Αλήθεια, πόσο πιο σπουδαία θα ήταν όλα αυτά με το «Αμάλθεια», αν οι Κύπριοι δεν είχαν το πρόβλημα της κατοχής να τους στερεί την απόλαυση της ευημερίας που δικαιούνται. Πόσο πιο σπουδαία θα ήταν αν μαζί με τους Ελληνοκύπριους μπορούσαν να νιώθουν και οι Τουρκοκύπριοι ως μέρος της επιτυχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας είναι πολίτες νόμιμα αλλά όχι βιολογικά.

Η επιτυχία αυτής της καθόλου εύκολης προσπάθειας για τον ανθρωπιστικό διάδρομο προς τη Γάζα, μπορεί να φαίνεται ότι ανήκει στον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη και τους συνεργάτες του, αλλά ουσιαστικά ανήκει στην Κύπρο. Όποιο και να είναι το μέλλον της προσπάθειας, η οποία σε ένα περιβάλλον πολέμου δεν είναι διασφαλισμένο, και μόνο το γεγονός ότι εκδόθηκε την Παρασκευή κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Κυπριακής Δημοκρατίας, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και Ηνωμένου Βασιλείου, καθιστά την Κυπριακή Δημοκρατία σημαντικό παράγοντα σε γεωστρατηγικές εξελίξεις της περιοχής.

Ήταν πάντα παράγοντας, είναι γνωστό, λόγω κυρίως γεωγραφίας, αλλά συνήθως τη γεωγραφική της θέση αξιοποιούσαν άλλοι (Βρετανοί, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Ισραηλινοί…) και όχι η Κυπριακή Δημοκρατία, όχι οι Κύπριοι. Η σημερινή εξέλιξη δίνει στην Κύπρο έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια εξέλιξη που δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει, μεμονωμένη και αποσπασματική, που θα λήξει με το τέλος του πολέμου.

Από τη μια, λοιπόν, είναι ο προβληματισμός που λέει ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος αυτή τη γεωστρατηγική αξία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αναδείχθηκε έστω και συγκυριακά, οφείλει η ηγεσία να την αξιοποιήσει εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων, που μάταια αναζητούν το δίκαιό τους μισό αιώνα τώρα. Από την άλλη, είναι οι μαύρες σκέψεις που κουβαλά και μας πλακώνει η κατοχή. Γιατί να είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτόμαστε έτσι; Γιατί να μην μας επιτρέπουν οι συνθήκες να απολαύσουμε το όποιο πλεονέκτημα της γεωγραφίας και των συγκυριών, ως μια πραγματικά ελεύθερη «κοινή πατρίδα», μαζί με τους Τουρκοκύπριους πολίτες του κυπριακού κράτους;

Όταν, λοιπόν, παρακολουθούσα αυτές τις εξελίξεις σκεφτόμουν αν τις παρακολουθούν και οι Τουρκοκύπριοι. Αν είναι σε θέση να αντιληφθούν τι συμβαίνει και πόσα οι ίδιοι απώλεσαν επιλέγοντας άλλο δρόμο από τον κοινό που συμφώνησαν, και σαμπόταραν ταυτόχρονα, το 1960. Και αν, αντί να απολαμβάνουν αυτές τις εξελίξεις με τα όποια θετικά μπορούν να φέρουν στους κατοίκους αυτού του νησιού, επιλέγουν να ταυτίζονται με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, ο οποίος έλεγε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία «κάτω από την ονομασία του ανθρωπιστικού κέντρου για τους κατοίκους της Γάζας (…) έχει γίνει βάση υλικοτεχνικής υποστήριξης όπλων και πυρομαχικών για το Ισραήλ». Και ότι  «πρέπει να προσέχουμε από τους λύκους με προβιά προβάτου» (εμείς είμαστε αυτοί οι λύκοι!).

Τι να κάνουμε, όμως, μας ανάγκασαν να αξιοποιούμε μόνοι μας οι Ελληνοκύπριοι τη θέση της Κύπρου, είναι ζήτημα επιβίωσης.