«Οι δυσάρεστες περιπέτειες του γάμου από έρωτα οφείλονται στο φονικό ιδεώδες που δημιουργεί χίμαιρες σαν του Δον Κιχώτη μπροστά στους ανεμόμυλους, και επιβεβαιώνει τη δυσκολία μας να συμβιώσουμε», Πασκάλ Μπρυκνέρ.

Ο Νικόλας είναι ο μοναχογιός του Τάσου και της Πόπης. Έμεναν στη διπλανή από τη δική μας πολυκατοικία και, πολλές φορές, πήγαινα στο διαμέρισμά τους, στο τέταρτο όροφο, για να παίξουμε με τα αυτοκινητάκια μας. Πρέπει να ‘ταν ένα-δυο χρόνια προτού οι γονείς του αποφασίσουν να πάρουν διαζύγιο· από το δωμάτιο τους, δίπλα απ’ το σαλόνι όπου είχαμε βάλει στη σειρά τα παιδικά χρωματιστά μας παιχνίδια, μερικές φουσκωτές μπαλίτσες και κάποια playmobil, ακούγονταν φωνές: «Να φύγεις από το σπίτι μου», «το παιδί το κατέστρεψες!», «είσαι πατέρας, ρε, εσύ;», «ποια μάνα θα άφηνε το παιδί της μόνο του στο δωμάτιο για να πάει να κάνει μανικιούρ;».

Ο Νικόλας έκλεινε το τζαμένιο διαχωριστικό, καθόταν ανακούρκουδα στο ξύλινο παρκέ και με κοιτούσε. Ήμασταν έξι χρόνων. Καταλάβαινε τα πάντα. «Η μαμά και ο μπαμπάς δεν αγαπιούνται πια», μου έλεγε. «Η μαμά και ο μπαμπάς τσακώνονται κάθε μέρα». Και πάλι: «Χθες η μαμά και ο μπαμπάς πιάστηκαν στα χέρια». Και στο τέλος: «Η μαμά και ο μπαμπάς θα χωρίσουν. Δεν μου το ‘παν οι ίδιοι αλλά η γιαγιά: “ο μπαμπάς σου δεν αξίζει να είναι μπαμπάς σου και η μαμά σου θα τον χωρίσει! Ο μπαμπάς σου είναι ένας πολύ κακός μπαμπάς!”». Μια μέρα άκουσα τη μαμά του να κλαίει απ’ το υπνοδωμάτιό τους – «να πάμε τώρα στο μπαλκόνι!», μου είχε πει ο Νικόλας, «στο μπαλκόνι θα ακούγονται πιο καλά οι σειρήνες απ’ τα αυτοκινατάκια». Έξυπνο παιδί και με ενσυναίσθηση – από μικρός. 

Δεν έκλαιγε ποτέ ο Νικόλας. Αλλά αντιλαμβανόμουν τον πόνο του όταν μου ζητούσε -σχεδόν παρακαλώντας με- να πάμε στο δικό μου σπίτι για να παίξουμε «χωρίς φασαρίες». Ήμασταν στην ίδια τάξη. Διαβάζαμε μαζί κάποια μεσημέρια, τρώγαμε μαζί, ξαπλώναμε μαζί στο χορτάρι του Δημόσιου Κήπου μπροστά απ’ τα σπίτια μας και κοιτούσαμε τον ήλιο ή κάναμε κούρσες με τα ποδηλατάκια μας – ήταν ο καλύτερός μου φίλος! Δεν ήταν πολύ καλός μαθητής – «το μυαλό του δεν είναι συγκεντρωμένο στα μαθήματά του», είχε αναφέρει για εκείνον η δασκάλα μας.

