Από την απόπειρα δολοφονίας του συγγραφέα Σαλμάν Ρούσντι μέχρι την απόσυρση του έργου «Peoples Justice» από τη φετινή Documenta του Κάσελ ως αντισημιτικού, οι κάθε είδους θρησκείες συμφωνούν σε ένα πράγμα: Ότι κοινός εχθρός τους είναι η ελευθερία της άποψης.

 

Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στον σάλο για το έργο «People’s Justice» στη φετινή Documenta του Κάσελ, και στην επίθεση με μαχαίρι στον Σαλμάν Ρούσντι, ως εκτέλεση ενός φετφά 33 χρόνων από τον αγιατολάχ Χομεϊνί του Ιράν; Και στις δύο περιπτώσεις –όπως και σε άπειρες άλλες που διαδραματίζονται καθημερινά– είναι η δυνανεξία στην άλλη άποψη. Πιο συγκεκριμένα, στην άρνηση των θρησκευτικών ηγετών να δεχτούν την παραμικρή κριτική, προβάλλοντάς την ως συνολική προσβολή του θρησκεύματός τους, επομένως και του κάθε πιστού ατομικά. Οι Ισραηλινοί, βεβαίως, το κάνουν κάπως πιο έξυπνα, χαρακτηρίζοντας κάθε κριτική στο καθεστώς τους ως ρατσιστική επίθεση ενάντια στη φυλή και τη θρησκεία. Ο αντισημιτισμός, στον οποίο μετά το Ολοκαύτωμα είμαστε όλοι πολύ ευαίσθητοι, χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να απαγορευτεί κάθε άλλη άποψη.

Στην Documenta, το επίμαχο έργο της ινδονησιακής ομάδας ήταν μια πολιτική κριτική για το καθεστώς της χώρας τους, που του απέδιδαν ναζιστικές μεθόδους καταστολής των ελευθεριών, συγκρίνοντάς το με το αυταρχικό ισραηλινό κράτος και τη Mossad – αλλά και τις CIA, SS, KGB, MI6… Οι αντιδράσεις (μόνο των Ισραηλινών) υποχρέωσαν τους διοργανωτές να σκεπάσουν ένα μέρος του έργου δεχόμενοι ότι είναι αντισημιτικό, κάτι που αποτελεί μια νίκη των δυνάμεων του σκοταδισμού έναντι της ελεύθερης γνώμης. Βεβαίως, είναι και μια ένδειξη πως η κριτική πέτυχε τον στόχο της: Οι απαγορεύσεις αποκαλύπτουν πάντα την αδυναμία πειστικής απάντησης – από τη δολοφονική απόπειρα κατά του Σάλμαν Ρούσντι για το μυθιστόρημα που έγραψε πριν 33 χρόνια και δεν άρεσε στους φανατικούς ισλαμιστές, ώς τις κρατικές νομοθεσίες, σε Κύπρο και Ελλάδα, που δίνουν το δικαίωμα στον καθένα που δεν συμφωνεί με όσα γράφεις να σε σέρνει προσβεβλημένος στα δικαστήρια, ώστε να απαντήσουν οι δικαστές για λογαριασμό του ποιος έχει δίκιο.

Η ισραηλινή προπαγάνδα εντάσσει στον όρο «αντισημιτισμός» όχι μόνο τις ρατσιστικές επιθέσεις κατά των εβραίων αλλά και κάθε κριτική για το καθεστώς, όπως π.χ. τις πράξεις βίαιης καταστολής εναντίον των Παλαιστινίων και τον περιορισμό των ελευθεριών τους. Είναι και κάπως αστείος ο όρος, αφού σημίτες φυλετικά είναι και οι Άραβες. Ωστόσο, ακόμα και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο στην Ελλάδα, εξηγώντας τι θεωρείται αντισημιτισμός, λέει σαφώς ότι «η κριτική απέναντι στο Ισραήλ, στον βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ότι κινείται στα πλαίσια της κριτικής που ασκείται σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισημιτισμός». Στην Ελλάδα και Κύπρο, από την άλλη, επιχειρούν μονίμως να ταυτίσουν το έθνος με τη θρησκεία –την ορθοδοξία, εννοείται–, άρα οτιδήποτε διαφορετικό είναι και αντεθνικό, επομένως καταδικαστέο.

