Δέκα χρόνια έκανα προσπάθειες ν’ αποκτήσω ένα παιδί. Αυτή ήταν η ζωή μου. Αυτό αποζητούσα κάθε πρωί, σε κάθε ξύπνημα και πριν πέσω για ύπνο, αυτό ήταν στις σκέψεις μου. Μεγάλωσα, οι γιατροί άρχισαν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, η ηλικία παίζει ρόλο, έλεγαν.

Έμπαινα και έβγαινα στις κλινικές και τα νοσοκομεία. Έκανα πολλές εξωσωματικές προσπάθειες. Μια διαδικασία που θέλει δύναμη, υπομονή, επιμονή… Τα πάντα γύρω μου ήταν εξάρτηση αυτού του γεγονότος σε σημείο που κατάλαβα ότι είχα γίνει υπερβολική. Πολλοί, πάλι, μου έλεγαν, σταμάτα, υπάρχουν τόσα και τόσα παιδιά εκεί έξω που θέλουν την θαλπωρή και την αγάπη μιας οικογένειας.

Έμεινα έγκυος. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Ούτε ο άθλιος πόλεμος που ξέσπασε. Δεν άκουγα, δεν έβλεπα, δεν έβγαινα από το σπίτι, όλοι έτρεχαν φοβισμένοι να φύγουν, να κρυφτούν, να σώσουν τη ζωή τους. Όποτε κτύπαγε η σειρήνα και αναγκαστικά πήγαινα στο καταφύγιο έβλεπα μαμάδες με παιδάκια και χαμογελούσα, νόμιζαν όλοι ότι τα είχα χαμένα. Γύρω μου μια κόλαση, μας έκοψαν το νερό, ηλεκτρισμό μόνο λίγες ώρες είχαμε, εγώ χαμογελούσα. Η ζωή μου άλλαξε όταν άρχισε να φαίνεται η στρογγυλή κοιλιά μου, όλα πήγαιναν καλά! Όλη μέρα καθόμουν μέσα. Έξω πετούσαν αεροπλάνα, έσκαζαν βόμβες, κόσμος ούρλιαζε. Εγώ, τίποτα. Έκλεινα τ’ αυτιά και τα μάτια μου και περίμενα. Ευτυχώς, η μάνα μου δίπλα μου. Τα πρώτα σκιρτήματα μου έδωσαν κουράγιο, χαρά μεγάλη. Η αναμονή, η ένταση για να έλθει επιτέλους αυτό το όνειρο, να το αγγίξω με τα χέρια μου, να το αγκαλιάσω να το φιλήσω έφθανε σε ένα τέλος…το ένιωθα. Πριν ξεκινήσει τούτο το κακό που μας βρήκε, πάνβαρη και με τη ψυχή στο στόμα, γιατί οι βόμβες έπεφταν σαν βροχή, βγήκα να πάρω τα αναγκαία για την άφιξη του. Οι γειτόνισσες μου μου έφεραν ότι μπορούσαν.

