Πανηγυρίζαμε όταν πριν από δύο χρόνια ο τομέας του Πολιτισμού απαγκιστρώθηκε από τη μασχάλη του Λεβιάθαν της Παιδείας, με την ίδρυση του Υφυπουργείου. Φαίνεται όμως ότι εκεί στο ΥΠΑΝ -με το ένα πι- έχουν πάρει πολύ σοβαρά αυτή την απαγκίστρωση κι όχι μόνο δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τις τέχνες και τον πολιτισμό, αλλά αν βρεθεί ευκαιρία θα ναρκοθετήσουν κιόλας το ενδεχόμενο να υπάρχει οποιασδήποτε μορφής σύνδεση και επαφή.

Κανονικά, η Υφυπουργός Πολιτισμού θα έπρεπε να τιναχτεί από την καρέκλα της στο άκουσμα ότι κάποιος φορέας ή ανευθυνοϋπεύθυνος ζητά εξαίρεση και δεν θέλει να ανταποκριθεί στην υποχρέωση να εμπλουτιστεί ένα δημόσιο κτήριο με έργα τέχνης. Ακόμη περισσότερο, αν αυτός ο φορέας έχει υπό τη διαχείρισή του τα περισσότερα δημόσια κτήρια από οποιονδήποτε άλλον. Κι ένα παραπάνω αν αυτός ο φορέας καταπιάνεται με την καλλιέργεια των πολιτών του αύριο.

Στο Υφυπουργείο Πολιτισμού, όμως, προτίμησαν να καθίσουν στ’ αυγά τους και να δεχτούν αδιαμαρτύρητα την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να εξαιρέσει τις σχολικές μονάδες από τον περί του Ελάχιστου Υποχρεωτικού Ποσοστού Εμπλουτισμού των Δημόσιων Κτιρίων με Έργα Τέχνης Νόμο. Προφανώς και είναι λεπτή η θέση ενός Υφυπουργείου που δεν μπορεί να αντιπαρατίθεται δημόσια με ένα Υπουργείο. Υποθέτω ότι θα υπάρχει και ρητή εντολή από τα υψηλότερα δώματα: πρέπει να φαίνεται ότι υπάρχει σύμπνοια μεταξύ των μελών της Κυβέρνησης, να βγαίνει η εικόνα ότι βρίσκονται όλοι στο ίδιο μήκος κύματος και στο ίδιο μετερίζι. Να μην υπονομεύει ο ένας τις αποφάσεις του άλλου και δείχνει τσαλακωμένο το κυβερνητικό προσωπείο.

Είναι και θέμα τακτ: το ένα χέρι νίβει το άλλο. Δεν είναι ωραίο να φαίνεται ότι σηκώνεται η παλάμη μας και χαστουκίζει το ίδιο μας το μάγουλο. Ειδικά όταν η δημοτικότητα της Κυβέρνησης δεν διάγει και τις καλύτερες μέρες της. Ας πούμε ότι είναι λογικό. Εξ ου και η Λίνα Κασσιανίδου δεν δίστασε να δηλώσει δημόσια ότι «στηρίζει την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας» επειδή «τα σχολεία είναι υπό την αρμοδιότητά του», παρά το γεγονός ότι «εμείς θέλουμε τον πολιτισμό και τα έργα τέχνης να είναι παντού». Ακούγεται κομματάκι «ασπόνδυλη» η αντίδραση από πλευράς του Υφυπουργείου, δεδομένου ότι άλλα έταξε στους εικαστικούς καλλιτέχνες, αλλά μπορεί να γίνει κατανοητή.

