Είχα πρωτακούσει τη λέξη κοκτέιλ γύρω στο ’70, όταν οι θείοι που μόλις εγκαταστάθηκαν στο νέο τους σπίτι, διοργάνωσαν ένα τέτοιο πάρτι στον κήπο τους, με το γρασίδι, καινοτομία κι αυτό της εποχής. Ενθουσιάστηκα με την ιδέα και ονειρευόμουν ήδη, βουνά από τα αγαπημένα μου γλυκά, τα κοκ, τα οποία νόμιζα πως θα σερβίρονταν στο πάρτι. Μα εμείς τα παιδιά, ούτε καν οι ίδιοι οι γονείς μας δεν ήμασταν καλεσμένοι, γιατί το κοκτέιλ ήταν μόνο για… «επισήμους». 

Το άλλο πρωί βρήκα στην κουζίνα έναν ασημένιο δίσκο με μικροσκοπικά σαντουιτσάκια, που δεν θα έφταναν ούτε για να χορτάσουν οι κούκλες μου. Άλλα με αβγουλάκια, όπως αυτά της ρέγκας, τα οποία ονομάζονταν ρωσικό χαβιάρι και άλλα με μουχλιασμένα μπλε τυριά που έκαναν την κουζίνα να μυρίζει ποδαρίλα. Όλα διακοσμημένα με ένα φυλλαράκι μαϊντανού, που πάει παντού όπως και οι πολιτικοί μαϊντανοί. Στον δίσκο των γλυκών ούτε ένα κοκ, παρά μόνο μπουκίτσες που μύριζαν κονιάκ και λικέρ. Η γιαγιά, που για πρώτη φορά στα χρονικά της δεν κλήθηκε να κάνει τις κούπες και τα δάκτυλά της, έλεγε ολημερίς «Κάααημενή μου, τι άλλο εν να δουν τα μάτια μας». 

Τα μάτια μας είδαν πολλά από τότε. Είδαν τις παραλίες της πόλης μας να εξαφανίζονται από τα μάτια μας και πάνω στο κύμα να φυτρώνουν ξενοδοχεία και πολυκατοικίες. Τα περιβόλια μας με τις πορτοκαλιές και το τριφύλλι, όπου έβοσκαν αγελάδες και αρνάκια, έγιναν οικόπεδα, δόθηκαν αντιπαροχή και οι πρώην περιβολάρηδες και κτηνοτρόφοι άφησαν τα σπίτια τους με το πηγάδι στην αυλή, τα μποστάνια και τις κληματαριές και βρέθηκαν να βλέπουν τον κόσμο από ψηλά, από το στενό μπαλκονάκι της πολυκατοικίας τους. Με τα λεφτά τους αγόρασαν ακριβά αυτοκίνητα με τα οποία έκοβαν βόλτες πάνω-κάτω στις λεωφόρους και στην παραλιακή οδό. Είδαμε πολέμους και ξεριζωμούς. Οι συνοικισμοί με τα αντίσκηνα έγιναν σιγά-σιγά συνοικισμοί με σπίτια, για να μην τα παίρνουν οι βοριάδες. Με τον καιρό συνηθίσαμε το «Δεν ξεχνώ» και την τουρκική σημαία στον Πενταδάκτυλο. 

Συνηθίσαμε και τα κοκτέιλ πάρτι που γίνονται πλέον όχι απλά σε πρεσβείες και γάμους αλλά μέχρι και σε σχολικές γιορτές, σε εγκαίνια καταστημάτων και περιπτέρων. Περνάς μεσημέρι Σαββάτου από τη λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που κάπως ειρωνικά συνάπτεται της Γρίβα Διγενή, ή στρίβεις προς τη Σπύρου Κυπριανού και βλέπεις μες στη βαρυχειμωνιά ή υπό 40 βαθμούς το καλοκαίρι, ένα μαρκί ή μια τέντα, σαν πυραμίδα του Χέοπα. Ακούς εκκωφαντική μουσική και βλέπεις τραπεζάκια με φουρό παρανυμφούλας και πάνω σούσι, καναπεδάκια και μύγες να περιφέρονται και ο κόσμος να τσιμπολογά. Υπάρχει βέβαια και η «κουλτουριάρικη» εκδοχή των κοκτέιλ σε γκαλερί, σε εγκαίνια εκθέσεων, όπου το μόνο που δεν βλέπεις είναι τα έργα που εκτίθενται λόγω πολυκοσμίας. Εκεί με ένα ποτήρι στο χέρι το «φιλότεχνο» κοινό κόβει βόλτες και κουβέντες, βλέπει και το βλέπουν, ξεχνώντας προτού φύγει να ρίξει και μια ματιά στα εκθέματα. 

Έρχεται και ένα κουαρτέτο να παίξει τζαζ, που κάνουμε ότι μας αρέσει, αλλά κατά βάθος μας τη σπάει. Καταφθάνουν και οι παπαράτσι των κοσμικών περιοδικών. Μόνο που αντί να τρέχουν αυτοί για να βγάλουν φωτογραφίες τις προσωπικότητες –αφού δεν διαθέτουμε– είναι οι κυρίες που τους τρέχουν από πίσω και τους καλοπιάνουν για να τις τραβήξουν μια φωτογραφία. 
Οι μικρές μας ζωές περνούν καθημερινά από τις μεγάλες λεωφόρους και τους δρόμους που φέρουν τα ονόματα των μεγάλων μας ηγετών! Κάνουμε κύκλους γύρω από την πόλη, από τους εαυτούς μας και από τις ίδιες καφετέριες, σαν χρυσόψαρα στη γυάλα μας. Εξυπηρετούμε τους τουρίστες, πουλούμε τη γη μας σε ξένους, με αντάλλαγμα αυτοί να αποκτήσουν ευρωπαϊκό διαβατήριο και ταυτότητα κι εμείς να χάνουμε τη δική μας.

Έχουμε γίνει «ένα απέραντο ξενοδοχείο» με καθημερινά «happy hours». Τώρα όμως σας αφήνω. Πρέπει να τρέξω να προλάβω τα τρία κοκτέιλ στα οποία είμαι καλεσμένη σήμερα…

[email protected]