ΗΤΑΝΕ 32 ΕΤΩΝ ο Μάρκος Τούλλιος Κικέρων, σπουδαίος Ρωμαίος πολιτικός και ρήτορας, όταν, 74π.Χ., το Ελληνιστικό Βασίλειο τής Βιθυνίας «κληροδοτήθηκε» στη Ρώμη! Και θα θυμόταν ίσως, όταν παιδί ακόμα στα δέκα, την ίδια τύχη είχε η Κυρήνη, τών Πτολεμαίων, που κληροδοτήθηκε, από τον βασιλιά της, Πτολεμαίο τον Απίωνα, πάλι στους Ρωμαίους! Και γνώριζε βεβαίως, ότι αρχή σ’ αυτές τις παρακμιακές ενέργειες, είχε κάνει (133π.Χ.) 27 χρόνια πριν γεννηθεί ο ίδιος, το μεγάλο ελληνιστικό βασίλειο τής Περγάμου, που κι αυτό «κληροδοτήθηκε» από τον Άτταλο στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία! Από τη μια τα γεγονότα αυτά έκαναν βέβαια περήφανο για την πατρίδα του τον νεαρό Κικέρωνα, από την άλλη όμως τον γέμιζαν και απογοήτευση και θλίψη, για ό,τι εκ νεότητός του πάντα εκτιμούσε: Τους Έλληνες που, αιώνες πριν, δημιούργησαν τον μεγαλειώδη ελληνικό κλασικό πολιτισμό, τον οποίο και απεριόριστα θαύμαζε ο ίδιος. 
 
ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ΣΥΝΕΠΩΣ την έσχατη παρακμή τών σύγχρονών του Ελλήνων, και κυρίως την έσχατη ανυποληψία στην οποία οδήγησαν τον εαυτό τους και το γένος τους, (μέχρι να «κληροδοτούν» τις πατρίδες σε αλλόφιλους) τού φαινόταν αδιανόητο να ονομάζει εκείνα τα «ανθρωπάκια», με το ίδιο όνομα που είχαν και τα ινδάλματά του, οι παλαιόθεν «μεγάλοι» Έλληνες. Ως «μικρούς» πια Έλληνες, τους έδωσε και το ανάλογο όνομα: «Γραικύλοι»! (Graeculus = μικρός Γραικός), δηλ. «ελληνίσκοι» ή «ελληνάρια» ή και «ελληνίδια». Γραικύλος συνεπώς ήταν ο ανυπόληπτος Έλληνας, που με την ανάρμοστη συμπεριφορά και τα ελαττώματά του, προσέβαλε τη λαμπρή ιστορική μνήμη τών μεγάλων προγόνων του…
 
ΩΣ ΟΡΟΣ ΛΟΙΠΟΝ, από Κικέρωνα μέχρι και τον τρίτο μ.Χ. αιώνα, μειωτικός και εξόχως περιφρονητικός, επεκράτησε ως χαρακτηρισμός, για τους παρηκμασμένους Έλληνες πρόγονούς μας, το «Γραικύλος». Καθιερωμένος δε, σήμαινε αργότερα τον χαμερπή άνθρωπο, που μηχανορραφίες, δολιότητα, ραθυμία, φλυαρία, απρέπεια, ήσαν «αρετές» του! Ιδίως όμως η έμφυτη επιτηδειότητά του. Διότι, και παρά τις άλλες κακίες του, ο Έλληνας πάντα ξεχώριζε από τον αμαθή Ρωμαίο, στην ευρύτητα τών γνώσεών του: Προσφιλής έκφραση, τού ίδιου, αν καλά το θυμάμαι, τού Κικέρωνα, ήταν πως: «Τα πάντα γνωρίζει ο πειναλέος Γραικύλος, και στο φεγγάρι να τον στείλεις, αυτός πηγαίνει!» Γεγονός που είναι και τραγικότερο: Διότι, κι ας έχει τέτοιες σπάνιες ικανότητες, ο τότε Έλληνας, παραμένει μολοντούτο ένας Γραικύλος…
 
