Πρωτοφανές ζήτημα που αφορά στους διορισμούς δικαστών ηγέρθη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δικηγόρος «κόπηκε» από Δικαστές του Επαρχιακού Δικαστηρίου και δεν κλήθηκε σε συνέντευξη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, του οποίου τα μέλη είναι τα ίδια με τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, της έδειξε την πόρτα όταν διαμαρτυρήθηκε με αίτηση, βρίσκοντας ότι δεν έχει εξουσία να εξετάσει το θέμα. 

Η δικηγόρος Ντόρια Βαρωσιώτου είχε προσφύγει πέρσι στο Διοικητικό Δικαστήριο, όταν σε ανάλογη διαδικασία διορισμού δικαστών, προκρίθηκε για τη θέση, αλλά τελικά δεν διορίστηκε μετά τη δεύτερη συνέντευξη. Τώρα σε νέα διαδικασία για πρόσληψη δικαστών, αποκλείστηκε χωρίς να κληθεί σε συνέντευξη από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, επειδή δεν συγκέντρωσε την υποστήριξη πέντε τουλάχιστον επαρχιακών δικαστών, όπως προβλέπεται στη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού του 2019. 

Και αυτό, όπως αναφέρει στο αίτημα της, είναι παράδοξο. Στην περσινή διαδικασία, στην οποία ήταν υποψήφια, είχε συστηθεί από πολύ μεγάλο αριθμό επαρχιακών δικαστών και μάλιστα είχε κριθεί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πως ενέπιπτε ανάμεσα στους 10 καλύτερους υποψηφίους και γι’ αυτό το λόγο κλήθηκε στη δεύτερη συνέντευξη. Είναι αξιοσημείωτο, τόνισε η αιτήτρια, πως από την προηγούμενη διαδικασία μέχρι την επίδικη, πέρασε μόλις ένα έτος, κατά τη διάρκεια μάλιστα του οποίου είχε συχνές εμφανίσεις ενώπιον των επαρχιακών δικαστηρίων όσο και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αιτήτρια εισηγείται πως η μόνη λογική εξήγηση που μπορεί να δοθεί ως προς τον λόγο που οι δικαστές των επαρχιακών δικαστηρίων δεν στήριξαν την υποψηφιότητα της αυτή τη φορά, είναι διότι εκκρεμεί εκ μέρους της προσφυγή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αναφορικά με τον μη διορισμό της στην περσινή διαδικασία. Η εκκρεμότητα της προσφυγής, αναφέρει η αιτήτρια, επηρέασε προφανώς την κρίση των δικαστών. 

Με το νέο δικαστικό διάβημα η αιτήτρια ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition που να απευθύνονται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο σύμφωνα με το Σύνταγμα και το νόμο απαρτίζεται από τους ίδιους τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με τα πιο πάνω προνομιακά εντάλματα επιδιώκεται να σταματήσει η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων, με την εισήγηση ότι η υφιστάμενη διαδικασία διορισμών είναι έκδηλα παράνομη και αντισυνταγματική. Επιπλέον ζητήθηκε άδεια για καταχώρηση διατάγματος mandamus προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για να ακυρώσει την υφιστάμενη διαδικασία διορισμών και να προχωρήσει σε νέα προκήρυξη για επιλογή των υποψηφίων, ακολουθώντας τις πρόνοιες του Συντάγματος και του νόμου. 

Στην υπό εξέταση διαδικασία η δικηγόρος υποστήριξε πως η απόφαση αποκλεισμού της λήφθηκε βασιζόμενη στη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού του 2019, που θεσπίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, τελώντας έκδηλα υπό νομική πλάνη ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος και της Νομοθεσίας. Η έκδηλη αντισυνταγματικότητα και το παράνομο της διαδικασίας, όπως υποστηρίζεται, βασίζεται στο ότι αποκλείστηκε παρανόμως από εξωγενές στοιχείο, δηλαδή από δικαστές επαρχιακών δικαστηρίων, αποστερώντας της το δικαίωμα να τύχει εξέτασης και αξιολόγησης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στο οποίο ανάγεται η αποκλειστική αρμοδιότητα επιλογής υποψηφίων για διορισμό στη δικαστική υπηρεσία, με βάση το Άρθρο 157.2 του Συντάγματος και το άρθρο 10(2) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 33/64. 

Όπως εισηγείται η αιτήτρια, ούτε το Σύνταγμα ούτε ο Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμος 33/64, δίδουν εξουσία στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να θεσπίζει κριτήρια διορισμού τα οποία να είναι αντίθετα ή να μη συνάδουν με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 6(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 σε σχέση με τους διορισμούς επαρχιακών δικαστών. Η αιτήτρια ανέφερε πως αποκλείστηκε παράνομα από στοιχείο που ουδεμία σχέση έχει με τις πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου. Επομένως, σύμφωνα με την άποψη της, όλη η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων που ακολουθείται εδώ και τρία χρόνια βασιζόμενη στη Διαδικασία και τα Κριτήρια Διορισμού του 2019, είναι εξολοκλήρου και πασιφανώς παράνομη και αντισυνταγματική. 

Η υπόθεση εκδικάστηκε από τον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Γιασεμή, ο οποίος προχώρησε με την ακρόαση της, κατά την οποία τέθηκε ερώτημα προς την κ. Βαρωσιώτου, αναφορικά με τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει τέτοιου είδους διατάγματα, αναφέροντας πως δυνάμει της νομολογίας προνομιακά εντάλματα εκδίδονται μόνο για έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων. Η αιτήτρια ανέφερε πως τα αιτούμενα διατάγματα δεν στρέφονται εναντίον δικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, που όπως το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ασκεί οιονεί δικαστική εξουσία. Επομένως, ως ανέφερε, είναι δυνατός ο έλεγχος με προνομιακά εντάλματα. 

H αιτήτρια αναφέρθηκε στην απόφαση Στυλιανίδης όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο, σε περίπτωση που ο Εφεσείων-Δικαστής χρησιμοποιούσε το ορθό ένδικο μέσο και όχι την προσφυγή, να εξετάζετο το αίτημά του.

Δύο διαφορετικές διαδικασίες

Σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου προς την κ. Βαρωσιώτου για την εκκρεμούσα προσφυγή που καταχώρησε σε σχέση με την περσινή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η αιτήτρια ανέφερε πως πρόκειται για δύο διαφορετικές διαδικασίες. Στην προσφυγή, όπως ανέφερε, προωθείται η θέση πως το ίδιο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μετέτρεψε την οιονεί δικαστική διαδικασία σε διοικητικής φύσεως. Ωστόσο, όπως ανέφερε η αιτήτρια, το ζήτημα δεν έχει αποφασιστεί ακόμη και η παρούσα αίτηση στηρίζεται στην ισχύουσα νομολογία που επικρατεί. Επιπλέον ανέφερε πως τώρα αμφισβητεί τη νομιμότητα της διαδικασίας βασιζόμενη στην πασιφανή και έκδηλη παρανομία, που οδήγησε στον αποκλεισμό της σε αυτό το στάδιο πριν την έναρξη των συνεντεύξεων. Παρενθετικά υποστήριξε πως το δικαίωμα αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων δίδεται από την ίδια ανακοίνωση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου σε σχέση με τη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού του 2019. 

Ο κ. Γιασεμή απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό πως δεν έχει δικαιοδοσία ώστε να επιληφθεί. Στην απόφαση του αναφέρει πως το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος ασκείται για έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων και όχι αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που σύμφωνα με τη νομολογία ασκεί οιονεί δικαστική εξουσία. 

Όπως πληροφορούμαστε η αιτήτρια προχώρησε με έφεση.