Σας πάω πολλά χρόνια πίσω, δευτεροετής φοιτητής στην Αθήνα εγώ και αποφασίζω να κάνω μια εκδήλωση για την Κύπρο, την οποία βαφτίζω «Το Μετέωρο Βήμα του Κυπριακού», παραφράζοντας το υπέροχο «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού», τη δραματική ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου που είχε κυκλοφορήσει μερικά χρόνια προηγουμένως.
 
Κανένα οργανωμένο σύνολο πίσω μου, καμιά φοιτητική παράταξη, κανένα κόμμα, ένας από μόνος του, με τη βοήθεια δυο-τριών φίλων από τη σχολή δημοσιογραφίας, που αποφάσισε να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία η οποία τελικά και κόπο πολύ είχε αλλά και ένα μικρό κόστος, στο οποίο κανείς ή σχεδόν κανείς δεν είχε την παραμικρή διάθεση να συνεισφέρει. Ούτε το Σπίτι της Κύπρου, ούτε η Πρεσβεία, ούτε κυπριακοί σύλλογοι, ούτε η Εκκλησία, ούτε δεκάδες κυπριακές και ελληνικές εταιρίες την πόρτα των οποίων χτύπησα… Μη φανταστείτε κανένα υπέρογκο ποσό. Ενοικίαση Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, παραγωγή ραδιοφωνικών σποτ (τα οποία παρακάλεσα δυο καθηγητές μου που είχαν ραδιοφωνική εκπομπή να τα σπρώξουν δωρεάν στον χρόνο τους – ο ένας ήταν Β. Πάικος, ο άλλος πρέπει να ήταν ο Τζαννετάκος), τύπωμα προγράμματος και αφισών με τις οποίες τοιχοκολλήσαμε όλη την πόλη – απεικόνιζαν, θυμάμαι, ένα τανκ κάτω από τις ερπύστριες του οποίου ένα λουλούδι κινδύνευε να πολτοποιηθεί, την είχα ξεσηκώσει από ένα φωτογραφικό λεύκωμα, «1974» θαρρώ πως ήταν ο τίτλος του, το οποίο είχε επιμεληθεί ο μακαρίτης ο Δημήτρης Ανδρέου… Τελικά, κουτσά στραβά τα βολέψαμε, να ’ναι καλά ο Αλαφούζος, ιδιοκτήτης του ΣΚΑΙ που πρόσφερε 200 λίρες και άλλες 100 ο διευθυντής της σχολής μου, ο μακαρίτης ο Χάγιος, που έβλεπε μέρες να περιφέρω την απελπισία και την απόγνωσή μου στους διαδρόμους του Εργαστηρίου Δημοσιογραφίας…
 
Η εκδήλωση, όμως, πέρα από ομιλίες και προβολές έπρεπε να έχει και καλλιτεχνικό μέρος. Κάποιος από τη σχολή μού είχε πει για δυο σπουδαίους ανθρώπους, τον Λευτέρη και την Πάρρυ Παπασταύρου, δεξιοτέχνης του βιολοντσέλου ο ένας, κορυφαία πιανίστρια η άλλη, το έργο και τη σπουδαιότητα των οποίων αγνοούσα παντελώς στα είκοσι μου. Πήγα και τους συνάντησα στο σπίτι τους, «εκεί που κάθισες νεαρέ μου, ήταν η αγαπημένη θέση του Χατζιδάκι», μου είχε πει ο μακαρίτης σήμερα Παπασταύρου – με εμφανίσεις στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και δεκάδες διεθνείς διακρίσεις στο βιογραφικό του. Δέχθηκαν με προθυμία, αρκεί να έβαζα ένα ταξί να τους μεταφέρει από και προς το σπίτι τους, καθώς ήταν ηλικιωμένοι και δεν οδηγούσαν.
 
Στον Μάριο Τόκα, τώρα, δεν έχω ιδέα πως έφτασα, ούτε καν πού βρήκα το τηλέφωνό του. Ο Μάριος Τόκας ζούσε τότε το απόγειο της καριέρας του. Ήταν ένα τεράστιο όνομα, με απίστευτες επιτυχίες. Ίσως το πιο «εμπορικό» όνομα της εποχής. Για να αντιληφθείτε τα μεγέθη, αρκεί να σας πω ότι εκείνα τα χρόνια είχε κάνει το «Τρελό Φορτηγό» με τον Πάριο, την «Εθνική Μοναξιά» που έστησε δεύτερη καριέρα στον Μητροπάνο, το «Στάζεις Έρωτα» με τον Βοσκόπουλο, τα «Δίδυμα Φεγγάρια» με την Κανελλίδου και τον Μητροπάνο… Μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις, στην προ internet και YouTube εποχή. Το «Φορτηγό» είχε ξεπεράσει τις 200 χιλιάδες αντίτυπα, η «Εθνική Μοναξιά» ήταν κοντά στις 180…
 
Και τότε χτυπάει το τηλέφωνό του. Στην άλλη άκρη της γραμμής ένας άγνωστος νεαρός φοιτητής, δεν έρχεται συστημένος από κανέναν, απλά έχει περισσό θράσος, μπορεί και περισσή αφέλεια. Ο οποίος του εξηγεί ότι κάνει μια εκδήλωση για την Κύπρο (χεστήκαμε, θα μπορούσε να ήταν η απάντηση) στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, ότι σ’ αυτήν θα μιλήσουν μεταξύ άλλων ο Λεντάκης και ο Στοφορόπουλος και του ζητά, αν έχει την καλοσύνη, να ’ρθει… να πει δυο τραγούδια (λες και έδινε παραγγελιά σε ταβέρνα ο φοιτητής) – ενώ φροντίζει να του διευκρινίσει ότι δεν έχει φράγκο, δεν μπορεί να του δώσει δραχμή. Κι αυτός, ο μεγάλος Μάριος Τόκας, τον ακούει υπομονετικά και στο τέλος του λέει: «Άκου λεβέντη μου, αν διευθετήσεις να είναι κουρδισμένο το πιάνο που διαθέτει το θέατρο και φροντίσεις να έχεις για μένα μια εξάδα μπίρες στα παρασκήνια, τότε πολύ ευχαρίστως, θα είμαι εκεί. Και δεν θα ’ρθω μόνος, θα φέρω μαζί μου και τον Κώστα Χατζηχριστοδούλου να πούμε παρέα αυτά τα τραγούδια. Και δεν θα είναι δυο, θα είναι περισσότερα»! Όπως και έγινε!
 
*Να με συγχωρείτε που μετέρχομαι πρακτικές τηλεοπτικών καναλιών, αλλά δεν νομίζω ότι βλάπτει μια επανάληψη (Ε), εν είδει μνημοσύνου, της ιστορίας που κατέγραψα πρώτη φορά τον Απρίλη του 2017, με αφορμή τη συμπλήρωση 12 χρόνων από τον θάνατο του Μάριου Τόκα.
 
Περιοδικό “Down Town”, τεύχος 696.