Στα 5 Ιουνίου 1967 άρχισε ο δεύτερος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε έξι μέρες, εξ ου και η ονομασία του «Πόλεμος των Έξι Ημερών». Το γεγονός εκείνο αποτελεί ένα οριακό σημείο στην ιστορία του Μεσανατολικού Ζητήματος αλλά και του Ψυχρού Πολέμου. Ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα από τα πλέον θελκτικά θέματα για έρευνα. Πτυχές όπως, ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων, της χαρισματικής προσωπικότητας του Νάσερ, του Παναραβισμού, των στρατιωτικών και κατασκοπευτικών αποτιμήσεων, γοητεύουν τις ερευνητικές απόπειρες προσπέλασης του Πολέμου του 1967. Αυτό όμως που πάντα θα προσελκύει το ενδιαφέρον και θα χρησιμοποιείται διεθνώς ως μοντέλο πολεμικής στρατηγικής είναι η εφαρμογή μιας πτυχής του δόγματος εθνικής ασφαλείας του Ισραήλ γνωστής ως «προληπτικό κτύπημα». Πρόκειται για τη στρατηγική πρώτης και αιφνιδιαστικής απόδοσης στρατιωτικού κτυπήματος, δηλαδή της ταχύτατης μεταφοράς του πολέμου στο έδαφος του εχθρού πριν αυτός επιφέρει το πρώτο κτύπημα, με αιχμή του δόρατος την πολεμική αεροπορία. Με αυτό τον τρόπο το Ισραήλ ανάγκασε τους Άραβες να αμύνονται, υπερκεράζοντας το πρόβλημα της έλλειψης στρατηγικού βάθους. Η επιτυχία του προληπτικού κτυπήματος έδωσε την ευκαιρία στο Ισραήλ να καταλάβει τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, την Ιερουσαλήμ τη Χερσόνησο του Σινά, τη Λωρίδα της Γάζας και τα Υψώματα Γκολάν.

Η νίκη του Ισραήλ δεν ήταν περιστασιακή αλλά ούτε και τυχαία. Υπήρξε το αποτέλεσμα μίας συντονισμένης στρατηγικής που εδράζεται στο δόγμα εθνικής ασφαλείας της χώρας. Η ισραηλινή αντίληψη για την εθνική ασφάλεια έχει δύο βασικούς εννοιολογικούς άξονες: α) ότι το Ισραήλ δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίζει την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση ως «δεδομένη» και «διαρκή». Η επίσημη ισραηλινή σκέψη σχετικά με την εθνική ασφάλεια είχε ως αφετηρία την αντίληψη ότι το εβραϊκό κράτος βρίσκεται υπό μόνιμη απειλή και δεν έχει άλλη διέξοδο από το να διεξάγει μόνιμο αγώνα για την επιβίωσή του και (β) ότι το Ισραήλ είναι υποχρεωμένο να διαμορφώνει στρατηγική λαμβάνοντας υπόψη το μειονέκτημα της ασφάλειας που απορρέει από την έλλειψη γεωγραφικού βάθους και από τη δημογραφική ποσοτική κατωτερότητα έναντι των Αράβων. 

Η αντίληψη αυτή εξεδηλώνετο σε δύο επίπεδα: α) στο διακρατικό και β) στο εσωτερικό περιβάλλον. Σε διακρατικό επίπεδο, η απουσία ειρήνης με τα γειτονικά Αραβικά κράτη έφερνε το Ισραήλ να αντιμετωπίζει διαρκώς τη στρατιωτική πρόκληση που έθεταν τα γειτονικά αραβικά κράτη. Στο εσωτερικό περιβάλλον η μακρά σύγκρουση του Σιωνισμού (εβραϊκής εθνικής ιδεολογίας) με τον παλαιστινιακό εθνικισμό σχετικά με τον έλεγχο της εδαφικής έκτασης της Παλαιστίνης με την ταυτόχρονη προσπάθεια του Ισραήλ να κερδίσει διεθνή αναγνώριση της κυριαρχίας του επί των εδαφών που εξασφάλισε στον πόλεμο της ανεξαρτησίας (1948), ανήγαγε την εθνική ασφάλεια ως την υψίστη αρχή στο εβραϊκό κράτος, μεγαλύτερη ακόμη και από τη δημοκρατική ανάπτυξη.

Η μεγιστοποίηση της προτεραιότητας της εθνικής ασφάλειας είχε ως αποτέλεσμα την αλληλεξάρτηση πλείστων των πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων. Μέσα σε αυτή τη σχέση, η διπλωματία υπετάχθη ευθύς εξ αρχής στη στρατηγική αντί το αντίθετο, όπως συμβαίνει στον δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια η εξωτερική πολιτική έγινε επέκταση της εθνικής αμυντικής πολιτικής. Δηλαδή, η εξωτερική πολιτική έπρεπε να εξηγεί διεθνώς το επιχείρημα του Ισραήλ που απορρέει από τη συμμετοχή σε μια σύγκρουση που θεωρείται ως αγώνας για εθνική επιβίωση και ότι σε αυτό τον αγώνα πολλές φορές δημιουργούντο διλήμματα μεταξύ ασυμβίβαστων εννοιών. Για τους πολιτικούς στο Ισραήλ, η διπλωματία, συμπεριλαμβανομένης και της νομικής της πτυχής, ήταν ένα εργαλείο για τον πολιτικό χειρισμό της σύγκρουσης. Ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπεν Γκουριόν, διαμόρφωσε αυτή την άποψη το 1955 όταν προσδιόρισε τη θεσμική σχέση μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας εξουσιοδοτώντας τον υπουργό Άμυνας να χειρίζεται την αμυντική πολιτική και τον υπουργό Εξωτερικών να εξηγεί αυτή τη πολιτική. Η αντίληψη ότι το Ισραήλ βρίσκεται σε μόνιμο καθεστώς «λανθάνοντος πολέμου» και όταν ακόμη δεν υπάρχουν εχθροπραξίες, έδιδε μεγαλύτερη προτεραιότητα στην εθνική επιβίωση και την καθιστούσε τον κεντρικό σκοπό τόσο της στρατιωτικής στρατηγικής όσο και της διπλωματίας.  

Η αντίληψη αυτή υπήρξε η συνεπής πολιτική όλων των ισραηλινών κυβερνήσεων για αρκετά χρόνια και ταυτοχρόνως βρισκόταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τα νομικά επιχειρήματα των Αράβων. Η αντιπαράθεση αυτή εντοπιζόταν στο γεγονός ότι το Ισραήλ συνέχιζε να θεωρεί ότι το καθεστώς πολέμου υφίσταται έστω και μετά από υπογραφή συμφωνίας ανακωχής ή συμφωνίας κατάπαυσης πυρός. Αυτή, υπήρξε και η κυρίαρχη σχολή στρατηγικής σκέψης στο Ισραήλ στους μεγάλους αραβοϊσραηλινούς πολέμους του 1948, 1967, 1973, μέχρι την έναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, γεγονός που εξηγεί γιατί το Ισραήλ κατάφερε να επιβιώσει και να επιβληθεί ως ισχυρή δύναμη στη Μέση Ανατολή.