«Την τέταρτη μέρα ήρθε ένας αξιωματικός και είπε: “Ν’ αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!” Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα. “Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!” Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. Βγάλανε απ’ τους τάφους λιωμένους κι άλιωτους νεκρούς και βάλαν οι ζωντανοί τα στρωσίδια τους και τα παιδιά τους. Γυναίκες γεννούσανε πρόωρα. Είχε διαδοθεί στους γύρω μαχαλάδες: “Όποια είναι για γέννα, στο νεκροταφείο. Παραστέκουνε και γιατροί!”. Γερόντισσες βράζανε νερά για τις λεχώνες με προσάναμμα κόκαλα πεθαμένων!», περιγράφει για τους Έλληνες και τη Μικρασιατική Καταστροφή η Διδώ Σωτηρίου, στο μυθιστόρημα «Ματωμένα χώματα».

Τους τραγικούς, αυτούς, χαρακτήρες του βιβλίου τούς συναντάς και σήμερα, μετά από 60 χρόνια. Βρίσκονται στην περιοχή της Μόρια στη Λέσβο. Τους συναντάς σε ανθρώπους που έφυγαν από τον πόλεμο και την πείνα της χώρας τους και που, τελικά, κατέληξαν πυρόπληκτοι πρόσφυγες και μετανάστες στη χώρα υποδοχή τους. Είναι οι 13.000 που αφέθηκαν σε ένα κέντρο ταυτοποίησης και που πλέον μένουν στο δρόμο, να αναζητούν κάτι για να πιαστούν και να επιβιώσουν. 

Σε εκείνο το σημείο του χάρτη, οι νεκροί κείτονταν ένα μέτρο κάτω από τη γη και οι ζωντανοί στοιβάζονταν και σκεβρώνουν στο ένα μέτρο κενού που χωρίζει το ένα μνήμα από το άλλο. Στο μαρμάρινο καπάκι ενός τάφου, ο οποίος σκεπάζει μια γυναίκα που έφυγε από τη ζωή το 2019, είχε γύρει ένα μικρό αγόρι. Δεν είναι το μοναδικό παιδί που μαζί με την οικογένειά του κυνηγάει τη ζωή εκεί που αναπαύονται οι πεθαμένοι. Είναι δεκάδες οι άνθρωποι που ξαποσταίνουν στη σκιά των κυπαρισσιών, στον πλιθόκτιστο μαντρότοιχο με τα σκουριασμένα κάγκελα, στο έδαφος δίπλα από τα πλαστικά λουλούδια και τα καντηλάκια. Αναμιγνύοντας, έτσι, την πίκρα τους με τον θρήνο των ντόπιων.

Όσοι από αυτούς δεν βρήκαν χώρο στο νεκροταφείο, βρίσκονται σε χωράφια, πεζοδρόμια, στην άσφαλτο. Μια οικογένεια με τρία μικρά παιδιά, κρύβεται από τον ζεστό καλοκαιρινό ήλιο πίσω από δυο κάδους σκουπιδιών. Τα δύο αγόρια της είναι μέσα στον σκουπιδοτενεκέ, σαν να επρόκειτο για κούνια βρέφους. Η δυστυχία δεν είναι πρόσκαιρο συναίσθημα. Σαν να μην έφταναν τα δεινά τους και όσα αντιμετωπίζουν, μετά από επεισόδια οι δυνάμεις των ΜΑΤ δεν δίστασαν να πετάξουν δακρυγόνα σε μανάδες και παιδιά. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αναφέρθηκαν σε ένα 10 ημερών μωρό. «Εισέπνευσε καπνό και δακρυγόνα από τη φωτιά στη #Moria και πέντε μέρες κοιμάται στον δρόμο χωρίς σκηνή. Έκανε εμετό όλη τη νύχτα».

Παρά την τραγικότητα, υπάρχουν άτομα που δεν συγκλονίζονται με το δράμα που εξελίσσεται στη Μόρια. Αρκετοί είχαν να πουν από μια κακή κουβέντα. Μια γυναίκα σημείωνε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ότι η θέση τους βρίσκεται μέσα στο χώμα των νεκροταφείων. Ένας εθνοφύλακας με ανάρτηση και φωτογραφία όπου κρατά όπλο στο χέρι, σχολίαζε για τις σκηνές που τοποθετούνται με σκοπό τη στέγαση των πυρόπληκτων: «…ανυπομονώ πότε θα ξανακάνουμε βολή αυτή τη φορά με φυσικούς κινούμενους στόχους». Σχόλια που δείχνουν μια κοντή μνήμη. Που δείχνουν μια βλακώδη υπεροψία μπροστά στον πόλεμο. Δεν σε τιμά να μην είσαι άνθρωπος.

[email protected]