Ο ήλιος έγερνε πίσω από τις πολυκατοικίες της πόλης ενώ η αφρικανική σκόνη που αιωρείτο στην ατμόσφαιρα, κρύβοντας τον ουρανό, έδινε στο δειλινό μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Τα ανθισμένα λεμονόδεντρα στις δόξες τους στα πεζοδρόμια και στις αυλάδες, όταν στην καθιερωμένη βόλτα με τη σκυλίτσα μου συνάντησα μια γειτόνισσα, τη Φωτούλα, μια φωτεινή φυσιογνωμία. «Έτσι, έρκεται μου να κάτσω κάτω που τη λεμονιά τζαι να μείνω δαμαί για πάντα» μου είπε.

Μια σύμπνοια συναισθημάτων, αφού κι εγώ νιώθω πως η μυρωδιά των ανθών σκορπίζει την αίσθηση του «πάντα», μιας μικρής αιωνιότητας κατά το σύντομο και εφήμερο πέρασμά τους. Γιατί η άνοιξη στο νησί είναι ένα βιαστικό πέρασμα, ενώ έπειτα για μήνες μαραζώνουμε κάτω από ένα μακρύ αδυσώπητο καλοκαίρι. Ζούμε στη γλυκιά παραζάλη του Μάρτη και του Απρίλη «την εποχή των ανθών» που μας οδηγούν σε ευωδιαστούς δρόμους-περάσματα έως την Εβδομάδα των Παθών και της Ανάστασης.

«Η πλάση όλη ένα καζάνι που βράζει, ξεσπά, τριζοβολά νέα ζωή, υγεία γεμάτη». (Juan Ramon Jimenez «Η άνοιξη»).

Κι ενώ οι καμπάνες κτυπούν για τον εσπερινό, μεταφέρομαι στη Σεβίλλη της Ανδαλουσίας, όπου είχα ζήσει το μεγαλείο της καθολικής Αγίας Εβδομάδας, της Semana Santa. Ο αέρας ήταν παντού μυρωμένος από λιβάνια και λεμονανθούς ενώ η πόλη είχε βγει από τη συνήθη τροχιά του χρόνου και όλα κινούνταν σύμφωνα με τον ρυθμό και τις προσταγές των λιτανειών και των ατέλειωτων πομπών που πλημμύριζαν τα δρομάκια και τις λεωφόρους, αποκόπτοντας τους κατοίκους της από την καθημερινότητα και τις γνωστές διαδρομές, δουλειά-σπίτι. Η ζωή στην πόλη περιστρεφόταν γύρω από τα πάθη του Χριστού, μια μακρόσυρτη λιτανεία, μια πομπή- πέρασμα μέχρι να φτάσει το Μεγάλο Σάββατο και η πολυπόθητη Ανάσταση.

Στα παράθυρα και στα μπαλκόνια είχαν κρεμασμένα βελούδινα στρωσίδια σε βαθυκόκκινο χρώμα, κεντημένα με χρυσές κλωστές ή στολισμένα με βάια από κλαδιά φοινικιάς περίτεχνα πλεγμένα, τοποθετημένα και στις εξώπορτες μαζί με κλαδιά ελιάς από την Κυριακή των Βαΐων. Οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τον καθεδρικό με τον πύργο-καμπαναριό της Giralda και των αμέτρητων εκκλησιών της πόλης έσμιγαν με τους ήχους των ψαλμών στα λατινικά και τα πένθιμα εμβατήρια που σου σχίζανε την καρδιά όταν περνούσαν από μπροστά σου οι φιλαρμονικές της κάθε «αδελφότητας».

Προπορεύονταν των “pasos”, των γιγάντιων «επιταφίων» σαν άρματα, με ξυλόγλυπτες αναπαραστάσεις των Παθών του Χριστού, που κουβαλούν στους ώμους τους δεκάδες πιστοί οι «Βαστάζοντες». Pasos σημαίνει βήματα αλλά και περάσματα, κάθε άρμα, κάθε πέρασμα ένα άγγιγμα ψυχής που συνοδεύουν εκατοντάδες «Ναθαρένος» και «Μετανοούντες» με τα χαρακτηριστικά κωνικά, μυτερά καπέλα, οι οποίοι κουβαλούν λαμπάδες και σταυρούς στους ώμους. Περπατώντας ξυπόλητοι περνούν από τα σοκάκια και τις λεωφόρους της πόλης, την γέφυρα της Triana, όπου σε σκοτεινούς χρόνους είχε την έδρα της η Ιερά Εξέταση.

Πρώτο στην πομπή περιφέρεται πάντα το άρμα με τον Εσταυρωμένο ενώ ακολουθεί αυτό με την Παναγία, ντυμένη και στολισμένη με υφαντά, ανδαλουσιανές δαντέλες και μαντίλες, χιλιάδες λουλούδια που φωτίζονται το βράδυ από τις αναμμένες λαμπάδες και τα κρυστάλλινα φωτιστικά και φανάρια απάνω στα άρματα. Μερικά γλυπτά πάνε πίσω στον 16ο αιώνα, ξύλινα, μαρμάρινα ή κεραμικά αγάλματα που αναπαριστούν σκηνές του Μυστικού Δείπνου, της Σταύρωσης κλπ.
Οι λιτανείες δεν τελειώνουν ποτέ αφού νύχτα και μέρα κάποια απ’ αυτές θα σου κλείσει το πέρασμά σου με φιλαρμονικές, ιερείς με τα χρυσά τους άμφια, εκατοντάδες κουκουλοφόρους με τους σταυρούς και τις αναμμένες λαμπάδες που συνοδεύουν τα άρματα-περάσματα πάνω στα οποία αναπαρίστανται τα πάθη. Αγάλματα σχεδόν παγανιστικά, με τη φούστα της Madonna και τα στολίδια της να μοιάζουν με αυτά που φορούν οι τσιγγάνες και οι χορεύτριες του flamenco.

Κάποιος σ’ ένα μπαλκόνι τραγουδά a capella μια saeta, ένα θλιμμένο τραγούδι που σαν βέλος, μια σαΐτα σκίζει τη νύχτα πετώντας πάνω από την πόλη και τον χρόνο. Η τσιγγάνικη πρωτόγονη ψυχή, όπως την κατέγραψε ο Federico Garcia Lorca στο «cante jondo» (κάντε χόντο) την πρώτη μορφή του flamenco σμίγει με τους λυπητερούς ήχους των εμβατηρίων, έχοντας όμως κάτι το απέραντα λυτρωτικό.

Ο ποιητής σ’ ένα πέρασμά του από τη Σεβίλλη κατά τη διάρκεια της Αγίας Εβδομάδας έλαβε μέρος σε μια από τις λιτανείες, ξυπόλυτος και με το κεφάλι καλυμμένο με την κουκούλα των Nazarenos, έλαβε με κατάνυξη μέρος στην περιφορά του paso, πραγματοποιώντας ένα «πέρασμα» μέσα από την πόλη και τη θεατρική ιεροτελεστία του Πάσχα, απέραντα ευγνώμων για την ευλογία που δέχτηκε. Κι όταν το Μεγάλο Σάββατο όλες οι καμπάνες της πόλης σήμαναν την Ανάσταση, οι πιστοί ξεχύθηκαν στα καπηλειά στα μπαρ και στις πλατείες, για να πιούν κρασί και sangria, με tapas σε ένα ολονύχτιο χαρμόσυνο γλέντι με μουσικές και χορό.

Καλή Αγία Εβδομάδα!

[email protected]