Ο Α. Χατζηαντώνης, μας λέει ένα παραμύθι που διάβασε πριν πολλά χρόνια.

Αν κάτι, κάποια ιστορία, ένα παραμυθάκι, μου άρεσε, έστω και αν το διάβασα πριν από 50 – 55 χρόνια, το συγκρατώ.
Τώρα, μπαίνει ο χειμώνας, με προάγγελο τις ήδη χαμηλές θερμοκρασίες και τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου. Η λέξη φθινόπωρο, βγαίνει, από την έκφραση: Φθίνουν οι οπώρες, δηλ. μειώνεται η παραγωγή φρούτων. Να θυμίσουμε και το: «Μηδέ τοι, αιών φθινέτω…» (Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. ε’). Το οποίο σημαίνει, μην αφήνεις τη ζωή σου να χάνεται.
Αυτή η εναλλαγή των εποχών, οι μεταβολές από ζέστη σε κρύο, από λιακάδα σε θλιβερή συννεφιά, έχω την εντύπωση ότι είναι, ή οφείλεται, στη θαυμαστή σοφία του Θεού και Δημιουργού των πάντων. Σας μεταφέρω το παραμύθι όπως το θυμάμαι, το είχα διαβάσει, όταν ήμουν μαθητής δημοτικού, σε ένα παλιό αναγνωστικό της μ. μητέρας μου.
Ήτανε μια κρύα και μουντή μέρα του Νοέμβρη. Ένα αδιάκοπο ψιλόβροχο, έπεφτε στα κίτρινα φύλλα και τα ξερόκλαδα των δέντρων… Μια γριά, εβάδιζε στο δάσος, όπου είχε πάει να μαζέψει ξύλα για το τζάκι της. Αίφνης, εμφανίζεται μπροστά της, ένα λευκοντυμένο παλικάρι, την πλησιάζει και με περισσή ευγένεια, της λέγει: «Καλημέρα γιαγιούλα. Βλέπω, μάζεψες αρκετά ξύλα για να ανάψεις φωτιά στο φτωχικό σου… Έχει μπει για τα καλά ο χειμώνας, ε; Άρχισε το κρύο, μαζί και η ευλογία της βροχής, που θα ποτίσει το διψασμένο χώμα».
«Ποια ευλογία της βροχής γιε μου; Μα, τι λες; Και αυτό το ψοφόκρυο και η γκρίζα συννεφιά… Άσε, όλα αυτά, μου τη δίνουν στα νεύρα… Δεν τα μπορώ με τίποτα! Αλλά, και εκείνη η ζέστη που μας έκαψε το καλοκαίρι; Ανυπόφορη. Δεν είναι κατάσταση αυτή», ήταν η απάντηση της γριάς.
«Α, έτσι; Εντάξει γιαγιά… Σε χαιρετώ. Να πας στο καλό», είπε το παιδί και εξαφανίστηκε, έτσι ξαφνικά, όπως είχε εμφανιστεί μπροστά στην ηλικιωμένη γυναίκα.
Μια από τις επόμενες μέρες, συνέβη το ίδιο ακριβώς, αλλά σε μια άλλη γριούλα, που κι αυτή ήτανε έξω στο δάσος, μαζεύοντας ξύλα για να ζεσταθεί. Ο ίδιος νέος, κάνει και πάλιν την εμφάνισή του μπροστά της. «Ώρα καλή, γιαγιά. Τι κάνεις; Φροντίζεις για τη θέρμανση του σπιτιού σου, βλέπω». «Ποιο σπίτι, νέε μου; Σε μια φτωχική καλύβα μένω. Αλλά, δεν πειράζει… Δόξα σοι ο Θεός. Τα βολεύω μια χαρά!», απαντά η γριά. Για να απαντήσει εκείνος: «Αχ, και τι παλιόκαιρος, γιαγιάκα… Κρύο, βροχές, υγρασία… Και εκείνος ο καύσωνας του περασμένου καλοκαιριού… Δεν αντέχω, αυτές τις εναλλαγές του καιρού. Μου προκαλούν ένα είδος κατάθλιψης. Συμφωνείς;».
«Μα, τι λες γιόκα μου; Βλασφημείς, με αυτά που είπες. Ο καλός Θεούλης, φροντίζει για όλα. Η ευεργετική βροχούλα, που θα ποτίσει τα σπαρτά, τα σιτηρά, να έχουμε στάρι να φτιάξουμε λίγο ψωμάκι. Οι ζέστες πάλι, χρειάζονται και αυτές, για να ωριμάσουν τα δέντρα, να καρπίσουν, να έχουμε φρούτα. Να γίνει ο θερισμός, να έχουμε αλεύρι και ψωμί, για να μην πεθάνουμε απ’ την πείνα. Ας είναι ευλογημένο το όνομα Του Θεού… Φροντίζει για όλους μας».
Αφού την άκουσε προσεκτικά, την χαιρέτησε ευγενικά και αυτήν και χάθηκε μέσα σε ένα γαλάζιο συννεφάκι ο παράξενος νεαρός. Ας δούμε όμως, τι απέγιναν οι γριές. Η πρώτη, μόλις έφτασε στο σπίτι της, άνοιξε το καλάθι και τι να δει; Αντί για ξύλα, βλέπει φίδια και σκουλήκια να βγαίνουν και να εξαπλώνονται παντού στο σπίτι της…
Με τη δεύτερη γριά κυρία, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Μόλις γύρισε στο χωριό, στη θέση της φτωχικής καλύβας, με έκπληξη αντικρίζει ένα πολύ όμορφο, καλοφτιαγμένο σπιτάκι! Και ανοίγοντας το καλαθάκι της, αντί για ξύλα, βρήκε χρυσές λίρες και άλλα πολύτιμα κοσμήματα!
Έτσι είναι, φίλοι μου. Αν είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε, δεν βαρυγκωμάμε για τις εποχές του χρόνου, ή για άλλες καθημερινές δυσκολίες, ο Θεός το αναγνωρίζει και μας ανταμείβει. Αν όμως είμαστε αχάριστοι, δύστροποι και γκρινιάρηδες, μας φταίνε όλοι και όλα και δεν είμεθα με τίποτα ευχαριστημένοι, ε, ας μην περιμένουμε και τη στήριξη από οποιονδήποτε. Ας ζήσουμε με τη μιζέρια και τη δυστυχία, που εμείς οι ίδιοι καλλιεργήσαμε στην ψυχή μας.