Κάποτε στην Ανθούπολη υπήρχαν χωράφια με καλαμιές, μικρές λίμνες με τσιμέντο γύρω γύρω για να συγκρατούν το νερό, η λυόμενη εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος με το «Χριστιανικό Κέντρο» στο πλάι, το παρεκκλήσι της Χρυσοβαλάντου πιο πέρα, μικρές μοτοσικλέτες παρκαρισμένες κάτω από τσίγκινα γκαράζ. Η Ευτυχία έμενε στον συνοικισμό μαζί με τον άντρα της, τον Χαράλαμπο. Κάθε Κυριακή έφταναν στο Ναό, κρατιόντουσαν πάντα χέρι χέρι, κάθονταν στην πρώτη σειρά – εκείνος δεξιά, εκείνη αριστερά, τους χώριζε ένας στενός διάδρομος. Κατάγονταν από την Περιστερωνοπηγή Αμμοχώστου.

Τους κοιτούσα πάντοτε μέσα από το Ιερό. Είχαν λευκά κυματιστά μαλλιά, φορούσαν μαύρα ρούχα, εκείνη γονάτιζε στην ανάγνωση του ευαγγελίου, εκείνος έσκυβε το κεφάλι, έκλεινε τα μάτια, κι’ άφηναν πάντα τα μπαστούνια τους ακουμπισμένα μπροστά από την εικόνα της Αγίας Μαρίνας για να τους τα προσέχει χαϊδεύοντάς τα απαλά -σαν μωρά αθώα- από το χωριό τους κειμήλιο μικρό που άφησαν πίσω.

Στον συνοικισμό είχαν εγκατασταθεί τον Ιανουάριο του 1977. Μέχρι τότε έμεναν σε τσαντίρι στο κέντρο ενός τεράστιου χωραφιού που σήμερα είναι η πολύβουη Σταυρού και δεν έλεγαν πολλά πολλά στον έξω κόσμο για εκείνους. «Τι ξέρεις για την Βώνη;», μου είχε πει ξαφνικά εκείνη. «Τι λαλείς του μωρού;», σπινθήρισε εκείνος σταματώντας την, και επιμένοντας να μου περιγράφει ένα μεγάλο χωριό με όνομα απ’ τα πουλιά, στη μέση ενός σκηνικού που έγινε του σατανά, κοντά στον από πάνω δρόμο που πήγαινε προς το Βαρώσι και που τώρα είναι high way, πριν την Μαράθα, τον Σανταλάρη, την Αλόα, τα μνημεία, τους λάκκους με τα μωρά, τις όμορφες τουρκούδες, τις μπουλντόζες που έφεραν άρον άρον, τα κομμένα κεφάλια των οκτάχρονων που έγιναν μικροί τάφοι στους σκουπιδότοπους, και τις φήμες για τα 30 ονόματα που βγήκαν στην φόρα – και που όλοι γνωρίζουν. «Σου είπε ποτέ κάποιος κάτι για το τι είχε γίνει στην Βώνη;», επέμεινε η Ευτυχία. Δεν ήξερα την σύνδεση, κι ούτε είχα διαβάσει ποτέ τίποτα από τα ταμπού της δεκαετίας του ’90 που περιέβαλλαν τα σχολικά μας βιβλία. «Αλλά εμείς, η δική μας οικογένεια, δεν ήταν από εκείνους που κόμπαζαν στους καφενέδες!», την σταμάτησε ο Χαράλαμπος. «Εμείς πήγαμε στην Βώνη, στης θείας μου το σπίτι, μαζί», εξήγησε η Ευτυχία. «Μετά μας μάζεψαν στην εκκλησία, ύστερα στο μικρό δημοτικό σχολείο του χωρκού. Στο μεταξύ, γίνονταν όλα τα άλλα. Σε εκείνο το μεγάλο κολαστήριο της Κύπρου για το οποίο κανένας δεν βγάζει άχνα!». Καθώς έπινα τη σπιτική λεμονάδα, χωρίς να καταλαβαίνω γρι από τα συνθηματικά των λέξεων -πολλά χρόνια μετά θα συνδέονταν στον ωμό τους ρεαλισμό οι προτάσεις- ο Χαράλαμπος σήκωσε τη μπλούζα του για να μου δείξει τη σφαίρα που είχε περάσει πλάι από την αρτηρία της καρδιάς προς την πλάτη. Τότε που έπεσε κάτω, σε ένα χωράφι στο Επιχό και έκανε τον πεθαμένο γλιτώνοντας τη ζωή του πλάι στους -πραγματικά- σκοτωμένους, με τους Τούρκους στρατιώτες που κάγχαζαν από πάνω τους εκδικούμενοι. «Μερικές φορές, δεν αναπνέω καλά», μου είπε. «Θα κρυώσεις!», του φώναξε εκείνη. Κι ύστερα η Ευτυχία, με αυτοματισμό κι αποφασιστικά, σήκωσε τη μαύρη φούστα της στην μαρτυρία του εγκλήματος. Για να δω επί τον τύπον των ήλων τα πρόχειρα ράμματα που της είχαν κάνει στο Γενικό της Λεμεσού και μισοφαίνονταν. Είπε. Την θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την εικόνα – το θάρρος και τον βουβό σπαραγμό της. Τα ράμματα κυρίως. «Δεκατρείς φορές», μου είπε εκείνη. «Δεκατρείς… Μετρημένες! Τις πρώτες δύο μέσα στο Ιερό του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρος, μπροστά στις άγιες εικόνες και σε άλλες κοπελλούδες, με τις κάννες επάνω στα κεφάλια μας. Ούτε που το συζητήσαμε αυτό μετά μεταξύ μας. Ως μη γενόμενο. Τις υπόλοιπες γύρω από το δημοτικό σχολείο της Βώνης, που μας πήγαν μετά. Διάλεγαν κι έπαιρναν. Εγώ, ήμουν και όμορφη, η άτιμη…». Ύστερα κατέβασε ξανά την φούστα της και μου είπε ένα «επειδή είσαι μιτσής σου τα έδειξα, για να θυμάσαι στο μέλλον τι ετράβησεν τούτος ο τόπος. Πράγματα που δεν λέγονται. Και δεν θα ειπωθούν ποτέ».

