Η 40χρονη «Μαρία» είναι ασθενής με ψυχωσική διαταραχή και δεν μπορεί να εργαστεί, για αρκετά τώρα χρόνια. «Για να μπορώ να βγάλω κάπως τη μέρα – μου είπε – παίρνω κάθε μέρα εννιά ψυχοφάρμακα: Ένα αντικαταθλιπτικό, τρία ηρεμιστικά, τρία αγχολυτικά, δύο αντιψυχωσικά και αν θα βγω έξω, παίρνω ακόμα ένα αγχολυτικό και ένα ηρεμιστικό. Υποφέρω για 17 χρόνια… στα 24 μου αρρώστησα και νοσηλεύτηκα στο ψυχιατρείο. Δούλευα, είχα πολλά προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, είχα πίεση πολλή στη δουλειά… Είχα ακουστικές ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις κάποιες στιγμές… και επειδή στο μυαλό μου είχα λάθος πράγματα, δεν δεχόμουν να πάρω φαρμακευτική αγωγή. Και έτσι κατέληξα στην Αθαλάσσα με δικαστικό ένταλμα… όταν με ρώτησε η δικαστής, τι μού συμβαίνει, της είπα, «δεν ξέρω τι μού γίνεται…».

Έμεινα μέσα πέντε μέρες, συνεργάστηκα, δέχτηκα φαρμακευτική αγωγή. Βγήκα, αλλά συνέχισα να πηγαίνω στο ψυχιατρείο να με παρακολουθούν και να μου βάζουν ενέσεις. Για λίγο καιρό δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, λόγω των φαρμάκων που μού έδωσαν στο ψυχιατρείο. Εξακολουθούσα ν’ ακούω φωνές, αλλά οι φωνές μού έλεγαν να μην το λέω… κι έπαιζα αυτό το παιγνίδι μέσα στον εγκέφαλο μου… προσπάθησα να δουλέψω, κάποτε τα κατάφερνα, κάποτε όχι, όταν αυτό γινόταν έντονο. Για χρόνια μπαινόβγαινα στη ψυχιατρική πτέρυγα… έλεγα στους γιατρούς «κάντε κάτι, να σταματήσω ν’ ακούω φωνές…». Έβαλα 30 κιλά, λόγω των φαρμάκων… Πίνω τόσα πολλά χάπια κι όμως εξακολουθώ να έχω άγχος… Φαντάσου να πάω να δουλέψω τι θα γίνει…».

 Η  ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια στη Λευκωσία Γιώτα Ευσταθίου, ανέφερε σε παρουσίαση στην Κυπριακή Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, ότι «ένα ψυχωσικό άτομο κουβαλά μέσα του το «τέλος του κόσμου», τη διάλυση του ψυχισμού». Πρόσθεσε ότι «η ψύχωση, κατά τον Άγγλο παιδίατρο και ψυχαναλυτή Donald Winnicott, αποτελεί μια αμυντική οργάνωση ενάντια στον φόβο της κατάρρευσης, η οποία έχει ήδη υπάρξει ως εμπειρία.

Κατά τον επίσης Άγγλο ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Wilfred Bion, ο ψυχωσικός ασθενής κάνει διασπαστικές επιθέσεις στο νου, προσπαθώντας να εξαφανίσει τη ψυχική του πραγματικότητα, την οποία μισεί και φοβάται. Οι ασθενείς δύσκολα δέχονται θεραπεία που έχει στόχο να ενοποιήσει τα κομμάτια, γιατί φοβούνται πως μετά θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν ένα ολόκληρο τρομακτικό και σκληρό υπερεγώ. Αυτή η φάση μπορεί να πάρει από μερικά, μέχρι και πολλά χρόνια. Αν το πλαίσιο και ο ίδιος ο ασθενής, επιβιώσουν αυτής της επίθεσης, τότε επέρχεται η φάση της προσαρμογής σε πιο φυσιολογικούς τρόπους σχετισμού, περισσότερη ηρεμία, περισσότερη ασφάλεια, που κάποιες φορές οδηγεί μέχρι την ανεξάρτητη διαβίωση». Πέρα από τις βαθιές ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις της Γιώτας Ευσταθίου, θα έλεγα ότι η φάση της προσαρμογής οδηγεί ουσιαστικά στο να ξαναβρούν κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους, ένα μέρος έστω, από τον χαμένο, τον απορριμμένο, τον εξαφανισμένο εαυτό τους.

 Ο Ξενοφών Ιωαννίδης πρόεδρος του Παγκύπριου Ομίλου «Ελπιδοφόρος», οργάνωσης που δημιουργήθηκε από ψυχικά ασθενείς, μου είπε ότι «κάποιοι δεν είναι ευτυχείς που υπάρχει η δική μας φωνή. Κι αυτό γιατί προφανώς θεωρούν ότι έχουμε λανθασμένη και θολή κρίση, επειδή είμαστε ασθενείς και παίρνουμε φαρμακευτική αγωγή… λες και η κρίση όλων των άλλων που δεν είναι ασθενείς, είναι σωστή και ξεκάθαρη…». Σωστή και ξεκάθαρη στο θέμα αυτό, η κρίση του κυρίου Ιωαννίδη!