Ο Βρετανός καλλιτέχνης που έχει τοποθετήσει από τον περασμένο Μάιο τα γλυπτά του σε μια εικαστική παρέμβαση στη Δήλο, παρουσιάζει εδώ και λίγες μέρες στο Royal Academy of Arts στο Λονδίνο, ένα μεγάλο δείγμα δουλειάς του που θα ταξιδέψει το κοινό 4 δεκαετίες πίσω στο χρόνο.
 
Εκτεταμένη, υψηλού κόστους και μνημειώδης παραγωγή: με αυτές τις λέξεις θα μπορούσε να περιγράψει κανείς το σύνολο των έργων του Antony Gormley που παρουσιάζονται αυτό τον καιρό στη βρετανική πρωτεύουσα. Χαρακτηριστικές οι διάσημες μορφές του σώματος, βασισμένες οι περισσότερες στο δικό του αθλητικό τύπο που χρησιμοποίησε για καλούπι και που είναι σε κάθε τοπίο που επιλέγει να τοποθετηθούν, κυρίαρχες. Τα γλυπτά του Βρετανού καλλιτέχνη, που έχουν πια εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, οι εγκαταστάσεις και τα δημόσια έργα τέχνης που φιλοτεχνεί διερευνούν τη σχέση του ανθρώπινου σώματος με το χώρο. Αυτή ακριβώς είναι και η έρευνα του Antony Gormley, ανοίγοντας ένα διάλογο ανάμεσα στην τέχνη και τη γλυπτική αναζητώντας ένα χώρο στον οποίο μπορούν να υπάρξουν νέες σκέψεις, συμπεριφορές και συναισθήματα. 
 
 
Η φύση και τα στοιχεία της, το σώμα και η ύλη, η μετακίνηση των ανθρώπων και η εξέλιξή τους, τον οδηγούσαν ανέκαθεν σε μια βαθιά εξερεύνηση της σχέσης μεταξύ χώρου και ανθρωπίνου σώματος. Από πολύ νωρίς βέβαια, θέλησε να διαχωρίσει τα δικά του έργα από τη δημιουργία αγαλμάτων. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να θέτω ερωτήματα για το ρόλο της φύσης του χώρου μέσα στον οποίον τα ανθρώπινα όντα κατοικούν. Αυτό που θέλω να δείξω είναι το μέρος όπου βρίσκεται το σώμα και όχι να παρουσιάσω το σώμα αυτό καθεαυτό.» Μάλιστα, οι εικαστικές του αναζητήσεις πολλές φορές επαναπροσδιορίζουν τον φυσικό χώρο που εκτίθενται τα γλυπτά του.
Tα μεγάλα πρότζεκτ του Antony Gormley που έχουν τοποθετηθεί από τα τέλη του Σεπτέβρη στις αίθουσες του Royal Academy of Arts στο Λονδίνο, (με εξαίρεση το μικρό Iron Baby στην αυλή του εκθεσιακού χώρου -ένα μικρό μωρό από μαύρο σίδερο που κοιμάται στο πάτωμα και που θα μπορούσε να μοιάζει με βόμβα), χαρακτηρίζονται από την ήρεμη αύρα που καταφέρνει να δίνει σε κάθε του εγκατάσταση. Αν και τα καινούρια έργα του είναι λίγα, τίποτα δεν μοιάζει να είναι παλιακό. Αντίθετα η έκθεση αποπνέει φρεσκάδα και ζωντάνια. Κάθε ένα εντυπωσιακό και μεγαλειώδες δημιούργημά του έρχεται σε μοναδική ισορροπία με το χώρο που τοποθετήθηκε, απόδειξη για την επιμελητική ευαισθησία του Gormley.  
Ενδιαφέρον στη συγκεριμένη έκθεση παρουσιάζει και μια επιβλητική κατασκευή το Clearing VII (2019) αποτελούμενη από ένα σύρμα οκτώ χιλιομέτρων από μαύρο αλουμίνιο, στο οποίο ο θεατής καλείται να σκαρφαλώσει γύρω και μέσα σ’ αυτό χωρίς να σκοντάψει. Να κινηθεί με άλλα λόγια ανάμεσά του και να γίνει απαραίτητο κομμάτι του.  
 
