Εντάξει, δεν ζούμε ακριβώς και στο… ελντοράντο της νομιμοφροσύνης. Αυτό το έχουμε πάρει απόφαση. Έχουμε κάνει κτήμα και ευαγγέλιο την άποψη ότι το νόμιμο δεν είναι απαραίτητα και ηθικό κι εφόσον –σε αντίθεση με το νόμιμο- το ηθικό μπορούμε να το κόψουμε και να το ράψουμε ο καθένας στα δικά του μέτρα, συχνά σηκώνουμε μπαϊράκι, ξυπνάει μέσα μας η Αντιγόνη (του Σοφοκλή, μην παρεξηγηθώ) και η Λουίζ Μισέλ κι είμαστε έτοιμοι να εναντιωθούμε, ή έστω να παραλείψουμε, κάθε νόμο που μάς καταπιέζει. Και ομιλώντας για την Κύπρο, οι πιο ευσεβείς αναρχικοί και οι πιο συνεπείς αντιεξουσιαστές αποδεικνύονται συχνά οι εκπρόσωποι του κράτους.
Λίγοι νόμοι στην Κύπρο έχουν κακοπάθει ή περιφρονηθεί τόσο απροκάλυπτα όσο ο περίφημος «περί του Ελάχιστου Υποχρεωτικού Ποσοστού Εμπλουτισμού των Δημόσιων Κτιρίων με Έργα Τέχνης Νόμος του 2009». Και μιλάμε για έναν νόμο που θεσπίστηκε μετά από πολυετείς προσπάθειες και αφορά σ’ ένα αυτονόητο και εξόχως σημαντικό αίτημα της εικαστικής κοινότητας –και όχι μόνο. Στόχος του δεν είναι να ελεηθούν oι πτωχοί καλλιτέχναι, να τους πετάξουμε ένα γενναίο ξεροκόμματο μερικών δεκάδων χιλιάδων να ροκανίζουν. Είναι ένα ευρύτατο ζήτημα που έχει να κάνει με τον εξωραϊσμό και, ακριβώς, τον εμπλουτισμό της ζωής των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης.
Το ποσοστό του 1% είναι το ελάχιστο κι ας μην κάνουμε θλιβερές συγκρίσεις με σοβαρές περιπτώσεις χωρών όπου το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο ή έχουν επιβάλλει δια νόμου την τήρηση ενός τέτοιου ποσοστού επί του συνολικού κόστους κατασκευής όχι μόνο σε δημόσια έργα αλλά και σε ιδιώτες που προβαίνουν σε μεγάλες αναπτύξεις στις πόλεις.
Η εξασφάλιση ενός εγγυημένου μηχανισμού χρηματοδότησης για την τοποθέτηση έργων τέχνης σε δημόσια θέα για την ενσωμάτωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας στον ιστό της πόλης και της καθημερινότητάς μας είναι ζωτικής σημασίας. Η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από το βασικό και στοιχειώδες. Σε βάθος χρόνου, η νομοθεσία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι πιο συμπαγές και αποτελεσματικό, με την αύξηση –γιατί όχι;- του ποσοστού, αλλά και τη συλλογική εποπτεία, επιλογή και τοποθέτηση των έργων από έναν αρμόδιο φορέα, αντί για την εναπόθεση της ευθύνης στον εκάστοτε οργανισμό που υπέχει την υποχρέωση. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα σε μια χώρα όπου ο ολιστικός πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των πόλεων δεν θα εξέλθει ποτέ από τη σφαίρα του ευσεβούς πόθου.
 
Ας πράξουμε τουλάχιστον τα βασικά. Εδώ, το ίδιο το κράτος, το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας δεν διστάζει να παραδεχθεί ότι υπάρχει δυστοκία στην εφαρμογή του Νόμου και χρειάζεται να λάβει ειδικά μέτρα ως προς αυτό. Μην ψάχνετε τους λόγους. Η «αναρχία» που είπαμε. Είναι λίγο ο μπελάς της διαδικασίας προκήρυξης προσφορών, λίγο το κόστος και πολύ περισσότερο η θεσμική αδιαφορία, η απαξίωση της τέχνης, η «αλλεργία» μιας ολόκληρης κοινωνίας απέναντι στο καλαίσθητο. Δεν θέλουμε να ζυμώσουμε, γι’ αυτό και κοσκινίζουμε διηνεκώς. Τόσο απλά. Το λέει κι η λέξη: υποχρέωση. Εγώ όταν με υποχρεώνουν να κάνω κάτι τσινάω. Θα το καθυστερήσω όσο πάει.
Πέρασαν επτά χρόνια και τρεις μήνες από τα επίσημα εγκαίνια του νέου κτηρίου του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου για να μπει επιτέλους το νερό στο αυλάκι και να προκηρύξει ο ΘΟΚ διαγωνισμό για την επιλογή των δύο έργων που θα τοποθετηθούν στις εγκαταστάσεις του. Και –φανταστείτε- μιλάμε για έναν φύσει καλλιτεχνικό φορέα που προάγει τη θεατρική δράση και ανάπτυξη. Κάλλιο αργά, όμως, παρά ποτέ. Η συγκεκριμένη εξέλιξη σημαίνει πολύ περισσότερα από μια μεμονωμένη περίπτωση προκήρυξης. Περιέχει έναν υψηλό συμβολισμό που θα κινήσει την τροχαλία για μια πιο ευρύτερη και συστηματική εφαρμογή της νομοθεσίας.
 
Κάτι σταγόνες πέφτουν αραιά και πού. Όταν αρχίσει όμως να κυλάει σωστά το νερό στο αυλάκι ο εμπλουτισμός θα λάβει κυριολεκτική έννοια. Όχι λειτουργώντας ως επιφανειακός στολισμός των δημοσίων κτηρίων, αλλά λαμβάνοντας διάσταση στο ευρύτερο πεδίο της δημόσιας τέχνης. Αν το σταθερό ποσοστό επί του κατασκευαστικού κόστους κάθε δημοσίου έργου, δρόμων, γεφυρών, πάρκων περιλαμβανομένων, διατίθεται για τον σκοπό αυτό θα μπορούσε στο αμέσως επόμενο στάδιο να δημιουργηθεί κι ο εποπτικός φορέας. Αυτός που θα αγκαλιάσει τη δημόσια τέχνη σε κάθε της έκφανση για να προωθήσει ένα πραγματικά καλαίσθητο πολιτιστικό περιβάλλον, που θα εμπλουτίσει την καθημερινότητα τη δική μας, αλλά και των επόμενων γενιών.