Όλοι ξέρουμε ήδη ποιος θα είναι ο σαρωτικός νικητής των προεδρικών εκλογών.

Όσο περισσότερο αδειάζει η κλεψύδρα για την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση του 2018, τόσο περισσότερο ριζώνει στον νου μου η αίσθηση ότι βιώνουμε την πιο αλλοπρόσαλλη και αμήχανη προεκλογική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας. Αυτή η αίσθηση δεν εκπορεύεται μόνο από το εκλογικό σώμα. Τη βλέπεις να γυαλίζει στο απορημένο βλέμμα των υποψηφίων. Είναι μια διαφορετική και πιο έντονη από τις προηγούμενες φορές νευρικότητα, μια αβεβαιότητα για τις τάσεις, τις προθέσεις και τις διαθέσεις των ψηφοφόρων. Απόλυτος καθρέφτης της είναι η τουλάχιστον φτηνή και φαιδρή, καθώς επίσης συγκεχυμένη, διφορούμενη αν όχι και ατσούμπαλη επικοινωνιακή πολιτική που λίγο ως πολύ όλοι οι υποψήφιοι, ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ, ακολουθούν.

Ή, για να είμαι δίκαιος, υποχρεώνονται να ακολουθούν, προφανώς επειδή αδυνατούν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις των εκλογέων. Γι’ αυτό έφτασαν να αναλίσκονται σε μια ιλαρή, επιφανειακή μάχη εντυπώσεων, με τζούφια πυροτεχνήματα, συνθηματολογίες κρότου- λάμψης και απέλπιδες απόπειρες θαμπώματος με υποσχέσεις τις οποίες όλοι ξέρουμε ότι δεν πρόκειται ούτε καν να μπουν στη διαδικασία να προσπαθήσουν να τηρήσουν.

Η αποχή δεν είναι μόδα της εποχής. Και φυσικά δεν είναι κυπριακό φαινόμενο. Στην Ελλάδα είναι μόνιμα «πρώτη δύναμη» τα τελευταία χρόνια, ενώ το καμπανάκι χτύπησε στερεοφωνικά τόσο στις πρόσφατες γαλλικές προεδρικές εκλογές, αλλά ακόμη και στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές. Οι απελπισμένοι συστημικοί ταγοί δαχτυλοδείχνουν τους πολίτες που γύρισαν την πλάτη, ως τους κατ’ ουσίαν υπεύθυνους για την άνοδο της ακροδεξιάς, αρνούμενοι να παραδεχτούν τη χρεοκοπία των πολιτικών τους. Τολμώ να πω ότι η αποχή θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη χωρίς το μεγάλο εκείνο μέρος των ψηφοφόρων που τραβιούνται σέρνοντας τα πόδια τους μέχρι την κάλπη, με τη λογική του «μη χείρον βέλτιστον» μόνο και μόνο επειδή τρέμουν το ενδεχόμενο των νοσηρών παρεκκλίσεων.

Η ρίζα του προβλήματος μάλλον δεν πρέπει να αναζητείται μόνο στην ασθενική πολιτική σφαίρα και στη συσσώρευση των στρεβλώσεων που προκαλούν οι δομικές παθογένειες του ελευθεριάζοντος καπιταλισμού και η ασυμβατότητα με τις παραγωγικές δυνάμεις. Έχει και κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Είναι πολυπρισματικός ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη σήμερα η δημόσια σφαίρα. Η ζυγαριά της κυρίαρχης πραγματικότητας γέρνει προς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που προσφέρουν μια ψευδαίσθηση διαδραστικότητας κι ένα πλασέμπο συμμετοχικής δημοκρατίας. Όμως, αυτή η ελεφαντίαση ερεθισμάτων, πληροφοριών και πιθανών στόχων σημαίνει ουσιαστικά το τέλος της επικοινωνίας και σε συνδυασμό με τους ασθματικούς ρυθμούς ζωής οδηγεί μαθηματικά στην αποχαύνωση.

Η μάζα είναι ακόμη πιο επιρρεπής σε μια αυτοματοποιημένη χειραγώγηση προς μια άνευ προηγουμένου ομοιομορφία αλλά επίσης –κι αυτό είναι πραγματικά επικίνδυνο- προς προκατασκευασμένες ιδέες. Το νέο τοπίο είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Βρισκόμαστε ακόμη σε μια φάση προσαρμογής στη νέα εποχή, κατά την οποία οι πολιτικές αρρυθμίες ολοένα και θα πληθαίνουν. Αυτός ο σάλαγος προέρχεται από μια διαδικασία κατάρρευσης που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Καθώς το ρήγμα στις σχέσεις των πληθυσμιακών ομάδων βαθαίνει, ο κοινωνικός αναβρασμός και η αγανάκτηση μεγαλώνουν. Ωστόσο, διοχετεύονται στο αλεξικέραυνο μιας τυφλής αμφισβήτησης κι ενός εσωτερικού σαστίσματος. Αυτό είναι το καύσιμο, όχι για την ουσιαστική αντίδραση, αλλά για μια αυταναφορική, παθητική στάση, μια παραίτηση από ευθύνες και υποχρεώσεις κι ένα μοιραίο πολιτικό αναχωρητισμό.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, όλο και περισσότεροι πολίτες αρνούνται να εκχωρήσουν την εκπροσώπησή τους. Το θέμα είναι, μαζί με τις ψυχοκοινωνικές αιτίες που δημιουργούν το φαινόμενο, οι ψηφοθήρες να εντοπίσουν τα ατράνταχτα επιχειρήματα για να πείσουν ότι η αποχή, τόσο στο σεξ όσο και στις εκλογές, είναι μεν μια εγγυημένη μέθοδος προφύλαξης, όμως η λύση της αυτοϊκανοποίησης δεν είναι παραγωγική, ούτε το ίδιο διασκεδαστική.