«Σε μια τόσο μεγάλη χώρα, δεν είμαστε ποτέ μόνοι, καθώς κάθε δέντρο και κάθε τοπίο μάς δίνει ελπίδα. Δεν υπάρχει μικρότητα στη Ρωσία, είναι γεμάτη μεγάλα αισθήματα και μια σπουδαία αγνότητα κρύβεται πίσω από τα αισθήματα αυτά. Στη μεγαλοσύνη σου, δεν νιώθω ποτέ μόνος».

Αυτό είναι ένα λογοτεχνικό απόσπασμα που ξεπατίκωσε ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ το 2013, σε μια μάλλον παραληρηματική επιστολή προς τον ρωσικό λαό, όπου υμνούσε τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τη «σπουδαία δημοκρατία» της χώρας και εξέφραζε την αγάπη του στη ρωσική κουλτούρα και διανόηση. Ο διάσημος Γάλλος ηθοποιός είχε μόλις ανακηρυχθεί Ρώσος πολίτης κατόπιν δικού του αιτήματος, δίνοντας έτσι λύση στο φορολογικό πρόβλημα που προέκυψε στην πατρίδα του.

Μάλιστα, μετά από δείπνο με τον Ρώσο Πρόεδρο που ακολούθησε της ανακήρυξης, μοιράστηκε και τις σκέψεις του για εκείνον σημειώνοντας ότι το ρωσικό έθνος «χρειάζεται έναν άνθρωπο ακριβώς όπως αυτός- με ρωσική ιδιοσυγκρασία» κι ότι ο Πούτιν «προσπαθεί να επιστρέψει λίγη αξιοπρέπεια στον λαό». Παρά το γεγονός ότι πριν από λίγες μέρες πίκρανε λιγουλάκι τον καλό του φίλο εκφράζοντας την αντίθεσή του στον «αδελφοκτόνο πόλεμο», παραμένει persona non grata στην Ουκρανία, την οποία το 2014 είχε δηλώσει ότι αγαπά όσο και τη Ρωσία «της οποίας είναι μέρος».     

Καθένας κρίνεται από τα λόγια και τις πράξεις του και το να θαυμάζεις την κουλτούρα και τη διανόηση ενός λαού δεν είναι κακό. Το αντίθετο. Κακό είναι να θαυμάζεις μια κατάσταση πραγμάτων που καταπιέζει την κουλτούρα και τη διανόηση ενός λαού ή –ακόμη χειρότερα- που βομβαρδίζει (μεταξύ άλλων και) την κουλτούρα και τη διανόηση ενός άλλου, κοντινού λαού. Εν πάση περιπτώσει, με το σημείωμα αυτό δεν σκοπεύουμε να ψέξουμε ή να μακαρθίσουμε τον Ντεπαρντιέ ή άλλους σταρ της μεγάλης οθόνης όπως ο Στίβεν Σίγκαλ, η Πάμελα Άντερσον κι ο Μίκι Ρουρκ, που εξέφρασαν παλιότερα τη συμπάθειά τους στον Ρώσο ηγέτη. Ούτε βρίσκουμε ιδιαίτερα χαριτωμένη την επιστροφή στην εποχή που δακρύζαμε από χαρά όταν ο Ρόκι τις έβρεχε στον κακό Σοβιετικό Ιβάν Ντράγκο.

Είναι εύκολο κι ενδεχομένως όχι και τόσο ηθικό να γλωσσαλγούμε δημόσια περί εθνικής ψυχολογίας και για την ιστορική σχέση Ρωσίας- Ουκρανίας, ενόσω οι ρωσικές βόμβες σφυρίζουν ακόμη στον ουκρανικό ουρανό και εκτυλίσσεται μια ευρεία ανθρωπιστική καταστροφή. Κι ενόσω δεν λέει να φύγει ακόμη από το πίσω μέρος του μυαλού το ενδεχόμενο να βιώσουμε στη βάρδιά μας μια κλιμάκωση ανάλογη μ’ εκείνη που πριν από 60 χρόνια, τον Οκτώβριο του 1962, είχε φέρει την ανθρωπότητα στο χείλος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