ΕΔΩ ΟΜΩΣ ΚΡΥΒΕΤΑΙ και ό,τι χαρακτηρίζει ως ιδιοπροσωπία τον σπάνιο αυτό λαό: Ότι, κι αν το ποτέ «σοφιστικό» παραστράτημά του, για το «ιδιάζειν» δηλ., να εγκαταλείψει την παλαιόθεν ελληνότροπη και ελληνογενή αρετή τού «κοινωνείν», τον οδήγησε στην έσχατη παρακμή στο τέλος τής πρώτης π.Χ. χιλιετίας, δεν έπαυε εντούτοις να έχει βαθιά στο πνεύμα του, (αυτό που πιθηκίζοντας κι εμείς λέμε βλακωδώς, DNA) έστω και υπνόττουσα, διατηρημένη την, από καταβολών τού γένους του, έφεση «αναζήτησης τού αληθούς»! Γι’ αυτήν ακριβώς την εσώτερη αρετή του, παρότι παρηκμασμένος, μπόρεσε, μόνος αυτός, να «αναγνώσει» ό,τι κόμιζε ως ευ-αγγέλιο ο Χριστός στον κόσμο: Μια νέα εκδοχή αναζήτησης (εκείνου) τού «αληθούς», και έκτοτε (τέταρτος αιώνας) ως ανορθωμένος γίγας, όχι μόνο υπέταξε τη Ρώμη, αλλά και γέννησε νέο (τέταρτο!) μεγάλο, επίσης υπέρλαμπρο, και χιλιόχρονο τώρα, τον πολιτισμό τής Ρωμανίας!*1
 
Ο ΙΔΙΟΣ ΟΜΩΣ όρος, εκείνου τού «Γραικύλου», με αντίθετη όμως έννοια, επανέρχεται αργότερα στη ζωή τού γένους τών Ελλήνων, μετά την ξένη κατάκτηση, τής τουρκοκρατίας κυρίως αλλά, εν μέρει, και τής φραγκοκρατίας –ακριβέστερα εξ αιτίας τής φραγκοκρατίας– με το «κίνημα», αν επιτρέπεται ο όρος, τών καλούμενων θωμιστών,*2 επεκτείνεται δε και κυριαρχεί με τη δημιουργία τού ελεύθερου ελληνικού κράτους μετά το 1821! Είναι όσοι «δυτικοσπουδασμένοι» Έλληνες, «πεφωτισμένοι» δε από την ευρωπαϊκή άκρατη χρησιμοθηρία, λησμόνησαν ό,τι αναλλοίωτο είχε κομίσει στον ανθρώπινο πολιτισμό ο πανάρχαιος ελληνικός τρόπος. Αναλαμβάνοντας δε να διαφωτίσουν τους «αφώτιστους» ημεδαπούς, πάσχιζαν να ανατρέψουν τα πατρογονικά ήθη, πίστης, φιλοπατρίας, την ίδια τη ζώσα λαϊκή παράδοση! Είναι όσοι αριστοτεχνικά περιγράφει ο Παπαδιαμάντης: «Γραικύλος της σήμερον είναι αυτός, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην»… «ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας».
 
ΑΥΤΑ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ τότε! Σήμερα οι «νάνοι» εκείνοι, έχουν κονικλωδώς πληθυνθεί. Και δεν είναι μονάδες, ως οι τότε Σαρίπολος και Κουμανούδης, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι! Τώρα, «εκσυγρονισμένοι» και ιδίως «εξευρωπαϊσμένοι», ίδιοι γυμνοσάλιαγκες, έχουν αναρριχηθεί παντού, σε κάθε «προπύργιο» τής πόλης: Από τα «εκπαιδευτήρια», μέχρι και τις «εσωτερικές σελίδες» τών μέσων «ενημέρωσης τού πολίτη». Αυτοπροσδιοριζόμενοι δε και παντογνώστες, διαπρέπουν σε εξοργιστική ημιμάθεια και καταιγιστική ακρισία. Όντως νάνοι! Όχι όμως που «ανορθούνται επ’ άκρων ονύχων» προκειμένου να φανούνε «γίγαντες», αλλά ανεβασμένοι γι’ αυτό στο πλησιέστερο σκαμνάκι… 
 
ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ διαφορά: Ο Γραικύλος τότε αναγνώριζε την οικτρή του παρακμή, από το, που το αναγνώριζε, μεγάλο έθνος του! Γι’ αυτό και δυνήθηκε, συνεγειρόμενος, να αναγεννήσει πολιτισμό. Ενώ οι σύγχρονοι Γραικύλοι, περιφρονητές τού έθνος των, έχασαν τέτοια ελπίδα: Δεν είναι καν οι «Ελληνώνυμοι» τού Γιανναρά. Είναι απλώς «Υστεροέλληνες»…
 
* Διδάκτωρ ΕΑΠ.
 
 *1.Μόνος ίσως που συνέλαβε αυτόν ειδικά τον τελικό ρόλο τού Γραικύλου, είναι, βραβευμένος με Νόμπελ, ο Πολωνός συγγραφέας Χαίνρικ Σαίκεβιτς, στο μυθιστόρημά του, «Qvo vadis», με τον αρχικά ευτελή Γραικύλο, και αναπάντεχο αργότερα, γίγαντα στο «μαρτύριο», Σίμωνα Σιμωνίδη. 
*2.Όσων δηλ. εκστασιάζονταν από τα, ανελλήνιστα, καθώς απέδειξε ο Γρηγόριος Παλαμάς, νοησιαρχικά μηχανεύματα τού Ακινάτη.