Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους. Όχι πως δεν το κάνει αυτό κάθε μέρα, αλλά σάμπως να είναι κάτι διαφορετικό, κάτι χαρούμενο αυτές τις μέρες.
Τα προβλήματα υπάρχουν. Δεν τελειώνουν ποτέ αυτά. Όπως και οι γκρίνιες μας. Είναι στο DNA μας. Μας καθορίζει πάντα το «ναι μεν, αλλά». Αυτή η άθλια, συμμετρική λέξη, που τη διαβάζεις και από την αρχή και από την ανάποδη.
Το νόημα δεν αλλάζει. Ο ορισμός είναι αδιατάρακτος. Όμως, ο λειψός μας εαυτός γυρεύει το «κάτι άλλο».
Αυτό που βλέπει, αυτό που έχει, ακόμα και αυτό που ελπίζει, δεν τον ικανοποιούν. Θέλει κάτι παραπάνω. Πολλά παραπάνω. Αλλά, άμα τον ρωτήσεις «συγκεκριμένα τι;», η απάντηση που θα λάβεις, είναι «ε, ξέρεις τώρα».
Τυπικά ελληνική…
Έτσι κι έτσι. Θα δούμε. Κάτι έχω ακούσει κι εγώ.
Και, το κορυφαίο: «Δεν πάμε κάπου, να βρούμε κανένα καλό ψαράδικο, να φάμε τίποτα, να πούμε και καμιά κουβέντα και μετά να πάμε και πουθενά!».
Μετρήστε πόσες «αρνήσεις», έχει η επιθυμία του Έλληνα!
Τέλος πάντων, όλα καλά, μέχρι που άρχισαν, ένας-ένας στην αρχή, και ολόκληρος συρφετός μετά, να καπνίζουν. Η παρέα, βλέπετε, ήξερε τους ιδιοκτήτες και πήρε απαλλαγή από τον νόμο του κράτους.
Για σκεφτείτε το λιγάκι αυτό: Ένας συνασπισμός παρεών, θεωρούνε ότι η… πλειονότητά της και η πλήρης υποταγή του εστιάτορα που τους έχει «καλούς πελάτες στην παρανομία», συμπληρώνει όλο το «τοπίο» Το οποίο μερικοί εκλαμβάνουν ως την «απίθανη διασκέδαση της Αθήνας».
Στην Ελλάδα, ο καθένας αντιλαμβάνεται τον Νόμο από τη δική του οπτική γωνιά, που, βεβαίως, συσχετίζεται άμεσα με αυτό που τον βολεύει, που τον συμφέρει. Επίσης, αυτό που κάποτε ήταν πράγματι ωραίο, ανθρώπινο και ρομαντικό, δηλαδή το περίφημο «άσ’ το τώρα, κάνε τα στραβά μάτια, δεν πειράζει, φτωχός είναι, γιορτές είναι, αφηρημένος ήταν, σκοτούρες έχει, κλπ», αντί να είναι «κατ’ εξαίρεσιν συμβιβασμός», κατάντησε να είναι… ετσιθελικός κανόνας.
Πολύ φυσικό είναι, ως εκ τούτου, όχι μόνο να κυριαρχεί παντού η αναρχία, αλλά όποιος αντιδρά σ’ αυτήν να θεωρείται εκείνος ως ο αντιδραστικός και αυτός να λοιδορείται.
Σ’ ένα μαγαζί που βρέθηκα πρόσφατα, ο κόσμος που ήταν μέσα, ήταν τουλάχιστον τριπλάσιος σε αριθμό από εκείνους που αντέχει το μαγαζί. Και, επιπλέον, δεδομένου ότι, για να μην τους κυνηγήσουν για ηχορύπανση, έφτιαξαν και αυτήν την πατέντα που έχουν οι τράπεζες στο μπες-βγες για να σε εγκλωβίζουν σε έναν «προθαλαμίσκο», εάν ο μη γένοιτο συμβεί κανά κακό, φωτιά, σεισμός, για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι θα σκοτωθούν, κυρίως από τον πανικό.
Το ’χω πει κι άλλοτε, πολλές φορές. Ο τόπος αυτός, κατά λάθος υπάρχει! Συμπτώσεις τον κρατάνε και, μάλιστα, από μια πολύ λεπτή κλωστή. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί το κακό. Και ΘΑ συμβεί. Και θα τρέχουμε τότε, όλοι, να γυρεύουμε τους φταίχτες και, προπαντός, να τα βάζουμε με το κράτος, που πρώτοι όμως εμείς εξευτελίζουμε, στριμώχνοντας χίλιους στα μαγαζιά μας που έχουν άδεια για 200, ή θεωρώντας ότι «δεν εφαρμόζεται ακόμα», ένας νόμος που έχει ψηφιστεί, έχει δημοσιευτεί και, βέβαια, ισχύει.
Ο Θεός να βάλει το χέρι του…