Εξ αφορμής της νέας προσπάθειας των Τουρκοκυπρίων για ένταξη σε ΦΙΦΑ και ΟΥΕΦΑ, με υπόβαθρο την έμμεση πολιτική αναγνώριση που συνοδεύει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και αναμφίβολα επιδιώκει η τ/κ πλευρά, επανέρχεται στη μνήμη η συμφωνία του 2013 για ενοποίηση του κυπριακού ποδοσφαίρου.

Ήταν μια ομολογουμένως ιστορική συμφωνία, την οποία πέτυχε ο μακαριστός Κωστάκης Κουτσοκούμνης, ενάντια στα δεδομένα και την περιρρέουσα της εποχής γύρω από το Κυπριακό. Μια συμφωνία που εδραζόταν «στην ανάγκη ενοποίησης και διευκόλυνσης της προόδου του ποδοσφαίρου στην Κύπρο και που βασιζόταν «στην εμπιστοσύνη, τον αμοιβαίο σεβασμό και την καλή θέληση» σύμφωνα με την τότε ανακοίνωση. Λέξεις κλειδιά, με πολιτικό υπόβαθρο και με σαφή προσανατολισμό.

Στόχος της συμφωνίας ήταν η ενσωμάτωση της τ/κ ποδοσφαιρικής Αρχής στην ΚΟΠ, με όλα τα ωφελήματα και υποχρεώσεις που απορρέουν, καθώς και την παραχώρηση δικαιώματος στους Τ/κ να διοργανώνουν πρωταθλήματα μεταξύ των μελών τους, στα πρότυπα οργάνωσης και λειτουργίας που ίσχυε εντός ΚΟΠ για το αγροτικό ποδόσφαιρο (ΣΤΟΚ).

Η συμφωνία που υπογράφτηκε στη Ζυρίχη το Νοέμβριο 2013, υπό την αιγίδα των ΦΙΦΑ -ΟΥΕΦΑ και στην παρουσία των τότε προέδρων των διεθνών οργάνων του ποδοσφαίρου, αποτελούσε μια πρωτοφανή εκατέρωθεν επιτυχία, η οποία για διάφορους λόγους λοιδορήθηκε και πολεμήθηκε, αποτρέποντας τη δικαίωση των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί.

Αναμφίβολα, η υπογραφή συμφωνίας για προσχώρηση των Τουρκοκυπρίων στην ΚΟΠ αποτελούσε την αναγνώριση της τ/κ κοινότητας προς τους αρμόδιους φορείς της Κυπριακής Δημοκρατίας, δια μέσου του αθλητισμού, κάτι που ουσιαστικά είχαν αποσύρει από το 1963. Παράλληλα, η αθλητική δραστηριοποίηση των Τ/κ κάτω από επίσημη πλέον ομπρέλα και μορφή, θα λειτουργούσε τόσο ως απάντηση στο αφήγημα των Τ/κ περί απομόνωσης, όσο και ως ισχυρή ένδειξη στήριξης της τ/κ κοινότητας, εκ μέρους του κράτους και των αρμοδίων φορέων. Αναφέρθηκα, πιο πάνω, σε εκατέρωθεν επιτυχία, αφού και οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν πλέον να ενσωματωθούν, μέσω της ΚΟΠ, σε διεθνή αθλητικά πρότυπα, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα που παρέχει η δραστηριοποίηση της ΚΟΠ ως μέλος στους διεθνείς ποδοσφαιρικούς φορείς.

Ερχόμενοι πίσω στο 2024, έχοντας διανύσει μια εξαετή περίοδο απόλυτης στασιμότητας στο Κυπριακό, σε σημείο απειλής για το ενδεχόμενο αναζωογόνησης της όλης διαδικασίας, βιώνουμε μια νέα προσπάθεια από πλευράς Ηνωμένων Εθνών και δεχόμαστε πολλές θετικές, αλλά μόνο λεκτικές, παραινέσεις και πρωτοβουλίες από το διεθνή παράγοντα. Σε αυτή την προσπάθεια εντάχθηκαν και τα μονομερή μέτρα υπέρ των Τουρκοκυπρίων, που ανακοινώθηκαν από τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη μόλις πρόσφατα.

