«Ούφφου εν αντέχω άλλον με τους ντελιβεράδες τζαι τες μοτόρες τους» παραπονιούνται όλοι στο νησί, ενώ την ίδια ώρα σηκώνουν το κινητό για να παραγγείλουν καφέ αφού βαριούνται να πάνε ως την κουζίνα να τον φτιάξουν οι ίδιοι. Έρχεται σπίτι τους ο κυπριακός χωρίς καϊμάκι, το καπουτσίνο και το φραπέ χωρίς αφρό. Οι διανομές με τις μοτορούδες ξεκίνησαν την εποχή του κορονοϊού όταν τα εστιατόρια και τα καφέ ήταν κλειστά, οπόταν για να επιβιώσουν οι μαγαζάτορες και οι ιδιοκτήτες διένειμαν φαγητό στα σπίτια.

Μες στην ησυχία της πόλης, μόνο τις μοτορούδες ακούγαμε να πηγαινοέρχονται. Άφηναν τα φαγητά ή τα ψώνια από την υπεραγορά έξω από την πόρτα μας κι εμείς τα ψεκάζαμε με αντισηπτικά σπρέι ώστε να εξαλειφθεί ο ιός προτού τα φέρουμε μέσα στο σπίτι. Όλα αυτά φαντάζουν ήδη μακρινά και παρανοϊκά και ας μην έχουν περάσει παρά τέσσερα μόνο χρόνια από την εποχή που έπρεπε να στείλουμε μήνυμα για να πάμε ακόμη και στο φαρμακείο ή στην υπεραγορά.

Οι πόλεις ξαναβρήκαν τους παλιούς ρυθμούς τους με τις ουρές και την κίνηση στις κεντρικές οδούς και στις λεωφόρους να παίζουν με την υπομονή και τα νεύρα των οδηγών που απλά θέλουν να φτάσουν έγκαιρα στη δουλειά τους ή να παραδώσουν τα παιδιά τους στο σχολείο αλλά κόλλησαν σε ένα ακόμη μποτιλιάρισμα. Και ενώ απαντούν σε ένα μήνυμα στο κινητό τους κτυπάνε στο μπροστινό όχημα και τότε μένουν κολλημένοι για άλλη μια ώρα μέχρι να φτάσει ο ασφαλιστής. Μόνο οι ντελιβεράδες στα μηχανάκια τους μας προσπερνούν ακάθεκτοι κι εκνευριζόμαστε ακόμη περισσότερο.

«Εμείς την εποχή μας εν ηξέραμε τι θα πει ντελιβεράς» λέμε οι παλιοί, ξεχνώντας όλους τους πλανόδιους πωλητές που μας έφερναν με μακρόσυρτους μεν αλλά αποτελεσματικούς ρυθμούς το γάλα, την εφημερίδα ή τις «κάσιες» με αναψυκτικά έξω από την πόρτα μας.

Οι πλανόδιοι διαφήμιζαν, φωνάζοντας την πραμάτειά τους: καρπούζια, πατάτες, κουλούρια, παστελλάκι, τζαι καλόν πράμα έχω… Περνούσαν κι ο πετρολαδάς κι ο πωλητής ξύλων, οι γανωματάδες, οι ακονιστές μαχαιριών και τα καλοκαιρινά δειλινά ο παγωτάρης ή ο πωλητής μαχαλλεπιού, σπρώχνοντας αργά το ξύλινο καροτσάκι του. Στα σπίτια ερχόταν και η μοδίστρα για να ράψει τα νέα φουστάνια, η κομμώτρια να περάσει τα ρολά, η κυρία που έκανε χαλάλουα. Ο ιερέας της ενορίας σαν ευκαιρούσε έβγαινε κι αυτός στις γειτονιές με σταυρό και κλαδιά βασιλικού φωνάζοντας «αγιασμό κάμνω».

Εκτός από τους πλανόδιους πωλητές είχαμε μέχρι την τουρκική εισβολή τις κκιλιντζίρες, οι οποίες έφταναν αθόρυβα και από το πουθενά για να τις βρούμε με τρόμο στις αυλάδες μας. Με τις μαντίλες στο κεφάλι απ’ όπου κρεμόντουσαν χάντρες και χρυσές πούλιες έσερναν τις μακριές πολύχρωμες τους φούστες τους με τα κεντημένα μισοφόρια που σκούπιζαν τις στράτες. Τα χρυσά ή κοκκάλινα βραχιόλια κουδούνιζαν στα χέρια τους. Συνήθως είχαν ένα μυξιάρικο λερωμένο μωρό κρεμασμένο απάνω τους, ενώ άλλα παιδάκια ξυπόλυτα τις περιτριγύριζαν απλώνοντας τα χέρια τους για να τους δώσουμε ελεημοσύνη ή φαγώσιμα. Όλοι τους έδιναν από κάτι ώστε να φύγουν το συντομότερο από την αυλή και να γλυτώσουν από τις κατάρες τους, εις περίπτωση που έφευγαν με άδεια χέρια.

Με το που έφταναν και άνοιγαν το στόμα τους για να πουν το «Δώς μου το σιέριν σου, να σου πω το μερτικό σου» και φαίνονταν τα χρυσά τους δόντια ή αυτά που έλειπαν, εγώ έτρεμα ολόκληρη και έτρεχα να κρυφτώ πίσω από τη μητέρα ή τη γιαγιά που τους έφερναν νερό, μερικές μπακίρες, κουλουράκια, ψωμί και φρούτα τα οποία αυτές έριχναν στον μποξά τους. «Άτε πηαίννετε στο καλό κοκόνες μου», τους έλεγε η γιαγιά, παρακαλώντας να φύγουν το συντομότερο, προτού τους αρπάξουν το χέρι για να διαβάσουν τη μοίρα τους. Οι δρόμοι της ζωής ήταν χαραγμένοι σαν χάρτης στην κάθε παλάμη, υπήρχε και μια γραμμή που έδειχνε την πορεία της ζωής, κάτι για το οποίο κανείς δεν ήθελε να ξέρει. Μα κι οι κκιλιντζίρες αν έβλεπαν μια πορεία να κόβεται απότομα, συνοφρύωναν τα μαύρα μάτια τους, έφτυναν στο έδαφος και έφευγαν βιαστικά λέγοντας «εν θωρώ τίποτε άλλο», αφήνοντας τις άμοιρες γυναίκες στον φόβο και στην αμφιβολία του ανείπωτου.

Με την τουρκική εισβολή εξαφανίστηκαν οι κκιλιντζίρες, ίσως κάποιες να έγιναν κυράδες, να εγκαταστάθηκαν στα σπίτια μας στα κατεχόμενα ή να γυρίζουν από χώρα σε χώρα, μέσα στα χρόνια, όπως οι τσιγγάνοι στο «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Gabriel García Márquez που κατέφθαναν και κατασκήνωναν για λίγο στο μυθικό χωριό, Μακόντο, με τις αλχημείες και τις νέες εφευρέσεις τους, βγάζοντας για λίγο τον τόπο από τον μακάριο λήθαργο και την κανονικότητά του.

[email protected]
ΛΕΖΑΝΤΑ
Πίνακας: José Maria Rodriguez Acosta