«Και ο Επίκουρος λέει: Αρχή και ρίζα κάθε αγαθού είναι η ηδονή της κοιλιάς (ἀρχὴ καὶ ῥίζα παντὸς ἀγαθοῦ ἡ τῆς γαστρὸς ἡδονή). Ακόμα και όσα είναι σοφά και περισσεύουν αναφέρονται σε αυτήν». Αθηναίος Δειπνοσοφισταί 7. 11 

Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί πολεμήθηκε τόσο πολύ ο Επίκουρος. Μπορεί η θεωρία του για την ηδονή να έγινε κατανοητή από τους μαθητές του, αλλά όλοι όσοι δεν είχαν εντρυφήσει στην Επικούρεια φιλοσοφία αποφάσισαν να προσδώσουν μια μονοσήμαντη ερμηνεία της ηδονής, ως της υπερβολής στις σωματικές απολαύσεις. Ήδη, η ηδονή ως σκοπός της ζωής, έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο με τον μαθητή του Σωκράτη, Αρίσταρχο, και την Ηδονιστική σχολή, όπως και με τη θεωρία του Ευδόξου, την οποία εξετάζει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Ο Αθηναίος αναφέρει τον Επίκουρο, συμπληρώνοντας το παζλ της ηδονής: «Δεν μπορώ να διανοηθώ το αγαθό, αν αφαιρέσω την ηδονή των γεύσεων (τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς), των σαρκικών απολαύσεων (δι᾽ ἀφροδισίων), των ακροαμάτων, των κινήσεων μιας μορφής ευχάριστης στην όραση». Αθηναίος Δειπνοσοφισταί 7.11 

Ο Αθηναίος για να ενισχύσει την άποψη του στους Δειπνοσοφιστές παραθέτει τα λόγια του Αγγελιαφόρου στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Ο βασιλιάς Κρέων τον οποίο «ζηλεύαμε» έχασε τα πάντα:«Και πριν τον Επίκουρο, ο τραγωδοποιός Σοφοκλής στην Αντιγόνη είπε αυτά για την ηδονή: 

Και τώρα τα έχασε όλα. Γιατί, τις ηδονές

όταν αφήνει ο άνθρωπος, δεν θεωρώ πως ζει, 

αλλά αν και ζωντανός πιστεύω πως νεκρός είναι.

Και μάζευε στο σπίτι σου, αν θέλεις, πολλά πλούτη,

Και σαν βασιλιάς ζήσε, αλλά αν λείπει απ’ όλα 

η χαρά, για τα άλλα εγώ ούτε σκιά καπνού 

δεν χαραμίζω, μπροστά στου ανθρώπου την ηδονή». (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 1165-71)

Αθηναίος Δειπνοσοφισταί 7.11 546e-f

Σε τι διαφέρει ο θάνατος από τη ζωή; Η ζωή είναι γλυκιά. Ωστόσο, όταν ο Επίκουρος μιλάει για τις σωματικές ηδονές και την εκπλήρωσή τους, δεν αναφέρεται στην υπερβολή τους, αυτό είναι σαφές. 

«Όταν λοιπόν λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και αυτές που βρίσκονται στις απολαύσεις, όπως νομίζουν κάποιοι που αγνοούν και δεν συμφωνούν ή εκλαμβάνουν κακώς όσα λέμε, αλλά το να μην πονάει το σώμα και να είναι η ψυχή ατάραχη». Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα, 131-132

Ποιος θέλει να υποφέρει, να νιώθει πόνο, να λυπάται; Η εκπλήρωση λοιπόν της ηδονής είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη ζωή. Ο Αριστοτέλης έχει ήδη αναγάγει αυτού του είδους τις ηδονές, σε αναγκαίες. Αναρωτιέται στα Ηθικά Νικομάχεια: «Ή μήπως είναι καλές οι αναγκαίες ηδονές, όπως αυτό που δεν είναι κακό είναι καλό; Ή είναι καλές ως ένα σημείο; […] Σε όσες έξεις και κινήσεις δεν υπάρχει υπερβολή του καλού δεν υπάρχει και της ηδονής του. Και σε όσες υπάρχει, υπάρχει και της αντίστοιχης ηδονής. Υπάρχει λοιπόν και η υπερβολή των σωματικών αγαθών, και ο φαύλος είναι αυτός που επιδιώκει την υπερβολή στις ηδονές, αλλά όχι τις αναγκαίες. Γιατί όλοι χαίρονται και τα εδέσματα (ὄψοις) και τα κρασιά και τις ερωτικές ηδονές, αλλά όχι όπως πρέπει». ΗΝ VII 15

Η ηδονή δεν είναι πάντοτε αναγκαία. Ηδονές και πόνοι πρέπει να συμμετρώνται: «Και επειδή αποτελεί το πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό, γι’ αυτό δεν επιλέγουμε κάθε ηδονή, αλλά τότε παραλείπουμε πολλές ηδονές, όταν αυτές συνεπάγονται περισσότερες δυσκολίες. Και πολλούς πόνους τους θεωρούμε καλύτερους από τις ηδονές, αφού η ηδονή που θα ακολουθήσει είναι μεγαλύτερη επειδή υπομείναμε τους πόνους για πολύ καιρό». Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα 129

Δεν είναι όλες οι ηδονές ίδιες. Η φρόνηση θα αποτελέσει τον βοηθό της ηδονής, ώστε να κρίνουμε ορθά. Διότι, η υποτίμηση ή υπερτίμηση των ηδονών καταστρέφει μια εύθραυστη ισορροπία. Μεταβάλλει την ηδονή σε πόνο.

*Η δρ Έλσα Νικολαΐδου διδάσκει Φιλοσοφία στο Medhigh

[email protected]