«Το διέλυσες το παιδί, μαλακισμένη!», ήταν ό,τι πρόλαβε να πει ο μπαμπάς του εκείνο το μεσημέρι, όταν μπήκε στο σπίτι μετά τις παρατηρήσεις και του διευθυντή -«κάτι πρέπει να κάνουμε με το παιδί, είναι έξυπνο, το κατέστρεψες!»- και κλείστηκαν για άλλον ένα γύρο τερέν στο υπνοδωμάτιο με τη μαμά του. Τότε, νομίζω, είχα ακούσει το πρώτο χαστούκι, ύστερα άλλο ένα, μετά λίγο κλάμα, αν και όχι γοερό – μετά σιωπή. Ο Νικόλας κρατούσε ένα μικρό πυροσβεστικό όχημα με μία λευκή πλαστική σκάλα στην οροφή και υποδυόταν πως δεν άκουγε τι συνέβαινε. «Δεν ακούς;», τον είχα ρωτήσει. «Τι να ακούσω;», ήταν η απάντησή του.

Όταν χώρισαν οι γονείς του είχε ξεκινήσει ένα δεύτερος γύρος βασανισμού του: Τον θυμάμαι να τρέχει προς την είσοδο του διαμερίσματος όταν άκουγε το κουδούνι -σήμα πως είχε έρθει ο μπαμπάς του στο προκαθορισμένο από το δικαστήριο σαββατιάτικο ραντεβού-, και το υποτιμητικό «πήγαινε, πήγαινε σ’ αυτόν τον άχρηστο να δούμε τι θα καταλάβεις» της μαμάς του ή τον αποκλεισμό του από το να βλέπει τον πατέρα του, ακόμη και να του μιλάει στο τηλέφωνο, όταν η μητέρα του τον είχε κατηγορήσει για «ανικανότητα να είναι γονιός» –τέσσερα χρόνια πηγαινέλα στα δικαστήρια κι ένα παιδί «μάρτυρας» σε «προσωρινά ασφαλιστικά μέτρα».

Μέχρι την εφηβεία μας, όταν ο Νικόλας μετακόμισε με τη μαμά του σε άλλη περιοχή της Λευκωσίας, θυμάμαι πάντα να αιωρείται ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη του και τα μάτια του να υγραίνονται αν τύχαινε η μάνα μου να μας διαβάσει κάποιο παιδικό παραμύθι στο σπίτι μας ή τρώγοντας μαζί μας στο κυριακάτικό μας τραπέζι -χωρίς τους γονείς του- ακούγοντας «σκετς» και ρωτώντας τον αν θα ήθελε να πάμε το απόγευμα στου Παπαφιλίππου, για να παίξουμε με τα φλιπεράκια και να φάμε παγωτό βανίλια.

Χαθήκαμε για πολλά χρόνια με τον Νικόλα. Βρεθήκαμε ξανά, τυχαία, στην Αθήνα σε κάποιες διακοπές του από την Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζε δικηγόρος – σε στιγμές έντασης, θυμάμαι να μου είχε πει παλιά «θα γίνω δικαστής μια μέρα, να βάζω τους κακούς στη φυλακή να μην πειράζουν τους ανθρώπους». Δεν είπαμε τίποτα για τα παιδικά μας χρόνια – κάτι άσχετες κουβέντες, αν και αιωρούμενα ήταν όλα. Μόνο, προς το τέλος, μου πέταξε ένα «συγνώμη που γινόταν όλο αυτό στο σπίτι μας όποτε ερχόσουν.

Φοβόμουν μετά, όταν πια μεγαλώσαμε, μήπως είχε επηρεάσει και τη δική σου ψυχολογία όλο αυτό το σκηνικό». «Τη δική σου πώς την επηρέασε;». «Άσχημα. Άσχημα πολύ. Είναι θέμα τύχης οι γονείς. Εγώ, δυστυχώς, δεν ήμουν τυχερός. Αλλά, τουλάχιστον, θα προσπαθήσω, όταν κάνω τα δικά μου παιδιά, εκείνοι να είναι το παράδειγμά μου προς αποφυγήν. Δεν αρκεί μόνο να λες πως “αγαπάς”. Δεν αρκεί μόνο αυτό».   

[email protected]

Ελεύθερα, 3.4.2022.