Κάθε πρωί στις εννέα ακριβώς, την ώρα που στη σχολή αρχίζει το μάθημα και οι φοιτητές τακτοποιούνται στα θρανία, η ηλικιωμένη κυρία ανοίγει τα τζάμια και τις περσιάνες για να μπει φως και ν’ αεριστεί το σπίτι. Όσο και αν οι σπουδαστές και οι καθηγητές συνήθισαν στον πρωινό γδούπο, αυτόματα κι ασυναίσθητα γυρίζουν το κεφάλι προς το απέναντι μπαλκόνι, όπου με το αεράκι τα παραθυρόφυλλα κτυπούν και τρίζουν, μέχρι αυτή να βγει έξω για να τα στερεώσει. Φορεί μια βελούδινη ρόμπα σε χρώμα πορφύρας, μοιάζοντας με βυζαντινή αυτοκράτειρα, αλλά αντί για κορώνα φοράει μπικουτί στα μαλλιά. Ακουμπώντας στην κουπαστή κάνει την πρόγνωση του δελτίου καιρού της ημέρας, κοιτώντας τον ουρανό, μετρώντας τα συννεφάκια ή την πυκνότητά τους, απλώνοντας το χέρι της για να δει πόσο κρύο κάνει ή αν φυσά. Η προσοχή της στρέφεται στη συνέχεια κάτω στον δρόμο. Περιεργάζεται τους περαστικούς, κοιτάζει αν φορούν μπουφάν ή αν κρατούν ομπρέλα. Τους μετεωρολόγους δεν φαίνεται να τους εμπιστεύεται. 

Αμέσως μετά επιστρέφει κρατώντας ένα ποτιστήρι για τις γλάστρες της. Το παράδοξο είναι πως σε αυτές φυτρώνουν κάκτοι, το μόνο φυτό που ευδοκιμεί στην ξηρασία της ερήμου και δεν χρειάζεται νερό. Η κυρία εντούτοις ανατρέπει τους νόμους της φύσης εφόσον οι κάκτοι της επιζούν ακόμη και του καθημερινού κατακλυσμού στον οποίο τους υποβάλλει. Μέχρι να τους ποτίσει όλους κάνει τρεις φορές τη διαδρομή κουζίνα-μπαλκόνι. Οι περισσότεροι φοιτητές της σχολής εκμάθησης ισπανικών έρχονται από βόρειες χώρες και βλέπουν για πρώτη φορά στη ζωή τους κάκτους που τώρα την άνοιξη είναι ολάνθιστοι με λουλούδια θαυμαστά. 

Σε περίπου μισή ώρα επανεμφανίζεται πάλι η κυρία σε γκρο-πλαν στο διπλανό τζαμωτό μπαλκόνι, ντυμένη κομψά και έχοντας τα μαλλιά της χτενισμένα και φουντωτά σαν κράνος γύρω από το κεφάλι, λες και είναι έτοιμη να βγει ή περιμένει κάποιον ξένο. Μόνο που δεν βγαίνει ποτέ ούτε δέχεται επισκέψεις. Προγευματίζει ακούγοντας ραδιόφωνο, αλείφοντας με βούτυρο και μαρμελάδα ντομάτας τις τοστάδες της και πίνοντας τον καφέ της. Τα δρομάκια της παλιάς πόλης είναι τόσο στενά που νομίζεις πως αν απλώσεις τα χέρια σου μπορείς να κάνεις χειραψία μαζί της, γι αυτό και η μυρωδιά του καφέ και των τοστ φτάνουν μέχρι τη σχολή όπως και οι ήχοι του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που παρακολουθεί καθισμένη στην πολυθρόνα στην τζαμαρία της, μέχρι και τις 11.30 που έρχεται το παιδί με τα ψώνια. Τότε συμμαζεύει την κουζίνα και αρχίζει το μαγείρεμα ενώ οι αίθουσες διδασκαλίας λούζονται με μυρωδιές από σκόρδα και κρεμμύδι. Στις μία κλείνει η σχολή και μαζί η πρωινή παράσταση «Τα πρωινά στο σπίτι της κυρίας». 

Το μάθημα άρχισε εκείνη τη Δευτέρα στις εννέα όπως πάντα, μα το μπαλκόνι παρέμεινε κλειστό και οι κάκτοι απότιστοι αφού η κυρία δεν άνοιξε τις περσιάνες και δεν εμφανίστηκε. Η απουσία της δεν πέρασε απαρατήρητη μα οι φοιτητές υπέθεσαν πως ίσως να την επισκέφθηκαν τα παιδιά της και να την πήραν μαζί τους. Μόνο ο νεαρός με τα ψώνια ανησύχησε όταν την Τρίτη διαπίστωσε πως οι σακούλες της Δευτέρας που είχε ανεβάσει, όπως κάθε πρωί, βρίσκονταν ακόμη έξω από την πόρτα της και αφού κτυπούσε το κουδούνι και το τηλέφωνο χωρίς ανταπόκριση ειδοποίησε την αστυνομία.

Οι σειρήνες ενός ασθενοφόρου που σταμάτησε στη γωνία, εφόσον δεν χωρούσε να μπει στο στενό σοκάκι, διέκοψαν το μάθημα και οι φοιτητές κατέβηκαν στον δρόμο. Από το κτίριο απέναντι έβγαλαν πάνω σ’ ένα φορείο την κυρία, ντυμένη με την πορφυρένια της ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά. Είχε γλιστρήσει και παρέμεινε στο δάπεδο με τα μωσαϊκά για δύο μέρες αφού δεν μπορούσε να σηκωθεί ή να συρθεί μέχρι το τηλέφωνο. Επέζησε χάρη στο νερό από το ποτιστήρι που προοριζόταν για τους κάκτους, δίπλα στο οποίο είχε πέσει.

Πριν την πάρει το ασθενοφόρο παρακάλεσε το παιδί με τα ψώνια να της ποτίζει τους κάκτους μέχρι αυτή να επιστρέψει σπίτι, δίνοντάς του τα κλειδιά της. Το άγνωστο αγόρι ήταν ίσως ο πιο κοντινός της άνθρωπος στη μεγαλούπολη, ο μόνος που συναντά καθημερινά από τότε που έφυγε από τη ζωή ο άντρας της. Μαζί του ανταλλάζει κάθε πρωί κάποιες κουβέντες για τον καιρό, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις τιμές του πετρελαίου και των ζαρζαβατικών που αυξήθηκαν επίσης. Οι κάκτοι είναι η μόνη της συντροφιά και οι φοιτητές της σχολής οι μόνοι θεατές και μάρτυρες της κλειστής αθέατης ζωής της. Γι αυτό ίσως και της αρέσει να κτυπά με κρότο τα παράθυρα, ώστε αυτοί να γυρίζουν προς το μέρος της. Είναι η μόνη της παρέα το πρωί, την ώρα που κτυπά εννέα φορές το μεγάλο ρολόι της γειτονικής εκκλησίας της Santa Cruz.

[email protected]