Αφήνουμε πίσω μας την πόλη της Πρέβεζας που στις τρεις το μεσημέρι είναι βυθισμένη στον ύπνο και στη σιωπή, την οποία σπάζουν μόνο τα τζιτζίκια. Ένας υπερμεγέθης παλιάτσος του κλειστού, τέτοια ώρα, λούναπαρκ, δίπλα στη μαρίνα, μας αποχαιρετά κοιτώντας μας σκεφτικός. Από παιδί φοβόμουνα και ήμουνα καχύποπτη με τους κλόουν, το γέλιο τους, τις τάχα αστείες περιπαιχτικές χειρονομίες τους, μα κυρίως το θλιμμένο τους βλέμμα. Κατευθυνόμαστε βόρεια, προς το Νεκρομαντείο που βρίσκεται στις όχθες της Αχερουσίας λίμνης, στην οποία κατά τη μυθολογία βρισκόταν μια από τις πύλες του Άδη. Δυστυχώς η λίμνη δεν υπάρχει πια, εφόσον το 1960 αποστραγγίστηκε για να κατασκευαστεί ένα δίκτυο αρδευτικών καναλιών που διασχίζει τον κάμπο του Μεσοπόταμου και της Αμμουδιάς.

ο Νεκρομαντείο είναι κτισμένο στο σημείο όπου ενώνονται τα δύο ποτάμια που διέσχιζαν τον Άδη, ο Αχέροντας και ο Κωκυτός. Σύμφωνα με μια εκδοχή η ονομασία του Αχέροντα προέρχεται από την αρχαία λέξη «άχος» που σημαίνει ο ποταμός των στεναγμών, ενώ ο Κωκυτός ήταν ο ποταμός των θρήνων. Πάνω από τα ερείπια του κτίστηκε κατά τραγική ειρωνεία τον 18ο αιώνα η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και για αιώνες συνυπήρχαν ο χριστιανικός ναός με το πλέον παγανιστικό μαντείο, η ύπαρξη του οποίου ανακαλύφθηκε μόνο τη δεκαετία του ’60. 

Ο «ψυχοπομπός» Ερμής έκανε τον διάπλου του Αχέροντα παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στον βαρκάρη τον Χάροντα, για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη, αφού πρώτα πλήρωναν τον οβολό τους για τη μεταφορά. Με έκπληξη συναντάμε μέχρι τις μέρες μας σε πολλά μέρη της Ελλάδας το έθιμο με τον οβολό, που αφήνουν στα χέρια ή στην τσέπη των πεθαμένων. Εν αντιθέσει με τα άλλα μαντεία, μόνο σε αυτό μπορούσαν οι επισκέπτες να επικοινωνήσουν κατευθείαν με τις ψυχές, οι οποίες μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα αποκτούσαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον. Ακόμη και ο Όμηρος αναφέρει το Νεκρομαντείο του Αχέροντα όταν η Κίρκη συμβούλευσε τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον τυφλό μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή στην πατρίδα του.

Οι επισκέπτες φιλοξενούνταν σε υπόγεια ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια «προδιαίτησης» όπου οι ιερείς τους υπέβαλλαν σε προετοιμασία με ειδική διατροφή και ψυχοσωματική μύηση, ώστε να είναι σε θέση να κατέβουν όταν ερχόταν η ώρα στον λαβύρινθο, ένα διάδρομο, που οδηγούσε στη σκοτεινή αίθουσα, κάνοντας σπονδές και θυσιάζοντας ένα ζώο. Η αίθουσα αυτή ήταν κατασκευασμένη με πολλαπλά τόξα, δημιουργώντας ψυχοακουστικά φαινόμενα μέσα στην απόλυτη ησυχία, βοηθώντας στη μυσταγωγία που θα ακολουθούσε. 

Στο τέλος της ξενάγησής μας, καταλήγουμε στο χωριό Αμμουδιά, στο σημείο που ο ποταμός Αχέροντας εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος. Η βάρκα μας πλέει αργά στο «Δάσος της Περσεφόνης» περνώντας ανάμεσα σε στοές, οι οποίες σχηματίζονται από την πυκνή βλάστηση και τις φυλλωσιές που γέρνουν πάνω από το ποτάμι, όπου βλέπουμε κάθε τόσο αιωρούμενες λευκές αηδονοφωλιές. Κρέμονται από τις ιτιές, στην κυριολεξία από μια κλωστή, καταλήγοντας πάνω από τα νερά του Αχέροντα, ώστε να προστατεύονται τα αυγά και τα νεογνά τους από τους ανεπιθύμητους εισβολείς. Αλκυόνες, λιβελούλες και πολύχρωμες πεταλούδες πετούν κάθε τόσο πάνω από το σκάφος. Ο βαρκάρης κατεβάζει έναν κουβά «Κοιτάξτε το νερό, πεντακάθαρο και κρυστάλλινο» και μας το δείχνει με περηφάνια. Ψαράκια, χέλια και νερόφιδα σχίζουν κάθε τόσο τα νερά ενώ βλέπουμε στις όχθες τρύπες από τις στοές που οι χαριτωμένοι κάστορες έσκαψαν στο χώμα, όπου και τρέχουν τρομαγμένοι να κρυφτούν, όταν αντιληφθούν την παρουσία μας.  

Τη νύχτα, θα κατέβουν από τις γύρω βραχώδεις πλαγιές, το δάσος και το φαράγγι, λύκοι, αγριογούρουνα, αλεπούδες, ασβοί, νυφίτσες και αγριόγατες για να αναζητήσουν την τροφή τους, μας λέει ο οδηγός μας. Σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο, μύθος και αλήθεια δεν διαφέρουν. Αποχαιρετούμε μια ακόμη ξεχωριστή μέρα, την ώρα που η βάρκα μας φτάνει στο σημείο που ο Αχέροντας σμίγει με τη θάλασσα. Βρίσκει αντίσταση από το κύμα, κουνιέται για λίγο σαν τρελή και έπειτα η απόλυτη γαλήνη. Ποτάμι και θάλασσα γίνονται ένα. Ο ήλιος δύει πίσω από τα ροζ-μαβιά νερά του Ιονίου πελάγους. Φτάνουμε μέχρι τις σπηλιές της Περσεφόνης, απ’ όπου και πρέπει να επιστρέψουμε πριν μας βρει η νύχτα. Ευγνώμονες γι’ αυτή τη μέρα που μόλις τέλειωσε, τη γεμάτη με τόση ομορφιά και φως.