρόσληψη της πολυσημίας του με το καλλιτεχνικό αισθητήριο του Φώτη Εμμανουήλ. 

Πρόκειται για τη συλλογή, στην κυριολεκτική σημασία του όρου, της Κάτιας Εμμανουήλ, καθώς περισυνέλεξε τα κατά καιρούς γραμμένα ποιήματά της, «τα αδέσποτα», όπως μεταφορικώς τα αποκαλεί, για να τα συγκεντρώσει σε μια κομψή μικρόσχημη έκδοση και σε αισθητική εναρμόνιση με τους μινιμαλιστικούς ρυθμούς της γραφής της. Τριανταοκτώ τον αριθμό ολιγόστιχα και ολιγοσύλλαβα, ώς επί το πλείστον, ποιήματα, που αποτυπώνουν το περιεκτικό νόημα και την αποφθεγματική πνοή της επιγραμματικής στοχαστικής τους διάθεσης. Μια λιτή και απέριττη έκφραση εύληπτης συμπύκνωσης, ελκτικής αμεσότητας και συγκινησιακής φόρτισης, χωρίς να παρεμβάλλει δυσνόητους φραγμούς και δίχως να υψώνει τείχη ακατανόητης αποξένωσης. Ποιος ορίζει εξάλλου τα ολιγαρκή και αθόρυβα πλην εύηχα και αυτάρκη ως αμελητέα και ευκαταφρόνητα, διαχωρίζοντάς τα από τα σπουδαία, τα ηχηρά έως και τα σπουδαιοφανή;  

Ενδεικτικά τα μικροποιήματα της παρούσας συλλογής, που με την ευσύνοπτη ποιητικότητα και τις ευανάγνωστες συμβολικές τους προεκτάσεις ορθώνουν το ανάστημα της υψηλής τους ευκρίνειας και της ανεπιτήδευτης εκφραστικής τους δύναμης, συνομιλώντας με την καρδιά και τον νου του κάθε αναγνώστη. Κοινωνώντας του έτσι όχι μόνο τα καθημερινά, τα προβλεπτά και τα ασήμαντα, μα και επιβάλλοντας την ανάλαφρη βαρύτητά τους αναδεικνύουν τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου ανάμεσα στα ερμητικά αδιέξοδα και τις ανατρεπτικές περιπέτειες του βίου, τις αδιανόητες συγκαιρινές δυστοπίες και τις συνακόλουθες δραματικές ανασφάλειες του σημερινού μας κόσμου. 

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα η πανδημία με τις απροσμέτρητες συνέπειές της. Αν δεν την φέρνει ονομαστικά στο προσκήνιο η ποιήτρια, είναι ωσάν να την ξορκίζει με την προφητική της ίσως όραση είτε με τα ανάστροφα αιχμηρά υπονοούμενα της τραγικής της ειρωνικής ματιάς. Τώρα που το γέλιο χάθηκε και το ανθρώπινο χαμόγελο έχει δραπετεύσει πίσω από τις απρόσωπες προστατευτικές μάσκες του ατομικού φόβου και του συλλογικού πανικού, πόσο επίκαιρο ακούγεται το σκηνικής ευρηματικότητας αφηγηματικό της ποίημα, που προσφυώς το επιγράφει «Ο χημικός τύπος του γέλιου». Για του λόγου το αληθές και την αλληγορία των συμφραζομένων συνειρμών του το παραθέτουμε αυτούσιο: «Ο παράτολμος επιστήμονας/ έψαχνε ν’ απομονώσει τον παράγοντα/ που εξασφαλίζει επί μακρόν/ τη βιωσιμότητα του γέλιου./ Στην προσπάθειά του/ ανακάλυψε το μικρόβιο/ που προκαλεί κι επιταχύνει το γεγονός./ Του ξέφυγε μια μικρή λεπτομέρεια./ Διέρρευσε ο χημικός του τύπος./ Σύμπασα η ανθρωπότητα γελά./ Βοήθεια συνάνθρωποι!/ Βάλτε ένα χέρι να περιορίσουμε/ τη γελαστική διάθεση/ που μας έχει κυριεύσει/ ομαδικά!». Αλλά είμαι πλέον σίγουρη πως εμμέσως πλην σαφώς «η εσχάτη των ποινών» στο αντίστοιχο ποίημα σκιαγραφεί ως αντίφωνο στην κακοδαιμονία της πανδημικής πραγματικότητας ή οποιασδήποτε κρίσης με εναλλασσόμενες πεζόμορφες δόσεις σαρκασμού και αισιοδοξίας.         

