Δεν πρόκειται να αρθούν οι στρεβλώσεις που παρατηρούνται με το ζήτημα των πολλαπλών συντάξεων που λαμβάνουν οι κρατικοί αξιωματούχοι. Αυτό δείχνει ο τρόπος που εκτυλίσσεται η συζήτηση του θέματος μεταξύ Κυβέρνησης και Βουλής.

Και οι δύο εξουσίες διαμηνύουν πως θέλουν να επιλύσουν το πρόβλημα και να σταματήσει η καταβολή δύο και τριών συντάξεων στους αξιωματούχους, μαζί με τον μισθό πολλές φορές, αλλά στην πράξη δεν φαίνεται αυτό να προχωρά.

Από τη μια, τα νομικά και τα συνταγματικά εμπόδια, που δυσκολεύουν την ενδεχόμενη νομοθετική ρύθμιση για τους νυν συνταξιούχους κρατικούς αξιωματούχους, καθώς όποια προσπάθεια έγινε στο παρελθόν έπεσε στο κενό και κρίθηκε από το Δικαστήριο ως αντισυνταγματική.

Από την άλλη, οι νοοτροπίες, οι οποίες δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν, καθώς όποια λύση και να εξευρεθεί δεν αναμένεται να αφήσει όλους ικανοποιημένους.

Από την αρχή, το θέμα άρχισε στραβά, με την αποστολή των νομοσχέδιων στη Βουλή από το Υπουργείο Οικονομικών. Για μερικά 24 ώρα Κυβέρνηση και αντιπολίτευση αναλώθηκαν σε μια συζήτηση για διαδικαστικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, ο υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός έστειλε τα προσχέδια των νομοσχεδίων στην Πρόεδρο της Βουλής Αννίτα Δημητρίου, για να υπάρξει, όπως υποστήριξε ο κ. Κεραυνός, διαβούλευση του υπουργείου με τα κόμματα, καθώς από τις νομοθετικές ρυθμίσεις επηρεάζονται και οι ίδιοι οι βουλευτές. Αφού τα δύο μέρη αναλώθηκαν σε αχρείαστες αντιπαραθέσεις, τελικά η Βουλή έστειλε πίσω στο Υπουργείο Οικονομικών τα νομοσχέδια.

Στη συνέχεια, αποφασίστηκε ο υπουργός Οικονομικών να έχει διαβουλεύσεις με τα κόμματα. Η πρώτη συνάντηση πήγε σχετικά καλά, παρόλο που τα κόμματα, όπως υποστήριξε σε δημόσιες δηλώσεις του ο υπουργός, δεν συμφώνησαν να ενημερωθούν από τον αναλογιστή για τα αποτελέσματα της αναλογιστικής μελέτης, η οποία, σύμφωνα με τη φόρμουλα που προτείνει η Κυβέρνηση, κατέδειξε πως θα υπάρξουν εξοικονομήσεις.

Ως γνωστό, το Υπουργείο Οικονομικών πρότεινε την έναρξη της καταβολής της σύνταξης στους κρατικούς αξιωματούχους στο 65ο έτος από το 60 έτος που είναι σήμερα, αλλά και την αντικατάσταση των πολλαπλών συντάξεων με κάποια εφάπαξ. Η δεύτερη συνάντηση δεν πήγε καθόλου καλά, καθώς σε αυτήν παρευρέθηκαν μόνο ΕΔΕΚ και Οικολόγοι, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα δεν είχαν παρευρεθεί, καθώς είτε δεν είχαν λάβει τις νομικές γνωματεύσεις που ζήτησαν, είτε γιατί δεν κλήθηκε ο Γενικός Ελεγκτής, είτε γιατί στη σύσκεψη θα συμμετείχαν μόνο τεχνοκράτες και όχι ο αρμόδιος υπουργός.

Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως στα κόμματα είχαν σταλθεί οι απαντήσεις της Νομικής Υπηρεσίας στα ερωτήματα που έθεσαν, ενώ είχαν ενημερωθεί πως τις γνωματεύσεις τις κατέχει συγκεκριμένη λειτουργός του υπουργείου. Λίγες ώρες μετά τη συνάντηση έρχεται το ΔΗΚΟ, το οποίο θεωρείται από τους στενότερους συνεργάτης της Κυβέρνησης, και ετοιμάζει πρόταση νόμου που υπογράφει και ο ΔΗΣΥ, έτσι ώστε οι αξιωματούχοι, μέσω της υπογραφής μιας δήλωσης, να αποποιούνται της σύνταξης όταν λαμβάνουν κάποιο κρατικό αξίωμα.

Ουσιαστικά, θα εναπόκειται στην καλή θέληση των κρατικών αξιωματούχων να δηλώνουν εάν θα παραιτούνται της σύνταξης, με μοναδική επίπτωση, εάν δεν το πράξουν, την ενημέρωση της Βουλής από τον αρμόδιο υπουργό, χωρίς ουσιαστικά να έχουν κάποιες κυρώσεις, πέραν του name and shame.

Πάντως, οι εισηγητές εκτιμούν πως πρόκειται για απλή και συνταγματικά ορθή πρόταση και απαιτούν η πρόταση να τεθεί προς έγκριση στην επόμενη συνεδρία της Ολομέλειας, η οποία θεωρητικά θα είναι η τελευταία πριν από το κλείσιμο της Βουλής. Την ίδια ημέρα, θα κατατεθούν στο Κοινοβούλιο και τα κυβερνητικά νομοσχέδια, καθώς το υπουργείο θεωρεί πως ολοκληρώθηκε η συζήτηση.

Όπως γίνεται κάθε φορά στα μεγάλα ζητήματα που ταλανίζουν την κοινωνία, τα δυο μέρη θα προσπαθήσουν να κλείσουν το κεφάλαιο των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των κρατικών αξιωματούχων την τελευταία στιγμή.

Ουσιαστικά, τα δύο μέρη πάνε γυρόν – γυρόν του μπάκαρη και στριφογυρίζονται γύρω από το θέμα, χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα. Τα γεγονότα παραπέμπουν στην ιστορία για το Πόθεν Έσχες των αξιωματούχων, όπου εδώ και πολλά χρόνια το θέμα συζητείται και ξανασυζητείται και ετοιμάζονται νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες όμως ουσιαστικά δεν μπορούν να εφαρμοστούν.