Η ΕΕ καθόρισε, στο Σχέδιο Κλιματικών Στόχων για το 2030, τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε τουλάχιστον 55% μέχρι το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα εκπομπών του 1990. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να προτείνει εντός του καλοκαιριού, ένα σημαντικό πακέτο νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, το λεγόμενο «Fit-for-55». Είναι επομένως υψίστης σημασίας να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα κατάλληλα μέσα πολιτικής που θα βοηθήσουν στην επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζουν μια ανταγωνιστική οικονομία.

Η Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ) εντόπισε τέσσερις βασικές προτεραιότητες, στις οποίες η προσοχή και η προσπάθεια πρέπει να κατευθύνονται, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για το κλίμα. Αυτές οι προτεραιότητες είναι: Κτήρια, Βιομηχανία, Ηλεκτρισμός και Μεταφορές.

Τα κτήρια αποτελούν τον μεγαλύτερο καταναλωτή ενέργειας στην ΕΕ και είναι υπεύθυνα περίπου για το 30% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ένωση. Στην ΕΕ, το κτηριακό απόθεμα είναι πεπαλαιωμένο, ενώ το τρέχον ποσοστό ανακαίνισης του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος είναι πολύ χαμηλό (1%). Μέτρα όπως η ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων, η σταδιακή απεξάρτησή τους από τη χρήση ορυκτών καυσίμων και η χρήση ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών, θα συμβάλουν σημαντικά στην απανθρακοποίηση του κτηριακού τομέα. Εάν δεν εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα το συντομότερο δυνατό, μεγάλο ποσοστό των μη αποδοτικών κτηρίων θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά το 2030. Πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε υπόψη ότι ο κατασκευαστικός τομέας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερος τομείς οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος συμβάλλει περίπου στο 9% του ΑΕΠ της ΕΕ.

Η απανθρακοποίηση του βιομηχανικού τομέα στην ΕΕ (ιδίως του χάλυβα, των χημικών ουσιών και του τσιμέντου) είναι τεχνικά εφικτή στο παρόν στάδιο, ωστόσο πολλές από τις τεχνολογίες είναι νεοεμφανιζόμενες, απαιτούν σημαντική κεφαλαιουχική δαπάνη και είναι δαπανηρές για την εφαρμογή τους και επομένως δεν είναι αρκετά ανταγωνιστικές στις υφιστάμενες αγορές. Επομένως, η επόμενη δεκαετία θα είναι καθοριστική για τον βιομηχανικό τομέα. Στο σενάριο μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050, το κόστος παραγωγής χάλυβα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 20-30%, το κόστος παραγωγής τσιμέντου κατά 70-115% και το κόστος παραγωγής των πλαστικών και της αμμωνίας κατά 15-60%.

Επομένως, είναι σημαντικό να εφευρίσκονται και να εφαρμόζονται νέες τεχνολογίες που δεν αυξάνουν ουσιαστικά το κόστος, ώστε να επιτευχθεί η απανθρακοποίηση στον βιομηχανικό τομέα στην ΕΕ. Η εφαρμογή της «κυκλικότητας» και η επανεξέταση της «διαρροής άνθρακα» («carbon leakage») θα μπορούσαν να επιταχύνουν την υλοποίηση καινοτόμων τεχνολογιών. Από την άλλη πλευρά, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που δεν γνωρίζει σύνορα, γι’ αυτό πρέπει να ληφθούν μέτρα ελαχιστοποίησης της μετακίνησης της βιομηχανικής παραγωγής από την Ευρώπη σε χώρες εκτός ΕΕ που έχουν ελάχιστη ή καθόλου ρύθμιση σχετικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.

H στροφή στην «πράσινη» βιομηχανία βασίζεται έντονα στο υδρογόνο ως μια τεχνολογία που μπορεί να μειώσει σημαντικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τη διαδικασία παραγωγής υλικών όπως αμμωνία, τσιμέντο, χάλυβας και πλαστικά. Η αυξανόμενη τιμή δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τις εγκαταστάσεις του ETS (Emissions Trading System) της ΕΕ και η επέκταση της εμπορίας εκπομπών στους τομείς της θέρμανσης και των μεταφορών, θα αποτελέσει σημαντική επιβάρυνση για πολλά μέρη της βιομηχανίας. Η απαλλαγή των βιομηχανιών από τον άνθρακα πρέπει να περιλαμβάνει τρεις τομείς: δράσεις που να αφορούν τη ζήτηση και την επαναχρησιμοποίηση προϊόντων και υλικών, την ενεργειακή απόδοση στις διεργασίες των βιομηχανιών και διάφορες πηγές στον ενεργειακό εφοδιασμό.

Η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Απαιτούνται περαιτέρω επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών για ηλεκτρική ενέργεια, όπως μεγάλης κλίμακας φωτοβολταϊκά συστήματα, τεχνολογίες αιολικής ενέργειας στην ξηρά και στη θάλασσα, έξυπνα δίκτυα και αποθήκευση. Ειδικότερα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως την ηλιακή και την αιολική ενέργεια, πρέπει να συνδυάζονται με άλλες πηγές ενέργειας και μηχανισμούς που είναι πιο ευέλικτοι και έχουν τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να παρέχουν την απαιτούμενη ενέργεια, όπως οι ευέλικτοι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, οι διασυνδέσεις δικτύου και η απόκριση ζήτησης. Για την επίτευξη των στόχων της ΕΕ για το 2050 απαιτείται πλήρης απανθρακοποίηση στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι εκπομπές στον τομέα μεταφορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 27% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ευρώπη και αποτελούν κύρια αιτία της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Πέραν του 70% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον τομέα των μεταφορών προέρχεται από τις οδικές μεταφορές, οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα υγρά ορυκτά καύσιμα.

Η μετάβαση σε μια πιο πράσινη και λιγότερο ρυπογόνο οικονομία αποτελεί αναγκαιότητα και όχι επιλογή. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οικονομικές απώλειες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή έχουν ξεπεράσει τα 270 δισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως για το έτος 2017.

Στον τομέα της ενέργειας, η ουσία της μετάβασης επικεντρώνεται στο τρίπτυχο “3Ds”, το οποίο αντικατοπτρίζει τρεις βασικές έννοιες: την απανθρακοποίηση (decarbonization), την ψηφιοποίηση (digitalization) και την αποκέντρωση (decentralization). Για το σκοπό αυτό, η ενεργειακή πολιτική πρέπει να περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις όπως απλούστευση των θεσμικών και κανονιστικών πλαισίων, ετοιμασία του πεδίου για ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ενέργειας και διευκόλυνση της μετάβασης.

* Πρόεδρος ΟΕΒ