Στις 19 Φεβρουαρίου 2019, το Κοινοβούλιο της Αυστραλίας ενέκρινε ομόφωνα μια νέα νομοθεσία, η οποία θα προσφέρει περισσότερη προστασία στους πληροφοριοδότες (whistle blowers), που θα μπορούσε να έχει απήχηση στην αλλαγή νοοτροπίας του τρόπου λειτουργίας οργανισμών. 
Αυτό αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για EU και G20.
Οι μεταρρυθμίσεις που συμπεριλαμβάνονται στο Treasury Laws Amendment (Enhancing Whistle blower Protections) Act 2019 αποτελούν σημείο αναφοράς για την προστασία των πληροφοριοδοτών και είναι πρωτοποριακές για δυο λόγους:
1) Παρέχεται νομική προστασία στον πληροφοριοδότη πριν προκύψουν αντίποινα, ενώ μέχρι τώρα παρέχετο προστασία μόνο μετά την καταδίκη και τιμωρία καταγγελόμενου, που ήδη είναι πολύ αργά. Τώρα με τη νέα νομοθεσία, όλοι οι δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί πρέπει να δηλώσουν προκαταβολικά τους τρόπους που θα στηρίξουν και προστατεύσουν εκείνους  που τυχόν θα ήθελαν να καταγγείλουν, πριν να υπάρξουν επιβλαβείς επιπτώσεις σε αυτούς.
2) Και το δεύτερο σημείο, που βασικά ενισχύει το πρώτο, είναι ότι ένας οργανισμός θα καθίσταται ποινικά υπεύθυνος σε περίπτωση που αποτύχει να προστατεύσει υπάλληλό της, που καταγγέλει τα κακώς έχοντα. Ο παθών πληροφοριοδότης μπορεί να κινήσει αγωγή στον οργανισμό διότι δεν τον προστάτευσε.

Η νέα νομοθεσία προσθέτει ακόμα μια καινοτομία. Ο πληροφοριοδότης έχει προστασία αν επιλέξει να καταφύγει σε ειδικά προκαθορισμένα σώματα αντί να προχωρήσει μέσω των εσωτερικών καναλιών του οργανισμού. Αν πάλι δώσει την πληροφορία σε ένα ρυθμιστή και αυτός δεν επιληφθεί εντός 90 ημερών, ο πληροφοριοδότης δικαιούται να βγει δημόσια οπότε πάλι του παρέχεται προστασία. 

Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πολιτιστικό βήμα για αλλαγή νοοτροπίας.
Ο νέος νόμος ευθυγραμμίζεται με τις εισηγήσεις του Οργανισμού για Διεθνή Διαφάνεια  (Transparency International). Στην 99-σέλιδη έκθεση του Οργανισμού αναφέρεται και μια περίπτωση από την Κύπρο. Το 2009 ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Γεωργίας κατηγόρησε τον τότε υπουργό ότι έκαμνε προσλήψεις με κομματικά κριτήρια. Μετά από έρευνα, δυο λειτουργοί κατηγορήθηκαν για νεποτισμό. Παραδέχτηκαν ενοχή και πλήρωσαν πρόστιμο. Υπήρξαν οι πρώτοι λειτουργοί στην ιστορία της χώρας που κατηγορήθηκαν για νεποτισμό. Ο Γενικός Εισαγγελέας εξήρε τον πληροφοριοδότη αλλά οι δυο λειτουργοί τελικά πήραν και προαγωγή.  

Φυσικά ανάλογα συμβαίνουν και αλλού. Σε μια πόλη του Βελγίου (Hasselt), εκτυλίχθηκε μια περίπλοκη υπόθεση που οδήγησε στην απόλυση ή μετακίνηση των πληροφοριοδοτών και ποινική δίωξή τους με την κατηγορία ότι έκλεψαν έγγραφα από την αστυνομία (αυτά που αποδείκνυαν τα λεγόμενά τους). Η ιστορία άρχισε το 2009, όταν τέσσερις υπάλληλοι αστυνομικού τμήματος έστειλαν ανώνυμα στον εισαγγελέα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι γράφονταν παράτυπα υπερωρίες, δίνονταν αναληθή στοιχεία για έξοδα και ποινικές υποθέσεις έκλειναν ξαφνικά. Δεν έγινε καμία ενέργεια για τις καταγγελίες εναντίον του τοπικού αστυνόμου, αντίθετα κάποιοι από τους λειτουργούς απολύθηκαν και κάποιοι μετακινήθηκαν αλλού. Όμως, το 2011 οι λειτουργοί αποφάσισαν να δημοσιοποιήσουν το θέμα τους οπότε αποσύρθηκαν οι κατηγορίες εναντίον τους, αφού οι ισχυρισμοί τους αποδείχτηκαν βάσιμοι. Όλοι εξακολουθούν να εργάζονται στο αστυνομικό τμήμα.

Τελευταία προέκυψε σύγκρουση μεταξύ Γενικού Ελεγκτή και Επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων, όταν ο πρώτος αρνήθηκε (πολύ ορθά) να αποκαλύψει την ταυτότητα του πληροφοριοδότη σε μια σοβαρή, σε εξέλιξη ποινική υπόθεση. Προφανώς, η κυπριακή νομοθεσία δεν προστατεύει ως οφείλει τους «πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος» διότι αν αποκαλύπτετο η ταυτότητα του πληροφοριοδότη, δεν νομίζω να  τολμούσε δεύτερος να μιλήσει.  

Αναφέρω δυο σχετικές δικές μου εμπειρίες. 
Την πρώτη φορά όταν ανέφερα ανεπίσημα για τις παράνομες δραστηριότητες κομματικού (αυτά τα «κύτταρα» της δημοκρατίας!!!) λειτουργού, κατέληξε σε πειθαρχική έρευνα εναντίον μου. Κατηγορήθηκα δημόσια για συκοφαντία και διαπομπεύτηκα ειδικά από συγκεκριμένη εφημερίδα. Ταλαιπωρήθηκα για επτά μήνες, όπου ο μεν ερευνών λειτουργός (νυν υψηλόβαθμο στέλεχος οργανισμού (τυχαίο;)) κατέληξε ότι ήμουν ένοχη αλλά ο τότε Γενικός Εισαγγελέας διαφώνησε δηλώνοντας ότι όσα είχα αναφέρει ήταν αλήθεια και ότι με τις ενέργειές μου διέσωσα το κύρος της υπηρεσίας. Τη δεύτερη φορά έδωσα γραπτή ενυπόγραφη στοιχειοθετημένη κατάθεση για τις ενέργειες λειτουργού που σκοπό είχε την αισχροκέρδεια. Αποτέλεσμα ήταν να με καλέσουν επίσημα για ανάκριση και να μου απαγγείλουν την κατηγορία της συκοφάντησης (πάλι) διότι λέει η άλλη πλευρά (θράσος απύθμενο) έχει παράπονο. Δεν «δάγκωσα» τον εκφοβισμό, κατάγγειλα επίσημα την υπόθεση και έτυχα απολογίας. 

Το παράδειγμα της Αυστραλίας αποτελεί το πρώτο βήμα για καταπολέμηση της διαφθοράς. Διότι στην Κύπρο, μια μικρή χώρα, πολλοί γνωρίζουν αλλά διστάζουν να μιλήσουν. 

Η Κύπρος έχει πολύ δρόμο να διανύσει…