Για να πούμε του στραβού το δίκιο, ο συγκεκριμένος νόμος είναι από τους πιο περιφρονημένους της κατά τ’ άλλα… νομοταγούς και εύνομης πολιτείας στην οποία ζούμε. Έχει καταντήσει σχεδόν παράνομο να τον τηρείς. Αρκεί να θυμίσω ότι πριν από τέσσερα χρόνια αποτέλεσε είδηση και προβλήθηκε με τυμπανουκρουσίες το γεγονός ότι κοτζάμ Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου αποφάσισε να τον τηρήσει, επτά (7) ολόκληρα χρόνια μετά τα επίσημα εγκαίνια του νέου κτηρίου του. Κι αυτό συνέβη μετά από μακροχρόνιους νομικούς αγώνες και πιέσεις των εικαστικών καλλιτεχνών για να επανενεργοποιηθεί ένας νόμος που στην πράξη είχε μπει τεχνηέντως στο ψυγείο. Κι αυτό είχε συμβεί και πάλι εξαιτίας ενεργειών του Υπουργείου Παιδείας.

Κακώς λοιπόν θα ανέμενε κανείς – αν ανέμενε – από το ΥΠΑΝ να σεβαστεί αυτόν τον νόμο, αφού ουσιαστικά είναι ο φορέας που διαχρονικά ευθύνεται για την ύπαρξη του φαινομένου που έχουμε περιγράψει ξανά από αυτή εδώ τη στήλη ως «αλλεργία στην καλαισθησία». Η απόφαση για εξαίρεση από την υποχρέωση για εμπλουτισμό των σχολικών κτηρίων με έργα τέχνης έγινε με την αιτιολογία ότι «αυτό προϋποθέτει την αποτελεσματική φύλαξη και προστασία τους από κλοπές, βανδαλισμούς ή άλλες ζημιές». Αν αυτό σας θυμίζει το ανέκδοτο με τον τύπο που βλέπει μια μπανανόφλουδα στον δρόμο και λέει «φτου γαμώτο, πάλι θα πέσω» καλώς σας το θυμίζει.

Τίποτα περισσότερο δεν θα έπρεπε να περιμέναμε από το απολίτιστο ΥΠΑΝ από το να επικαλεστεί την πιο γελοία και μοιρολατρική δικαιολογία, που αν το σκεφτεί κανείς στην ουσία της εμπεριέχει μια ευθεία παραδοχή. Ότι θεωρεί όλους τους μαθητές εν δυνάμει κάφρους μέχρι αποδείξεως του εναντίου και επίσης ότι τους θεωρεί ανεπίδεκτους αισθητικής καλλιέργειας. Ναι, αλλά ποιος φορέας είναι υπεύθυνος για την καλλιέργεια των μαθητών; Έλα ντε…

Έχουμε λοιπόν το Υπουργείο Παιδείας να σηκώνει τα χέρια ψηλά και να παραδέχεται την αποτυχία του στην ανάπτυξη φιλοκαλίας και ευαισθησίας στους μαθητές, να μην αναγνωρίζει τη σημασία της εμπέδωσης εννοιών και αρχών που σχετίζονται με την τέχνη και τη σημασία της προαγωγής της αισθητικής, ενώ γυρίζει την πλάτη στην αναγκαιότητα να απελευθερωθούν οι δημιουργικές τους ικανότητες.

Ύστερα, βλέπουμε βανδαλισμούς και αίσχη γραμμένα με σπρέι πάνω σε φοίνικες, τοίχους, βιτρίνες καταστημάτων και ανθώνες και οδυρόμαστε για τους «ανεγκέφαλους» που έτσι αόριστα, χωρίς λόγο και αιτία, ξεφυτρώνουν εκεί έξω. «Προϊόντα» των σχολείων μας δεν είναι όλοι αυτοί; Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.

Ίσως όμως το ίδιο το κράτος μας τέτοιους πολίτες να επιζητεί: αισθητικά ακαλλιέργητους, με κλειστά μυαλά και εύκολα χειραγωγήσιμους. Και όχι φιλοκαλείς, σκεπτόμενους, εσωτερικά απελευθερωμένους και αφυπνισμένους για δράση.

Ελεύθερα, 24.3.2024