Η συμφωνία του 2013, με εξόχως πολιτική σημειολογία και προσανατολισμό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άλλο ένα κεκτημένο της πολιτικής διαδικασίας για επίτευξη συνολικής διευθέτησης του εθνικού μας προβλήματος. Θα μπορούσε κάλλιστα να ενεργοποιηθεί στην παρούσα φάση, όχι ως Μέτρο Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, αλλά ως εργαλείο που εκπέμπει τα κατάλληλα μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση και δημιουργεί περαιτέρω ώθηση για επιστροφή σε συνομιλίες.

Και για να είμαστε ειλικρινείς, όχι επειδή οι Τουρκοκύπριοι εξαρτώνται σε τέτοιο βαθμό από το ποδόσφαιρο, αλλά επειδή τα μηνύματα επανένωσης φορέων, κάτω από την ομπρέλα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτρέπουν πολιτικούς συνειρμούς περί άλλων μοντέλων λύσης και ενισχύουν την έμπρακτη επίδειξη πολιτικής βούλησης για να διανύσουμε τον εναπομείναντα «δρόμο» που οδηγεί στη λύση του Κυπριακού. Μια λύση, η εφαρμογή της οποίας θα μπορούσε να αξιοποιήσει περαιτέρω τον αθλητισμό, ως εργαλείο αποδοχής και αφομοίωσης της νέας τάξης πραγμάτων, συνάμα εμπέδωσης κλίματος πραγματικής συνύπαρξης και συνεργασίας.

Επιμένω να υποστηρίζω, όπως πράττω με δημοσιεύσεις και τοποθετήσεις εδώ και χρόνια, ότι ο αθλητισμός μπορεί να αποτελέσει θετικό στοιχείο διαφοροποίησης, στα παρεμφερή ζητήματα γύρω από τις προσπάθειες για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού. Ο αθλητισμός συγκεντρώνει όλα εκείνα τα αναγκαία χαρακτηριστικά, που ευθυγραμμίζονται με τις επιδιώξεις μας αναφορικά με τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων και πρωτίστως αντλεί περισσότερη προσοχή και ενδιαφέρον από το γενικό πληθυσμό σε σχέση με άλλα κοινωνικά φαινόμενα.  

Επικαλούμαι εκ νέου την αξιοποίηση του αθλητισμού στην διένεξη Ισραήλ-Παλαιστίνης, όπως αξιοποιήθηκε μετά τη συμφωνία του 1993 και απέδωσε σημαντικά οφέλη, στην επανένωση του λαού της Νότιας Αφρικής με πρωτοστάτη τον Νέλσον Μαντέλα και την εθνική ομάδα ράγκμπι τη δεκαετία του 1990, την αποκαθήλωση του φυλετικού διαχωρισμού στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, ως κάποια τρανταχτά παραδείγματα.

Κλείνοντας, σημειώνω σε πολιτικό επίπεδο την έμφαση, που δίδεται από το διεθνή παράγοντα, στην επίκληση της θλιβερής επετείου των 50 χρόνων εισβολής και κατοχής της χώρας, με την υποβόσκουσα ψιθυρολογία περί «τελευταίων ευκαιριών». Αν και το εκβιαστικό δίλημμα, που κάποιοι προσπαθούν να επιβάλουν, λειτουργεί συνήθως αντιστρόφως, θα ήταν κανείς αφελής να αναμένει ότι οι διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις και ανακατατάξεις δεν θα επηρεάσουν και τη δική μας περίπτωση σε κάποια φάση, μακρινή ή κοντινή, χωρίς μάλιστα τη δική μας δυνατότητα να επηρεάσουμε θετικά τις εξελίξεις.

Τώρα που μπορούμε, τώρα που ακόμη προλαβαίνουμε, οφείλουμε να πράξουμε κάθε τι δυνατό, εντός των αρχών και πλαισίων που και ο ίδιος ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης διακηρύττει, για να απελευθερώσουμε και να επανενώσουμε τη χώρα μας. Με «όχημα» τον αθλητισμό.

*Εκπρόσωπος Τύπου ΔΗΠΑ-Συνεργασία