Δύο επιλογές είχαν κυβέρνηση και κόμματα αν πραγματικά συνειδητοποιούσαν και δέχονταν ότι η μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι αναγκαίο και αδιαπραγμάτευτο να εγκριθεί και να εφαρμοστεί, όπως αρχικά την εμπνεύστηκαν νυν και πρώην υπουργοί Εσωτερικών, νυν και πρώην ηγετικά στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, διάφοροι σύμβουλοι και μελετητές, κομματικοί παράγοντες και όπως την εννοεί και τη θέλει η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Δηλαδή, μια μεταρρύθμιση που θα δημιουργεί δήμους με ικανές μάζες πληθυσμών, με την αναβάθμιση του στάτους και δεκάδων κοινοτήτων, ώστε να λειτουργήσουν οικονομίες κλίμακας σε πολλά επίπεδα και να καταστεί δυνατή η εκχώρηση στα νέα σχήματα πολύ περισσότερων και πολύ πιο ουσιαστικών αρμοδιοτήτων, αλλά και οικονομικών πόρων, για να καταστεί η τοπική αυτοδιοίκηση, έστω σε επίπεδο νέων δήμων, πραγματική αυτοδιοίκηση, με οικονομική και θεσμική αυτοτέλεια και αυτοδυναμία.

Η πρώτη επιλογή ήταν η προώθηση στη Βουλή των απαιτούμενων νομοσχεδίων μέσα στο 2019 ή πολύ νωρίς το 2020, με παράλληλη δέσμευση των κοινοβουλευτικών κομμάτων να διασφαλίσουν ταχύτατη και εντατική επεξεργασία τους, ώστε μέσα σε 1-2 μήνες να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή ψηφοφορίας.

Η δεύτερη επιλογή, εφόσον η πρώτη δεν αξιοποιήθηκε, ήταν να αναβληθεί η προσπάθεια, να διακοπεί η συζήτηση για προσθαφαιρέσεις στα νομοσχέδια, με δέσμευση όλων να επαναρχίσει μετά τις βουλευτικές εκλογές (Μάιος 2021) αλλά και μετά τις δημοτικές/κοινοτικές εκλογές (Δεκέμβριος 2021).

Ούτε η μία επιλογή έγινε, ούτε η άλλη.

Όλοι (υπουργός Εσωτερικών, υπουργός Οικονομικών, πρόεδρος της Ένωσης Δήμων, μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της Ένωσης Δήμων, η πρόεδρος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών, πολλοί βουλευτές, η κοινή γνώμη) το αντιλαμβάνονταν και το έλεγαν: «Αν η μεταρρύθμιση δεν συζητηθεί και δεν τεθεί σε ψηφοφορία πριν μπούμε σε προεκλογική περίοδο, οι πιθανότητες να εγκριθεί χωρίς ουσιαστικές ανατροπές και πισωγυρίσματα είναι ελάχιστες».

Και τελικά γίνεται αυτό που όλοι έλεγαν πως έπρεπε να αποφευχθεί: Η συζήτηση των νομοσχεδίων στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή οδηγείται προς την ολοκλήρωσή της, σε μια χρονική συγκυρία που δεν ευνοεί αντιστάσεις από μέρους αυτών που καλούνται να πάρουν αποφάσεις για ένα τεράστιας σημασίας θέμα, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές στερούν εκτελεστικές και άλλες εξουσίες από κάποιους και τις εκχωρούν σε κάποιους άλλους.

Οι βουλευτές που συζητούν τα νομοσχέδια, αλλά και η κυβέρνηση, η οποία «εκπροσωπείται» στη Βουλή από το μεγαλύτερο κόμμα, δεν μπορούν πλέον να τοποθετηθούν ανεπηρέαστοι έναντι των πραγματικών αναγκών της τοπικής αυτοδιοίκησης και των δημοτών στο σύνολό τους. Ούτε καν οι ίδιοι οι τοπικοί άρχοντες δεν μπορούν πλέον να το πράξουν. Η κρίση όλων έχει ήδη μολυνθεί, όπως αναμενόταν, από την επιθυμία των πολιτευτών και των κομματικών ηγεσιών -και της κυβέρνησης- να δυσαρεστηθούν, ενόψει δύο εκλογικών αναμετρήσεων, όσο το δυνατό λιγότεροι. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου ίσως να το έλεγε διαφορετικά: Τώρα πια, πρέπει να φτιάξουμε «ομελέτα», χωρίς να σπάσουμε αβγά.

Ε, να μας λείπει τέτοια ομελέτα.

Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, πολλοί από τους πρωταγωνιστές δεν το κρύβουν πως ίσως είναι καλύτερα να αποφευχθεί η λήψη, σε αυτή τη φάση, οποιασδήποτε απόφασης, παρά να αποφασιστεί κάτι που όλοι ξέρουν ότι απέχει πολύ από την αρχική φιλοσοφία και τον σχεδιασμό που αποδέχθηκαν οι πλείστοι και κυρίως η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της Ένωσης Δήμων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, με τις σχέσεις της κυβέρνησης και του ΔΗΣΥ με το μεγαλύτερο τμήμα της αντιπολίτευσης να είναι κάκιστες και να επιδεινώνονται μέρα με τη μέρα και με κάποια τοπικά στελέχη της αυτοδιοίκησης να αισθάνονται πως μπορούν να επιβάλουν ενόψει εκλογών την ικανοποίηση τοπικιστικών αλλά και προσωπικών συμφερόντων ποικίλου περιεχομένου, το παιγνίδι μοιάζει χαμένο, αν παιχθεί μέχρι τέλους.

Οι ποδοσφαιρόφιλοι συνήθως λέμε «μια βροχή θα μας σώσει». Δυστυχώς, σε αυτή την περίπτωση, μόνο μια απόσυρση των νομοσχεδίων από την κυβέρνηση θα διασώσει τον μεγάλο στόχο μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης στην τοπική αυτοδιοίκηση, για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.