Ζούμε σε έναν θορυβώδη, φαινομενικά αμολητό κόσμο όπου ο καθένας έχει στη διάθεσή του μια ντουντούκα για να διαλαλεί το μακρύ του και το κοντό του. Παρά το γεγονός αυτό –ή εξαιτίας του- η ελευθερία του λόγου στη φιλελεύθερη δημοκρατική Δύση δεν διάγει και τις καλύτερες μέρες της.

Προφανώς, υπάρχουν και χειρότερα. Αν ζεις στη σημερινή Ρωσία και απαγγείλεις ένα αντιπολεμικό ποίημα σε μια πλατεία, μπορεί να σε μπουζουριάσουν και να σε σύρουν σε δίκη παρωδία. Αν είσαι αντιπολιτευόμενος ακτιβιστής μπορεί ν’ αφήσεις τα κοκαλάκια σου σε καμιά σωφρονιστική αποικία για βαρυποινίτες στον αρκτικό κύκλο.

Δευτερεύουσα σημασία έχει αν ο Αλεξέι Ναβάλνι, εν προκειμένω, δολοφονήθηκε άμεσα ή έμμεσα από το καθεστώς του Κρεμλίνου, το οποίο είχε να επιλέξει ανάμεσα στη διεθνή κατακραυγή και την ευθεία προειδοποίηση προς τους εχθρούς του.

Σε όποιον λοιπόν δεν αρέσει το δυτικό αφήγημα, ή αισθάνεται να ασφυκτιεί από τον αποστειρωμένο ωφελιμισμό, τον κεκαλυμμένο μακαρθισμό και την κραυγαλέα υποκρισία της Δύσης, έχει πάντα την επιλογή να αυτομολήσει σε αυταρχικά καθεστώτα, αλλιώς ας σιωπήσει για πάντα. Γιατί όσο δεν σιωπά και συνεχίσει να μάς κουράζει με την κριτική και τα «ναι μεν αλλά…» του, θα του τρίβουμε στη μούρη τις εναλλακτικές του.

Με το συνεχώς διευρυνόμενο, αχαρτογράφητο τοπίο των απολίτικων και απαθών κανείς δεν ασχολείται επί της ουσίας. Όμως, εξίσου ενοχλητικοί –αν όχι και περισσότερο- από τους «δογματικούς» επικριτές της επιλεκτικής ευαισθησίας και της αιματηρής «εξαγώγιμης δημοκρατίας» από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι οι λεγόμενοι «ισαποστάκηδες» και οι επιφανείς ουδέτεροι.

Η περίπτωση του Θόδωρου Κουρεντζή, ο οποίος τα τελευταία δύο χρόνια που μαίνεται η εισβολή στην Ουκρανία αποφεύγει τις δημόσιες τοποθετήσεις, είναι ενδιαφέρουσα από πολλαπλές απόψεις. Από τη μια, είναι σίγουρο ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που το 2014 τού έδωσε τη ρωσική υπηκοότητα, πολύ θα εκτιμούσε μια δήλωση συμπαράστασης. Η οποία δεν ήρθε ποτέ.

Από την άλλη, όμως, ούτε και η πολυπόθητη στη Δύση δήλωση καταδίκης της ρωσικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής έχει γίνει μέχρι σήμερα, γεγονός που τού κόστισε μεταξύ άλλων τη συμμετοχή στο Μουσικό Φεστιβάλ της Βιέννης, τον ερχόμενο Ιούνιο.

Προσοχή, όμως: δεν θα συμμετείχε με κάποια ρωσική ορχήστρα, αλλά με τη Συμφωνική Ορχήστρα Ραδιοφωνίας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας (SWR), της οποίας τυγχάνει –και παραμένει- αρχιμαέστρος. Αυτό συνέβη κατόπιν «επιθυμίας» της Ουκρανής μαέστρου Οξάνα Λίνιβ να μην εμφανιστεί με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Κιέβου στο ίδιο φεστιβάλ με τον Κουρεντζή. Επιθυμία που έγινε σεβαστή και ακυρώθηκε η άλλη συναυλία υπό τη διεύθυνση του Κουρεντζή, με τους διοργανωτές να επικαλούνται αυτή την επιθυμία και να εκφράζουν με διπλωματική αβρότητα την εκτίμησή τους στον Έλληνα μαέστρο «αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή». Εννοώντας φυσικά την -απόλυτα κατανοητή- ιδιαίτερη ευαισθησία που μπορεί να έχουν εν καιρώ πολέμου καλλιτέχνες από μια πληγείσα χώρα. Αν πάντως διακρίνετε μια αμήχανη, σχεδόν σχιζοφρενική διαχείριση, καλώς τη διακρίνετε.

