Θέμα διασυρμού των επτά αστυνομικών που από τον Αύγουστο του 2020 αποτελούσαν το επίκεντρο ποινικής έρευνας για αδικήματα διαφθοράς, τέθηκε εντός της χθεσινής ημέρας.

Όπως έγραψε και χθες ο «Φ», τα εν λόγω μέλη της Δύναμης, μετά από διερεύνηση δύο ετών ενημερώθηκαν αρμοδίως την περασμένη εβδομάδα πως δεν προκύπτει οποιαδήποτε πειθαρχική ή ποινική ευθύνη σε βάρος τους.

Παρά την πλήρη απαλλαγή τους, υπήρξαν αντιδράσεις από κύκλους που πρόσκεινται στο αστυνομικό Σώμα. Κι αυτό γιατί θεωρούν ότι ποτέ δεν υπήρχε κάτι επιλήψιμο σε βάρος των ύποπτων αστυνομικών και κατ΄ επέκταση αδίκως υποβλήθηκαν σε αυτή την ψυχοφθόρο, όπως τη χαρακτηρίζουν, διαδικασία. Είναι ενδεικτικές και οι χθεσινές τοποθετήσεις του Νίκου Λοϊζίδη εκ μέρους του κλάδου αστυνομικού Σώματος της συντεχνίας «Ισότητα», στο πλαίσιο ενημερωτικής εκπομπής του OMEGA («Ενημέρωση Τώρα»).

Έκανε λόγο για προσωπικό κόστος που είχαν οι συνάδελφοί του από την έρευνα της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου της Αστυνομίας, χωρίς -κατά την άποψή του- να υπάρχει κανένα στοιχείο εναντίον τους. 

«Ερευνήθηκαν οι οικίες τους, τους άνοιξαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς, τους πήραν τα κινητά, τις φωτογραφίες και τα video, τους έβαλαν διαθεσιμότητα τρεις μήνες, εργάζονταν στην elite των τμημάτων της Αστυνομίας και τους πετάξαμε. Και δεν τους έλαβαν ούτε και μια κατάθεση» είπε μεταξύ άλλων.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Ο εκπρόσωπος της συντεχνίας «Ισότητα» αναφέρθηκε και σε απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (10/2020), όπου προσέφυγαν οι εν λόγω αστυνομικοί επιτυγχάνοντας να ακυρώσουν ένταλμα έρευνας που είχε εξασφαλιστεί σε βάρος τους. 

Επικαλέστηκε αποσπάσματα της απόφασης της δικαστού του Ανωτάτου, η οποία στην ετυμηγορία της σημείωσε μεταξύ άλλων, πως ο όρκος του υπεύθυνου ανακριτή της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου της Αστυνομίας για σκοπούς έκδοσης του επίδικου εντάλματος έρευνας, ήταν «μεμπτός». 

Ο κ. Λοϊζίδης μίλησε για παράνομες διαταγές ανωτέρων που κλήθηκε να εκτελέσει ο εξεταστής της υπόθεσης σε βάρος των ελεγχόμενων αστυνομικών και κατέληξε κάνοντας λόγο για «αλλότρια κίνητρα».

Ο «Φ» επικοινώνησε με τον εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας, Χρίστο Ανδρέου, καλώντας τον να τοποθετηθεί για τα όσα καταλογίζονται από τη συντεχνία. «Η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Αστυνομίας, υπάγεται απευθείας στον Γενικό Εισαγγελέα», ήταν το αρχικό του σχόλιο.

Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες που τηρούνται σε όλες τις υποθέσεις για τις οποίες γίνεται ποινική διερεύνηση. Εξήγησε ότι από τη στιγμή που δεν στοιχειοθετήθηκαν τα υπό διερεύνηση αδικήματα, οι αστυνομικοί ενημερώθηκαν σχετικά. «Έτσι είναι μια ποινική διερεύνηση» σχολίασε.

Ο κ. Ανδρέου δεν έδειξε να συμμερίζεται τις αναφορές ότι οι επτά αστυνομικοί ελέγχονταν για την υπόθεση του κατασκοπευτικού βαν. «Ήταν μια πτυχή της υπόθεσης που δεν αφορούσε όλους τους υπόπτους» κατέληξε.

Σύμφωνα και με το χθεσινό μας δημοσίευμα οι επτά αστυνομικοί, ελέγχονταν από την υπηρεσία των «αδιάφθορων», για συνολικά 12 αδικήματα. Είχαν συνδεθεί με παράνομες δοσοληψίες με ιδιώτη πρώην συνάδελφό τους. Ο τελευταίος ασχολείτο με παροχή υπηρεσιών σε άλλες νόμιμες εταιρείες. Οι ελεγχόμενοι φέρονταν να του παρείχαν εξειδικευμένες υπηρεσίες, κάποιοι έναντι αμοιβής σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ανακριτή των «αδιάφθορων» και να του έδιδαν πληροφορίες που εξασφάλιζαν από το σύστημα της Αστυνομίας. Μάλιστα, ο ανακριτής της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου της Αστυνομίας είχε καταθέσει ενόρκως στο πλαίσιο αιτήματος για έκδοση εντάλματος έρευνας, ότι οι τρεις εκ των υπόπτων συνδέονταν με την υπόθεση του κατασκοπευτικού βαν. Η έρευνα της εν λόγω υπηρεσίας του αστυνομικού Σώματος σε βάρος των επτά στελεχών της Δύναμης, ξεκίνησε μετά από γραπτή απόρρητη πληροφορία που λήφθηκε (προφανώς από υπηρεσία ασφαλείας της Δημοκρατίας). Τα επτά μέλη της Αστυνομίας υπηρετούσαν σε νευραλγικά πόστα όπως το Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλημάτων (υπάγεται στο αρχηγείο Αστυνομίας), σε επαρχιακά Τμήματα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (ΤΑΕ), σε δικανικά εργαστήρια του Σώματος και σε υπηρεσίες που σχετίζονταν με τον κλάδο των πληροφοριών. Μετά  τη σε βάρος τους διερεύνηση τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για περίοδο δύο μηνών, ενώ όταν επανήλθαν στα καθήκοντά τους μετατέθηκαν.