Στις 18 Νοεμβρίου γέννησα με καισαρική τομή ένα πρόωρο αγοράκι. Όταν ξύπνησα δεν το είδα, δεν μου το έδωσαν, το είχαν πάρει. Ούρλιαζα, ποιος με άκουγε, στο διπλανό κρεβάτι φέραν ένα αγοράκι που του είχαν κόψει το πόδι, απέναντί μου ένας νεαρός που έχασε τα μάτια του. Αλαφιασμένη, κρατώντας την ξεφούσκωτη κοιλιά μου γύριζα μέσα στους διαδρόμους, ρωτούσα απεγνωσμένα, γύρω μου περνούσαν φορεία με τραυματισμένους, αίματα παντού, φωνές, απελπισία. Μια νοσοκόμα με μάζεψε και με πήρε πίσω στο κρεβάτι. Μου εξήγησε ότι για να ζήσει το παιδί μου έπρεπε να μπει σε θερμοκοιτίδα, δεν μου είπε ότι ηλεκτρισμό δεν είχαν. Ούτε κατάλαβα, ούτε άκουγα, ήθελα πιάσω τον γιο μου στα χέρια μου, να τον φιλήσω, να τον κρατώ, τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Κάθε δεκάλεπτο σήμαναν οι σειρήνες. Στο νοσοκομείο πανικός. Τίποτα δε με ενδιέφερε, ήθελα να δω τον γιο μου, να τον έχω δίπλα μου. Με πήραν να τον δω. Όχι να τον κρατήσω. Μου υπέδειξαν το δικό μου. Γυμνό, μέσα σε θερμοκοιτίδα με άλλα δυο, με δεμένα μάτια, με σωλήνες να βγαίνουν από τα σωματάκια τους, μικροσκοπικά, με μαύρα μαλλάκια, ποδαράκια λεπτά. Μετρούσα τα δάκτυλα των ποδιών του. Δίπλα μου οι μανάδες των άλλων δυο. Τα κοιτούσαμε, κλαίγαμε, η μια κρατούσε την άλλη, αλλά ήταν εκεί, κινούσαν τα πόδια και τα χεράκια τους. Δυο φορές τη μέρα μας επέτρεπαν να τα βλέπουμε!  Όχι να τα κρατάμε. Οι μέρες δεν περνούσαν, οι νύχτες ανυπόφορες.

Από το νοσοκομείο μας ζήτησαν να φύγουμε γιατί χρειάζονταν τα κρεβάτια. Εμείς, όχι ο γιος μου. Το τι γινόταν κάθε μέρα είναι δύσκολο να το περιγράψει κανείς. Οι γιατροί εκεί, άυπνοι, έτρεχαν να προλάβουν κάθε λεπτό έμπαινε ένα νέο φορείο και μαζί του κόσμος, οι συγγενείς, οι μανάδες, παιδιά…

Έφυγα. Πήγα σπίτι. Τι σπίτι; Ό,τι απέμεινε. Είχαν κτυπήσει ένα από τα δωμάτια. Ηλεκτρισμό δεν είχαμε, ο χειμώνας είχε μπει με τα καλά, το βράδυ βροχές ανελέητες και τσουχτερό κρύο από παντού. Η μάνα μου εκεί, βράχος. Εγώ, σκιά του εαυτού μου.

Κάθε πρωί πήγαινα στο νοσοκομείο, να τον δω! Τουλάχιστον να τον δω. Τίποτα άλλο. Χιλιάδες γύρω μου. Προχθές πήγα, ανέβηκα στον όροφο που ήταν οι θερμοκοιτίδες. Άδειο δωμάτιο, κτυπημένο από οβίδα. Ζαλίστηκα, σκοτοδίνη, δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου. Τα παιδιά, τα τρία παιδιά μου, όλες οι θερμοκοιτίδες έλειπαν. Βρήκα τις άλλες μανάδες. Ψάχναμε σαν τρελές. Βρήκαμε μια νοσοκόμα, μας είπε ότι τα πήραν αλλού για να τα σώσουν. Τα έβαλαν στο πάτωμα ενός φορτηγού. Τα πρόωρα παιδιά μας.  Κανείς δε με άκουγε. Κανείς δεν ξέρει που πήγαν. Καθίσαμε καταγής. Κάποιος ήρθε και μας έδιωξε, είπαν ότι θα κτυπήσουν πάλι. Μας είπαν ότι πήραν τα παιδιά μας στην Αίγυπτο να τα σώσουν… Όχι μόνο τον γιο μου, τριάντα εννέα μωρά, τα φόρτωσαν ως να ήταν σακκιά και τα πήραν. Άλλοι μας είπαν ότι τα πήραν στην Τουρκία, άλλοι στην Ευρώπη, τα δικά μας μωρά!

Δεν καταράστηκα κανένα στη ζωή μου. Εσάς όλους, όλους, δε σας εύχομαι να χάσετε τα παιδιά σας όπως έχασα εγώ το δικό μου. Σας εύχομαι να φύγετε γρήγορα από αυτή τη γη, όλοι σας, να φύγετε, ο καθένας από σας να χαθεί να μη ξαναδεί φως ποτέ στη ζωή του!

Μια μάνα.

Τι σημασία έχει αν είναι Εβραία ή Παλαιστίνια;