Ανοίγουμε μια παρένθεση εδώ για να επισημάνουμε ότι ο Θόδωρος Κουρεντζής θα παραμείνει αρχιμαέστρος της ορχήστρας με έδρα τη Στουτγάρδη μέχρι το τέλος της σεζόν 2024-25, κατόπιν δικής του επιθυμίας κι όχι για πολιτικούς λόγους «όπως κάποιοι εικάζουν ή ελπίζουν», σύμφωνα με την Frankfurter Allgemeine.

Χωρίς να είναι ποτέ από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Πούτιν, ούτε ιδιαίτερα ενσωματωμένος στις ρωσικές κρατικές δομές σε σχέση με άλλους συναδέλφους του, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι η ορχήστρα του MusicAeterna με έδρα την Αγία Πετρούπολη έχει ως βασικό χορηγό τη βρισκόμενη υπό δυτικές κυρώσεις τράπεζα VTB. Κάποιοι μάλιστα τον επικρίνουν σφόδρα για το γεγονός ότι τον περασμένο Γενάρη εκτελούσε το πασίγνωστο ρωσικό τραγούδι «Μοσχοβίτικα Βράδια» με τη Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης, την ώρα που μαινόταν μια από τις δριμύτερες ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις στην Ουκρανία.

Είναι δεδομένο ότι η εικόνα ενός παγκόσμιας εμβέλειας εκκεντρικού σταρ- επαναστάτη του πόντιουμ που προωθούσε ο Κουρεντζής έχει πληγεί. Ίσως ανεπανόρθωτα. Από την άλλη, ωστόσο, στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι οι πρακτικές τυφλής ακύρωσης και «ηθικής αυτοδικίας» δεν είναι μόνο άδικες ή φαιδρές, αλλά και στείρες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Δύση έγινε πιο ελαστική στο ουκρανικό ή ότι έχει αρχίσει να μπουχτίζει και να κάνει σκέψεις για πιο υποχωρητική στάση.

Το γεγονός ότι ο Κουρεντζής σπούδασε και ανελίχθηκε επαγγελματικά στη Ρωσία, η σχέση του με τη ρωσική μουσική κουλτούρα και ο θαυμασμός του γι’ αυτή, σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζεται σε θαυμασμό για το σημερινό πολιτικό καθεστώς και τις πρακτικές του. Από την άλλη δεν μπορεί να προσπεράσει την οικονομική και δημιουργική του εξάρτηση από αυτό, όπως βέβαια και των μουσικών του, στην MusicAeterna και την Utopia. Καμία διάθεση δεν έχει προφανώς να κάνει τον ήρωα με κίνδυνο στην καλύτερη περίπτωση να χάσει τα προνόμια που απολαμβάνει ή να απελαθεί και στη χειρότερη περίπτωση να πάει «διακοπές» σε κάποιο σύγχρονο γκουλάγκ. Δεν είμαστε όλοι γεννημένοι ήρωες.

Για κάποιους μπορεί να είναι ψιλά γράμματα, αλλά στη Βιέννη το καλοκαίρι ο Κουρεντζής δεν επρόκειτο να παρουσιάσει όποιο κι όποιο έργο, αλλά το «Πολεμικό Ρέκβιεμ» του Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Πρόκειται για ένα από τα πιο αντιπολεμικά συμφωνικά έργα του 20ού αιώνα, βασισμένο σε εννέα ποιήματα του Γουίλφρεντ Όουεν, που σκοτώθηκε στον Μεγάλο Πόλεμο το 1918, λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση. Δεκαετίες πριν από τον Αντόρνο, ο Όουεν έγραφε για τη ματαιότητα της ποίησης – της τέχνης- μπροστά στον πόλεμο και το κρίμα του πολέμου.

Ο καλλιτέχνης νιώθει πολλές φορές ότι βρίσκεται στο δικό του μετερίζι και ότι τα καταφέρνει να τοποθετείται για τις τρέχουσες συγκρούσεις και εξελίξεις μόνο εμμέσως και υπαινικτικά, μέσω της δουλειάς του. Ακόμη κι αν χρειαστεί κάποιες φορές να ταλαντευτεί μεταξύ ύποπτης αποστασιοποίησης, ατολμίας και συμβιβασμού, προκειμένου να διατηρήσει το βήμα για να εκφράσει την αλήθεια της τέχνης του μαζί μ’ ένα πανανθρώπινο μήνυμα. Έχοντας ίσως στο πίσω μέρος του μυαλού, στην προκειμένη περίπτωση, τη σκέψη ότι το καθεστώς του Κρεμλίνου δεν εκφράζει, ούτε εκπροσωπεί, αλλά μάλλον καταχράται τη ρωσική κουλτούρα.

Πόσο μακριά όμως μπορεί να φτάσει ένα πανανθρώπινο μήνυμα το οποίο δεν εκπέμπεται με παρρησία;

Ελεύθερα, 25.1.2024