Ο Βρετανός εικαστικός που σήμερα θεωρείται από τους επιδραστικότερους και πιο σημαντικούς της βρετανικής εικαστικής σκηνής, γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου το 1950. Ο πατέρας του ήταν ιρλανδικής καταγωγής και η μητέρα του Γερμανίδα. Ο Antony Mark David Gormley, όπως ονομάστηκε ήταν ο μικρότερος από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Φοίτησε από το 1968 έως το 1971 στο Ampleforth College αρχαιολογία, ανθρωπολογία και στη συνέχεια ιστορία της τέχνης στο Trinity College. 
Τα πρώτα λεφτά που μάζεψε ζωγραφίζοντας τοιχογραφίες σε νυχτερινά κέντρα, τα έδωσε για να κάνει ένα σημαδιακό -όπως φάνηκε λίγα χρόνια αργότερα- ταξίδι στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα. Εκεί γνώρισε και μελέτησε τις θεωρίες του διαλογισμού και έκανε σοβαρές σκέψεις να γίνει Βουδιστής Μοναχός. Τελικά μέσα από πολλές περιηγήσεις, αλλά και εσωτερικές περιπλανήσεις αποφάσισε να κάνει αυτό που ονειρευόταν περισσότερο: να γίνει καλλιτέχνης. Έτσι, επιστρέφοντας από την Ινδία, ξεκίνησε να σπουδάζει Καλές Τέχνες στα Goldsmiths College και Slade School of Art, από όπου αποφοίτησε το 1979. 
Οι σπουδές του τον έφεραν σε επαφή με τον κόσμο της τέχνης, αλλά και με καλλιτέχνες όπως οι Michael Craig-Martin και Barry Flanagan. Παρόλα αυτά η αρχαιολογία και η ανθρωπολογία ήταν αυτές που τον βοήθησαν να μελετήσει και να κατανοήσει βαθύτερα τις κοινωνικές δομές, κάτι που επηρέασε ολοκληρωτικά το έργο του.
Στο Slade γνώρισε τη ζωγράφο Vicken Parsons που θα έμελλε να γίνει η μετέπειτα συζυγός του. Η Parsons η οποία ήταν αρχικά βοηθός του, επηρέασε όπως είπε πολλές φορές ο ίδιος, σημαντικά το έργο του.  
Το 1981 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί Whitechapel. Τότε ήταν που η δουλειά του απαντούσε όλο και περισσότερο ερωτήματα για τη σχέση του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης φύσης.  Έκανε έτσι το πρώτο του σώμα για το σύνολο του έργου «Three Ways: Mould, Hole and Passage» (συλλογή Tate). Όπως προχωρούσε πειραματιζόταν με διάφορα υλικά και τοποθετούσε την ανθρώπινη φιγούρα σε διάφορες θέσεις (σκυφτή, να στέκεται, να γονατίζει, να ξαπλώνει), μερικές φορές στρεβλώνει την ανθρώπινη μορφή (όπως επιμηκύνοντας τα χέρια) ή αντικαθιστώντας τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά με άλλα αντικείμενα. Καθώς οι επισκέπτες στις γκαλερί σταματούσαν να εξετάσουν τα γλυπτά, φαίνονταν οι ίδιοι να παρατηρούν αλλά και να τους παρατηρούν. 
 
Λίγο αργότερα η πορεία του Gormley πήρε άλλη στροφή όταν άρχισε να τοποθετεί τις γυμνές σε ανθρώπινο μέγεθος φιγούρες του σε εξωτερικούς χώρους. Τα φυσικά περιβάλλοντα ενίσχυσαν με αυτό τον τρόπο την ευθραυστότητα της ανθρώπινης μορφής και κάπως άλλαξαν τα φιλοσοφικά ερωτήματα που προκαλούσαν τα έργα του.
Για το έργο του Another Place (1997) στο Crosby (Merseyside) της Μεγάλης Βρετανίας για παράδειγμα, ο Gormley έφτιαξε 100 φιγούρες από σίδερο τις οποίες τοποθέτησε εξωτερικά σε απόσταση 3,2 χιλιομέτρων. Για το έργο 6 Times (2010 Εδιμβούργο) έφτιαξε έξι φιγούρες κατά μήκος του Water of Leith: τέσσερις από αυτές ήταν σχεδόν βυθισμένες στο νερό, μία θαμμένη στην ξηρά και άλλη μία στο τέλος μιας παλιάς αποβάθρας να κοιτά το ποτάμι.
Το γεγονός πως χρησιμοποιεί το δικό του σώμα για καλούπια σε πολλά έργα του δεν είναι τυχαίο, αφού για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να μείνει ακίνητος για δυο περίπου ώρες. «Είναι η πλησιέστερη εμπειρία που έχω σε σχέση με την ύλη καθώς και το μοναδικό μέρος του υλικού κόσμου στο οποίο ζω μέσα.»
Ο Gormley έχει βραβευθεί με μερικές από τις πιο αναγνωρισμένες εικαστικές διακρίσεις παγκοσμίως όπως το βραβείο Turner το 1994, το Southbank για την Εικαστική Τέχνη το 1999, το βραβείο Bernhard Heiliger για τη γλυπτική το 2007, το Obayashi το 2012 και το Praemium Imperiale το 2013. Είναι επίτιμος συνεργάτης του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων, Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και συνεργάτης της Trinity και του Jesus College, Cambridge.
Στις 13 Μαρτίου 2011, του απονεμήθηκε το βραβείο Laurence Olivier για το σκηνικό που σχεδίασε για την Babel (Words) στο Sadler’s Wells σε συνεργασία με τους Sidi Larbi Cherkaoui και Damien Jalet.
* Antony Gormley, Royal Collage of Arts, Λονδίνο μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου. 
 
 

Το 2006 στην Μπιενάλε του Σίδνεϊ παρουσίασε 180.000 πήλινα ειδώλια που εφτιαξαν 350 Κινέζοι χωρικοί σε πέντε μέρες. Αυτό προκάλεσε διαμαρτυρίες για την εκμετάλλευση εργασίας και μερικά από αυτά μάλιστα κλάπηκαν. 

Το 2007 το διάσημο γλυπτό του Event Horizon εγκαταστάθηκε σε διάφορες τοποθεσίες γύρω από τη Madison Square στη Νέα Υόρκη. 
 
Το καλοκαίρι του 2009 εγκατέστησε στην πλατεία Τραφάλκαρ το One & Other. Το έργο αυτό τράβηξε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών όσο λίγα, προκάλεσε πολλές συζητήσεις γύρω από το performance και τη ζωντανή τέχνη, αφού ζητούσε από το κοινό να περάσει μια ώρα σε μια κενή πλίνθο.  
Τον περασμένο Μάιο εγκαινιάστηκε η έκθεση SIGHT με 29 ανθρώπινες γλυπτές μορφές από σίδηρο και σε φυσική κλίμακα οι οποίες συμμετείχαν στην πρώτη έκθεση σύγχρονης τέχνης, που πραγματοποιείται μέχρι τις 31 Οκτωβρίου στη Δήλο, στον κορυφαίο αρχαιολογικό χώρο και μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.  
 
Φιλgood, τεύχος 241.