Προτού πέσει μέσα στη δεξαμενή ο Χαράλαμπος εκείνο το μεσημέρι του καύσωνα, τα είχε φροντίσει όλα: Κλάδεψε την ελιά στον κήπο, μάζεψε τα πορτοκάλια από το χώμα βάζοντάς τα σε μικρό καλαθάκι πάνω απ’ το ψυγείο, αγόρασε μέλι για να ‘χει την επόμενη μέρα η γυναίκα του για το τσάι γλυκάνισου της Κυριακής, κι έβαλε τα λεφτά της σύνταξής του μέσα σε ένα φάκελο. Κι’ άφησε ένα σημείωμα που εξηγούσε στην Ευτυχία πως δεν τον ένοιαζε που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά μετά τους βιασμούς της από τους Τούρκους εκείνο τον Αύγουστο του ’74 που ούρλιαζε στο χώμα με ξέπλεκα τα σκαλιστά της όμορφα μαλλιά: «Χαράλαμπε, έλα να με σώσεις, Χαράλαμπε, που είσαι Χαράλαμπε;» – δίπλα από τον ψηλό φοίνικα, το καμπαναριό, τους ασβεστωμένους τοίχους και τον Τροπαιοφόρο Γεώργιο που τους κοιτούσε ο ίδιος, αυτοπροσώπως. Εκείνη θα πέθαινε δύο εβδομάδες μετά.

Στην Βώνη -την Gokhan πια- πήγα πρώτη φορά την προηγούμενη Κυριακή – τάμα το ‘χα για εκείνους τους μαρτυρικούς ανθρώπους. Που είναι πλέον ολόκληρη ένα μεγάλο χωριό-στρατόπεδο με εσώκλειστα τα σπίτια της, τις δύο εκκλησίες -την μεγάλη, των εγκλημάτων, και το ξωκλήσι- το σχολείο, τους καφενέδες – μάρτυρας κανένα κτήριο να μην απέμενε στο μεγάλο εκείνο έγκλημα. Ούτε πέτρα! Έκανα δύο φορές τον γύρο, από το Επιχό, προς το Μπέικιόι, κι έπειτα στον παλιό δρόμο που βγάζει προς το Νέο Χωριό και την Κυθρέα. Τρύπα συρματοπλέγματος καμία. Ένα χωριό κλειστό από όλες τις μπάντες – για να μην έχει μνήμη η ντροπή, να μην ηχούν τα ουρλιαχτά των όμορφων γυναικών και των μωρών που κατέβαζαν τα σορτσάκια τους στα σπαρτά του μηνός Αυγούστου. Σταμάτησα μπροστά στο μικρό δρομάκι που έβγαζε στην πύλη του στρατοπέδου κι έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Ο ήλιος έκαιγε. Έκανα εμετό στο χώμα και πήρα το δρόμο που έλεγε «προς Gecitkale».

Στην διασταύρωση του Λευκονοίκου, με τον καφετζή από την Πύλα που μου μίλησε στα ελληνικά δείχνοντάς μου την σωστή στροφή για την -λεγόμενη- Alanici, σταμάτησα στους καφενέδες με τις τούρκικες σημαίες, τα παλιά πλινθόκτιστα σπίτια και την μεγάλη εκκλησία απέναντι από ένα καινούργιο πάρκο που είχαν φτιάξει με κούνιες και πολύχρωμες τραμπάλες. Η Ιερά Μονή του Αγίου Αναστασίου ήταν ανοιχτή απ’ τις σπασμένες της πόρτες και στην βεβήλωσή της μπροστά στα συνθήματα και τις τρύπες από τις χαμένες εικόνες, πάτησα επάνω στα σκατά των περιστεριών, μέσα στο Ιερό. Εκεί έβαλα τον σταυρό μου. Για τη μνήμη του Χαράλαμπου, σκέφτηκα, που δεν κάγχασε ποτέ στους καφενέδες για τα κακά που άλλοι ονόμαζαν «χρέος που έπρεπε να γίνει, να τους εξαφανίσουμεν ούλλους!». Ύστερα μπήκαν στην εκκλησία δυο τουρίστες. Έβγαλαν φωτογραφίες και βγήκαν αλαφιασμένοι απ’ το κακό. Το σκοινί του καμπαναριού, ακόμα στη θέση του, το τράβηξα και η καμπάνα χτύπησε. «Της Σταυρώσεως αιωνίως», είπα μέσα μου.

Τρία λεπτά από τον παλιό μικρό δρόμο της Περιστερωνοπηγής, βρίσκεται η Μαράθα. Τόση ήταν η απόσταση για τους λάκκους και τις απότιστες ελιές, για τα χέρια που εξείχαν αυτοσχέδια με την παλάμη απλωμένη προς τον ουρανό ζητώντας «έλεος», μπας και έφτανε εκείνη η κραυγή, η ίδια ακριβώς κραυγή, μέχρι την Βώνη παρακάτω, την μαρτυρική Βώνη που ταμπουρώθηκε στα μισού αιώνα μυστικά της για να ‘ναι πάντοτε μουγκή, άκλαυτη, κατάμονη κι άταφη.