Τον τελευταίο μήνα έχω κάνει δύο έρευνες στον κατεχόμενο βορρά. Η μία αφορούσε τη διείσδυση του τουρκικού χρήματος στην τουρκοκυπριακή οικονομία και η δεύτερη επιχείρησε να καταγράψει την επίδραση των θρησκευτικών σχολείων και της συστηματικής διδαχής του κορανίου σε παιδιά του λυκείου. Προφανής στόχος της Άγκυρας να εδραιώσει ακόμα περισσότερο την κυριαρχία της επί του τοπικού πληθυσμού, να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη και να απομακρύνει ακόμα περισσότερο τις δύο μεγαλύτερες σε πληθυσμό κοινότητες του νησιού.

Συζήτησα με αρκετούς Τουρκοκύπριους, κάποιοι μίλησαν επώνυμα, άλλοι ανώνυμα. Όλοι, όμως, εξέφρασαν ανησυχία για τη θηλιά με την οποία σφίγγει σταθερά η Τουρκία τους ίδιους και τον τόπο. Η οικονομική εξάρτηση αλλά και η επίμονη προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να αλλάξει, μέσω του Ισλάμ, τον κοσμικό χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας ανησυχούσαν και ανησυχούν έντονα τους συνομιλητές μου. Είχαν μια μόνιμη επωδό. Εξέφραζαν αγωνία για την αδυναμία των Κυπρίων να συνεννοηθούν και να λύσουν το πολιτικό τους πρόβλημα. Η διευθέτηση του Κυπριακού, μου επεσήμαναν, είναι η μόνη ρεαλιστική οδός για να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας. Όλοι, μάλιστα, απηύθυναν έκκληση προς τους Ελληνοκύπριους, πολιτικούς και πολίτες, να μην εγκαταλείψουν την προσπάθεια συνεννόησης, ειδικά μετά την κατάρρευση της τελευταίας προσπάθειας λύσης στο Κραν Μοντάνα.

Οι περισσότεροι συνομιλητές μου δεν είναι ακραίοι εθνικιστές. Τους άκουγα, λοιπόν, να βγάζουν ένα παράπονο. Να θεωρούν ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν τους θέλουν, ότι δεν επιθυμούν την επανένωση. Και δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι οι φίλοι βιώνουν μια παραδοξότητα. Θέλουν να τους εμπιστευθούν οι Ελληνοκύπριοι, να τους φερθούν ισότιμα, να καταλάβουν την ανάγκη τους να βάλουν κι αυτοί σφραγίδα στη διακυβέρνηση του νησιού, να ξαναγίνουν μέρος ενός αναγνωρισμένου κράτους. Και ταυτόχρονα θεωρούν φυσική την αξίωση της πολιτικής τους ηγεσίας να παραμείνει το νησί, τουλάχιστον το μισό, υπό τον έλεγχο της Τουρκίας. 

Θεωρούν λογική την αξίωση να κρατήσουν όσο περισσότερα από τα εδάφη που κέρδισαν με την εισβολή και να επιστρέψουν όσο λιγότερες περιουσίες γίνεται σε Ελληνοκύπριους εκτοπισμένους. Δεν αντιδρούν στη διαχρονική επιμονή των διαπραγματευτών τους (και του Μουσταφά Ακιντζί) να υπάρχει ουσιαστικά δικαίωμα βέτο στη λήψη αποφάσεων κάθε βασικού ομοσπονδιακού θεσμικού οργάνου. Δεν δείχνουν να προβληματίζονται ότι με αυτό τον τρόπο θα φτιάξουμε ένα κράτος που αδυνατεί να λειτουργήσει με αξιοπιστία στην ΕΕ και ευρύτερα στο διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι.

Παραδοξότητα, βέβαια, βιώνουμε κι εμείς. Φωνάζουμε παντού ότι συνομιλητής μας είναι η Τουρκία και όχι οι Τουρκοκύπριοι και δεν καταλαβαίνουμε ότι με αυτό τον τρόπο αποξενώνουμε εντελώς τους ανθρώπους με τους οποίους υποτίθεται ότι θα κάνουμε χωριό σε ομοσπονδιακό κράτος. Άσε που κατά βάθος δεν πολυπιστεύουμε ότι είναι αναγκαία η πολιτική ισότητα, ενώ τους τελευταίους μήνες ακούγεται όλο και μεγαλύτερη αμφισβήτηση στο μοντέλο διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας που έχουμε εδώ και πολλά χρόνια αποδεχθεί.

Χωρίς αμφιβολία, για να λυθεί το Κυπριακό θα πρέπει να κάνει κινήσεις και σαφείς υποχωρήσεις η Τουρκία. Δεν κερδίζουμε, όμως, τίποτα με το να απομακρυνόμαστε, άθελα ή ηθελημένα, από τους Τουρκοκύπριους κι εκείνοι από εμάς. Μόνο αν συνεννοηθούμε μεταξύ μας, φτιάξουμε ένα πλάνο για την πατρίδα μας και το διεκδικήσουμε από κοινού, θα πείσουμε τη διεθνή κοινότητα ότι είμαστε σοβαροί, ότι πραγματικά θέλουμε λύση. Μόνο έτσι θα εξουδετερωθεί το επιχείρημα της Τουρκίας ότι είναι προστάτης-φύλακας στο νησί.