Πριν από μερικές εβδομάδες ο πολύπραγος συγγραφέας και ασκημένος ανθρωπιστής Θανάσης Τριαρίδης προέβη σε μια ενέργεια ανάρια -αν όχι πρωτόγνωρη- για τα σύγχρονα ελληνικά και καλλιτεχνικά ήθη.

Εξέφρασε δημόσια την ευγνωμοσύνη και εκτίμησή του προς τον σπουδαίο –κυπριακής καταγωγής- θεατρολόγο και κριτικό Σάββα Πατσαλίδη, επειδή μπήκε στον κόπο να γράψει εμπεριστατωμένη κριτική για θεατρικό του έργο, παρά το γεγονός ότι η κριτική αυτή ήταν εξαιρετικά αρνητική. Ο Τριαρίδης δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο στην τέχνη από την ύπαρξη μιας οργανωμένης κριτικής σκέψης» και ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από την απουσία της».

Εγώ θα πρόσθετα ότι μια αρνητική- αυστηρή κριτική, δεδομένου ότι είναι εμβριθής και καλόβουλη είναι ακόμη πιο εποικοδομητική και χρήσιμη απ’ ότι μια εγκωμιαστική. Σε κάθε περίπτωση, ένας εμπεριστατωμένος και ουσιαστικός διάλογος είναι κάτι που έχει απόλυτη ανάγκη και η κυπριακή καλλιτεχνική παραγωγή. Δεν θα μηδενίσω ισχυριζόμενος ότι απουσιάζει παντελώς (άλλωστε κάτι τέτοιο κατά κάποιον τρόπο θα έμοιαζε συν τοις άλλοις και αυτοϋπονομευτικό, αν όχι σχιζοφρενικό).

Είναι ωστόσο αρκούντως ευδιάγνωστο το ότι έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Νόνας Μολέσκη το κυπριακό θέατρο, από τη σκοπιά της κριτικής του αποτύπωσης, έχει υπό μια έννοια ορφανέψει. Η απώλεια συνέτεινε σε μια τραγωδία, κατά τον τρόπο που το εννοεί ο Τριαρίδης. Η σκηνική παραγωγή στο νησί μοιάζει να έχει χάσει ένα συμπαγές σημείο αναφοράς.

Στις 17 Ιανουαρίου ήταν η πρώτη επέτειος του θανάτου της και η συντακτική επιτροπή του πολιτιστικού περιοδικού «Νέα Εποχή» μού είχε ζητήσει να καταθέσω ορισμένες σκέψεις για το πρώτο τεύχος του 2024. Αισθάνομαι την ανάγκη να μοιραστώ ένα μικρό μέρος απ’ αυτές και μέσα από την εφημερίδα στην οποία η Νόνα δημοσίευε τις κριτικές της επί 30 συναπτά έτη. Μια σκέψη είναι ότι ενώ ο πλανήτης Γη δεν σταμάτησε να γυρίζει, όλα μοιάζουν ίδια, αλλά και τόσο διαφορετικά. Σαν να έκλεισε, με τον χαμό της, ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του θεάτρου. Υπάρχει η αίσθηση ότι το κενό που άφησε ολοένα και διογκώνεται. Είναι άραγε άσχετο το γεγονός ότι το κυπριακό θέατρο μοιάζει να διέρχεται σήμερα ένα κρίσιμο μεταίχμιο;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μια λευκή σελίδα

Σε ένα ακόμη πιο κρίσιμο και καταιγιστικό μεταίχμιο βρίσκεται η κριτική της τέχνης, στην Κύπρο αλλά και παγκοσμίως. Τα παραδοσιακά μέσα επενδύουν όλο και λιγότερο στην υπεύθυνη άποψη, ενώ η φευγαλέα ηλεκτρονική ενημέρωση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ήδη μια πρόχειρη και διαβλητή νέα πραγματικότητα. Η κριτική, όπως τη γνωρίζαμε, πνέει τα λοίσθια. Οι εφημερίδες, που συνεχώς συρρικνώνονται, έχουν καταστήσει σαφές ότι μπορούν να ζήσουν χωρίς κριτικούς, όσο και οι κριτικοί χωρίς εφημερίδες.

Το ζήτημα είναι αν μπορεί το καλλιτεχνικό πεδίο να ζήσει χωρίς έγκυρη και οξυδερκή κριτική. Όπως συμβαίνει πάντα, το υπό διαμόρφωση τοπίο αυτορρυθμίζεται γι’ αυτό και είναι σημαντικό στη συγκυρία αυτή ο σπόρος που έθεσαν πρωτοπόροι της αναλυτικής άποψης να καταφέρει να βλαστήσει.