Αυτό όμως είναι ένα και η ψυχροπολεμικού τύπου άκρατη δαιμονοποίηση κάθε τι ρωσικού κάτι άλλο. Έχω την αίσθηση ότι αυτό το ασυγκράτητο ρωσοφοβικό μένος που έχει ξεσπάσει, δεν έχει τη ρίζα του στη βάναυση εισβολή αλλά σ’ ένα εμφωλεύον σύμπλεγμα που ανάγεται στην προ την πτώση του τείχους του Βερολίνου εποχή. Υπάρχουν κάποιοι που επιθυμούν να συνεχίσουν να πυροβολούν το άταφο, σαν του Λένιν, πτώμα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» για να σιγουρευτούν ότι δεν θα αναστηθεί. Που φέρονται σαν νικητές ενός πολέμου –στον οποίο ποτέ δεν συμμετείχαν- με εκδικητική διάθεση προς τον θεωρούμενο ως ηττημένο. Και κάνουν ότι δεν παραδέχονται ότι την προοπτική ανασυγκρότησης ενός αντίπαλου δέους στην καπιταλιστική, ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα περισσότερο απ’ όλους την τρέμει ο ίδιος ο Πούτιν και οι ευνοούμενοί του.

Και πάλι όμως, η ιστορική πραγματικότητα δεν είναι ύφασμα να τη ράβουμε όπως μας βολεύει. Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, σου λένε, οπότε είναι μια καλή ευκαιρία να σκυλέψουν το ουκρανικό δράμα για να εξυπηρετήσουν τις ιδεολογικές ή ιδεοληπτικές αγκυλώσεις τους. Από εκεί πηγάζει κι η παντελώς ανιστόρητη και κομματικά καθοδηγούμενη θεωρία των δύο άκρων, με τους υποκινητές της να θεωρούν ακόμη πιο απειλητικό για το σύστημα το αριστερό άκρο.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Πούτιν και τη σημερινή Ρωσία; Ρωτήστε αυτούς που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον πουτινισμό με ψυχροπολεμικό καπίστρι. Η ιστορική και ψυχολογική σχέση της Ρωσίας με το σοβιετικό παρελθόν οπωσδήποτε δεν μπορεί να διαγραφεί. Από την τσαρική εποχή ακόμη, αλλά και στην σοβιετική περίοδο, στην επικράτεια διέμεναν πολλές μειονοτικές ομάδες κι ο εξαναγκασμός αποδοχής της ρωσικής κουλτούρας από αυτούς, o «εκρωσισμός», ήταν μια προσπάθεια πρόληψης των μελλοντικών επαναστάσεων.

Το ίδιο και σήμερα. Η ρωσική κοινωνία παραμένει εμποτισμένη με το εθνολιβάνισμα του θριαμβευτή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- μια νίκη που πλήρωσε με τεράστιο τίμημα αίματος. Παράλληλα, ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία αρχίζει να μοιάζει για πολλούς με τον Ρωσικό Εμφύλιο του 1917-22, με τη διαφορά ότι έχει μεσολαβήσει μια ιδιαιτέρως επώδυνη μεταβατική περίοδος που γέννησε διαφθορά, οικονομική κατάρρευση και ολιγάρχες. Πολλούς ολιγάρχες.

Την περίοδο εκείνη ο Πούτιν εμφανίστηκε στο προσκήνιο περίπου ως μεσσίας, που θα πατάξει τη διαφθορά και θα επιστρέψει στην αχανή χώρα τη χαμένη της αίγλη. Μετά από 22 χρόνια στην εξουσία και άγιος να ήταν –που δεν είναι- θα την ψώνιζε. Αναπόφευκτα αισθάνθηκε κάποια στιγμή τη σκιά του να μεγαλώνει. Ελάχιστοι όμως ανά τον κόσμο είχαν την καλή πρόθεση και την ικανότητα να αναδείξουν με κλινικό τρόπο τη σκληρή πραγματικότητα της Ρωσίας του 21ου αιώνα.

Ένας απ’ αυτούς είναι ο σκηνοθέτης Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ. Από την «Επιστροφή» του 2003 μέχρι το «Χωρίς αγάπη» του 2017, αλλά κυρίως με τον «Λεβιάθαν» του 2014 κατέγραψε το μουμιοποιημένο πτώμα μιας χώρας σε αποσύνθεση ηθών και θεσμών, θρηνώντας για το οριστικά χαμένο όνειρο της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Παράλληλα, όμως ξεκλειδώνει την ψυχή των ανθρώπων, όπως συνθλίβεται από το κτήνος του κράτους και των σύγχρονων συγκεντρωτικών κέντρων εξουσίας.

* Ο τίτλος προέρχεται από το ομότιτλο σοσιαλρεαλιστικό μυθιστόρημα του Νικολάι Οστρόφσκι που έχει φόντο τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο του 1917-22.