Η διαδεδομένη ιδέα πως το ανθρώπινο είδος βιώνει μια διαρκή πορεία προς το καλύτερο, διαψεύδεται καθημερινά. Παρόλο που οι νόμοι της εξέλιξης μας δείχνουν ότι η επιβίωση ενός είδους είναι αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας τύχης και ικανότητας προσαρμογής, οι περισσότεροι θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι αξίες του Διαφωτισμού, π.χ., έχουν συνεχή επίδραση ως τις μέρες μας, παρά τις συνεχείς ενδείξεις περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή είμαστε μάλλον τυχεροί που δεν έχουμε ήδη επιστρέψει σε μια πρότερη άγρια κατάσταση του είδους μας (ή μήπως όχι;). Ένα ουσιώδες στοιχείο, ευρέως διαδεδομένο σε κάθε πολιτισμό, που όμως συνεχώς τον υπονομεύει, είναι οι θρησκείες. Γιατί; Επειδή κυριότερο χαρακτηριστικό τους είναι η απόλυτη δυσανεξία προς τους «άλλους», τους οποίους επιβάλλεται να προσηλυτίσουν, να τους κάνουν δηλαδή σαν τους ίδιους, ή να τους αφανίσουν. Η διάδοση των ιδεών και ο πλουραλισμός των απόψεων είναι εχθρός τους, αυτό δηλαδή που θεωρείται πλούτος και στοιχείο εξέλιξης μιας πολιτισμένης κοινωνίας.

Είναι μύθος ότι υπάρχουν καλές και κακές θρησκείες – υπάρχουν μόνο κακές, και χειρότερες. Το ισλάμ, π.χ., σκοτώνει όσους προσβάλλουν τα ιερά και όσια της πίστης, και ως προσβλητικό μπορεί να εκληφθεί οτιδήποτε. Όταν ο σκιτσογράφος Σερμπ και οι συνάδελφοί του της Charlie Hebro πλήρωσαν με τη ζωή τους τη σάτιρά τους, οι Γάλλοι χριστιανοί επίσκοποι επικροτούσαν σιωπηλά – ήταν κι αυτοί στόχος της κριτικής του περιοδικού. Το Ισραήλ και το Ιράν, δυο θεοκρατικά καθεστώτα, διαφέρουν μόνο στο πώς αποκαλούν τον Θεό, συν-πλην μερικές λεπτομέρειες. Οι αγιατολάδες εκδίδουν φετφά για δολοφονίες, οι Ισραηλινοί δυσφημούν την ανεπιθύμητη κριτική. Οι Άραβες Παλαιστίνιοι πληρώνουν μέχρι σήμερα τον σιωνισμό, το δικαίωμα δηλαδή των Εβραίων να ζήσουν στη γη που πιστεύουν ότι τους όρισε ο Θεός. Αν ζουν και άλλοι εκεί, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για την άρνηση του δικαιώματος να λέει καθένας αυτό που πιστεύει. Αλλά στο πεδίο των ιδεών όλοι πρέπει να είναι απολύτως ελεύθεροι να διατυπώνουν την άποψή τους με κάθε τρόπο άφοβα, χωρίς τον κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους, να σύρονται στα δικαστήρια ή να λοιδωρούνται ως ρατσιστές, και μάλιστα με ρατσιστικές πρακτικές. Ο ρατσισμός, άλλωστε, στις πάμπολλες εκφάνσεις του, έχει ως πρότυπο τα θρησκευτικά δόγματα, ενώ σε πολλές κρατικές νομοθεσίες έχει ενσωματωθεί η απαγόρευση κριτικής στις θρησκείες και την πρακτική τους, αλλά και η έννοια της ατομικής προσβολής. Οποιοσδήποτε μπορεί να υποστηρίξει ότι τον έθιξες προσωπικά με τη διατύπωση μιας άποψης –πρόσβαλλες τη θρησκεία του, την τιμή και την αξιοπρέπειά του (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό)– ζητώντας από το δικαστήριο να αποφανθεί ποιος έχει δίκιο. Αλλά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι παρά μια ομολογία αποτυχίας λόγω έλλειψης επιχειρημάτων.

 

chrarv@phileleftheros.com