Η έλλειψη παρεμβατικής, υπεύθυνης, εμπεριστατωμένης και –κυρίως- ενδιαφέρουσας κριτικής δεν συνιστά απλώς αδυναμία για ένα θεατρικό περιβάλλον· συνιστά ανεπάρκεια. Τονίζω το «ενδιαφέρουσας» γιατί το ζητούμενο είναι πάντα η επικοινωνία με το κοινό. Μια ζουμερή και ερεθιστική πένα είναι σημαντικότερη από μια επιστημονικά τεκμηριωμένη, αλλά απρόσωπη, κακογραμμένη και «στεγνή». Και τα κείμενα της Νόνας, πέρα από ευανάγνωστα, σε πολλές περιπτώσεις ήταν από μόνα τους μια λεκτική «παράσταση».

Προτεραιότητα του κριτικογράφου, όσα συναισθήματα κι αν τρέφει για τους ανθρώπους του θεάτρου και την προσφορά τους, δεν πρέπει να είναι η συναισθηματική θωπεία οποιουδήποτε δημιουργού. Ο ευχάριστος κριτικός δεν είναι απαραίτητα και χρήσιμος. Αυτό δεν σημαίνει ότι παρατηρητής και καλλιτέχνης είναι αντιμαχόμενοι. Έναν καλλιτέχνη τον σέβεσαι πραγματικά μόνο όταν είσαι αυστηρός, ακέραιος και απαιτητικός απέναντί του. Όταν πάνω απ’ όλα σέβεσαι την τέχνη του, όταν του καθιστάς σαφές ότι αυτό με το οποίο καταπιάνεται είναι θεμελιώδες.

Το ήθος, πέρα ακόμη και από την όποια ακαδημαϊκή επάρκεια, είναι αυτό που προσθέτει στο κύρος. Και θεωρώ ότι το ήθος και η ευγένεια ξεχείλιζαν από τη γραφίδα της. Και δεν ήταν μια ευγένεια προγραμματισμένη και υποκριτική. Η Νόνα δεν διαχώριζε τις κριτικές της σε αρνητικές και θετικές. Τις θεωρούσε όλες ως την ανταπόκριση ενός θεατή στα όσα έβλεπε, πάντα με βάση τη διαμορφωμένη αισθητική του.

Είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η κριτική είναι μια διεργασία «παρασιτική», που εφορμάται και εξαρτάται από τη δραστηριότητα των άλλων. Οι οποίοι «άλλοι», συχνότατα, καταθέτουν μια κοπιώδη, αγωνιώδη και μακρόπνοη πνευματική -και σωματική- εργασία, της οποίας την αποδόμηση είναι δύσκολο να καταδεχτούν από ένα κείμενο που γράφτηκε μέσα σε μερικές ώρες.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα κριτικό σημείωμα δεν μπορεί να λειτουργήσει αναστοχαστικά, αναζωογονητικά ή και συμπληρωματικά ως προς τη δημιουργική διαδικασία, φέρνοντας έναν ωφέλιμο αέρα διεξοδικής ή και αφοριστικής διορατικότητας, που προσθέτει επί του υπό κρίση έργου.

Η Νόνα υπήρξε ένας άνθρωπος με ενσυναίσθηση και πηγαίο νοιάξιμο για το θέατρο, κάτι που είναι προφανές αν αναλογιστεί κανείς πόσο συχνά επένδυε δύο ώρες από το 24ωρό της για να βρίσκεται σε μια σκοτεινή πλατεία παρακολουθώντας ένα δρώμενο. Αυτή η τακτική σχέση ευνοούσε, εννοείται, και την ίδια. Δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τον εμπλουτισμό γνώσεων και εμπειριών, παράλληλα -εννοείται- με την προσωπική της ικανότητα να «διαβάζει» το παραστασιακό αποτέλεσμα σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο. Έτσι υπηρέτησε εύγλωττα, όσο και διακριτικά, άοκνα, υπεύθυνα και ευλαβικά το λειτούργημα της εποικοδομητικής κριτικής, συμβάλλοντας από το δικό της μετερίζι στον τρόπο που το θέατρο καλλιεργεί μια νέα μνήμη.

Φρονώ ότι μια πλήρης και καλά επιμελημένη έκδοση με βάση τη δική της συνεπή καταγραφή της ζώσας ιστορίας του κυπριακού θεάτρου είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία.

Ελεύθερα, 21.1.2024