Ευθύβολα βέλη που καρφώνουν κατάστηθα οι επώδυνες σκέψεις, τα πληγωμένα αισθήματα και οι πικρές απογοητεύσεις, απηχώντας τις χαμηλότονες διακριτικές χορδές των συναισθηματικών κραδασμών και τους λυγμικούς σιγηλούς αναπαλμούς του ενδότερου σπαραγμού, αλλά και που εκβάλλουν στην πλημμυρίδα ενός ευαίσθητου ψυχισμού. Ωστόσο, εναγώνιες οι ανησυχίες και  έντονες οι διαμαρτυρίες, τα αναπάντητα ερωτηματικά «άλυτων γρίφων» και οι επίμονες αναζητήσεις σε «κλειστά δωμάτια», στο ακροτελεύτιο ποίημα, που πρέπει επειγόντως να ανοίξουν διάπλατα, για να εισβάλει το φως. Δεν αρκούν οι αδιόρατες ρωγμές μήτε οι αναλαμπές σε χαοτικούς σκοτεινούς λαβύρινθους για την έλευση της καινούργιας μέρας, που αναπάντεχα θα κομίσει το μήνυμα ενός φωτεινού ευοίωνου μέλλοντος.

Στη δική μου επεξηγηματική προσθήκη παρεμφερής, ενδεχομένως, ο υπαινιγμός των ακαριαίων υποβλητικών στίχων: «Με μία κίνηση στρατηγικής σημασίας/ γύρισε τον διακόπτη./ Φώτισε όλα τα κλειστά δωμάτια./ Οι απρόσμενοι επισκέπτες εισέβαλαν/ απ’ όλα τα ανοίγματα./ Κατέλαβαν όλους του χώρους.». Αντιστικτικός ο επίλογος με το προανάκρουσμα των δύο αρχικών ποιημάτων, που συνυφαίνουν το οιονεί διαλεκτικό περίγραμμα της συλλογής. Με απορία ασθματικής ανυπομονησίας τίθεται το ερώτημα στο πρώτο, για να ακολουθήσει στο δεύτερο η αιφνιδίως χαροποιός αισιόδοξη απάντηση με την επίκληση του «θαύματος»: «Πότε θα φανεί επιτέλους ο Διογένης/ με το φανάρι του/ να μας εξηγήσει/ τις πληγές αυτής της διαδρομής;». «Μα ξαφνικά/ στη στροφή του δρόμου/ το περιοδικό άνθισμα του κάκτου/ τ’ άλλαξε όλα μεμιάς».

Εν τω μεταξύ όμως και προτού ν’ ακτινοβολήσει το φως για να διαλύσει το σκοτάδι και να φανερώσει την ανθοφορίας της ελπίδας, οι ψυχές μένουν καθηλωμένες, μοιάζοντας, θα λέγαμε, με τους δεσμώτες του Πλατωνικού σπηλαίου, με την προδοσία της εγκατάλειψης και το διαμπερές τραύμα της μοναξιάς, την πληγή της απομόνωσης και την απόγνωση του κενού απέναντι στην απαξίωση ενός ανάλγητου ατομικισμού είτε τη «μετάλλαξη του ειδικού βάρους της αγάπης», κατά την ποιήτρια. Δεν χρειάζονται κωδικούς αποκρυπτογράφησης τα σχετικά ποιήματα, όπως «Η μοναξιά»: «Ο άνθρωπος που περιφέρεται στους δρόμους,/ κουβαλώντας την καρατομημένη ζωή του, είναι ένας από μας./ Του φορτώσαμε στην πλάτη έναν βαρύτατο σταυρό./ Το μοναδικό πράγμα, που αναμένει από μας,/ είναι ένα κερί να φωτίζει/ τη μοναξιά του.».

Τα ποιήματα της Κάτιας Εμμανουήλ είναι πηγαία και αληθινά, καθώς η ποίηση δεν απατά και δεν εξαπατάται μέσα σε θολά και παραποιημένα τοπία, όπως επισημαίνει στο ομώνυμο ποίημα της  ποιητικής της. Χρειάζονται «το όραμα μιας ζωής».    

Ελεύθερα, 13.2.2022