Το Τρόοδος είναι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, βουνό που προσφέρεται για εξερεύνηση ενώ το πευκόδασος, το πέτρωμα και η άγρια ομορφιά του μελετώνται για χρόνια. Πήγαμε μέχρι τη χιονισμένη κορυφή του, αγοράσαμε διάφορα καλούδια, μιλήσαμε με ντόπιους και μάθαμε τα καλά κρυμμένα μυστικά του.
 
 Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου δείχνει μόλις ένα βαθμό, κάτι που διαπιστώνουμε μόλις ανοίξουμε την πόρτα. Τα πάντα γύρω μας είναι κάτασπρα ενώ οι πρωινές βροχές, τα γκρίζα σύννεφα και ο παγωμένος αέρας συμπληρώνουν το χειμωνιάτικο τοπίο. Βολτάρουμε στην πλατεία Τροόδους, βλέπουμε τα μικρά τουριστικά καταστήματα με διάφορα κυπριακά προϊόντα, ενώ λίγο παραπέρα ένα γκρουπ ενθουσιασμένων Γάλλων που μιλάνε δυνατά και γελάνε ακόμη πιο δυνατά ετοιμάζονται να κάνουν πεζοπορία σε μια απ’ τις πολλές διαδρομές που προτείνει ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού. Χαιρετούμε από μακριά και ανεβαίνοντας στην κορυφή του βουνού προς το χιονοδρομικό κέντρο, κάνουμε μια στάση στο Jubilee (25420107), ένα χτίσμα του 1935, που καυχιέται ότι είναι το ξενοδοχείο στο μεγαλύτερο υψόμετρο στην Κύπρο αλλά και για τα υπέροχα, αχνιστά ποτήρια ζεστής σοκολάτας που προσφέρει τις κρύες μέρες του χειμώνα. Καθόμαστε στην καφετερία με τις ξύλινες λουστραρισμένες καρέκλες και τη ριγωτή ταπετσαρία και απ’ τα μεγάλα παράθυρα βλέπουμε τα αιωνόβια δέντρα να πηγαινοέρχονται απ’ τον μανιασμένο αέρα, ενώ η σοκολάτα φτάνει μπροστά μας σε μεγάλα ποτήρια με πολύχρωμα marshmallows, σαντιγί και πασπαλισμένο κακάο. Η φήμη του ξενοδοχείου δικαιώνεται, ενώ λίγο μετά την τελευταία γουλιά παίρνουμε τον δρόμο για την κορυφή του Τροόδους.Εκεί λειτουργεί το μοναδικό χιονοδρομικό κέντρο της Κύπρου ενώ στα τρία πρασινωπά, τσίγκινα σπιτάκια μπορεί κανείς να μάθει σκι και να νοικιάσει τον απαραίτητο εξοπλισμό. «Οι πίστες ξεκινούν τη λειτουργία τους μόλις στοιβάξει χιόνι και διαρκεί μέχρι τα μέσα του Μάρτη» λέει ο Αντρέας Σωφρονίου, ο ιδιοκτήτης της Κυπριακής Σχολής Σκι (99516590). Εκτός απ’ το να σου μάθει σκι, ο Αντρέας μπορεί να εφοδιάσει παρέες ολόκληρες με ποδήλατα και όσους θέλουν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους στο καγιάκ, να βοηθήσει σε ορειβασίες και πεζοπορίες όχι μόνο στο Τρόοδος αλλά και στις γύρω περιοχές.
 
      ​

 
Ξεκινάμε για τον Αγρό, σταματάμε στα μέσα της διαδρομής για να πάρουμε οδηγίες και φτάνουμε στην κυρία Νίκη Αγαθοκλέους (25521400) που μας σκλάβωσε με τη φιλοξενία και με τη γλύκα της, γλύκα ίδια -αν όχι και περισσότερη- με εκείνη των γλυκών της. Στο κατάστημά της μπορεί κανείς να βρει περισσότερα από 60 διαφορετικά είδη απ’ τα προϊόντα που φτιάχνει: μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, κομπόστα, σιουτζιούκο, κυδωνόπαστο, λεμονάδες, μανταρινάδες. «Ξεκίνησα πριν 25 χρόνια για να συνεισφέρω στην οικογένεια». Η ζαχαροπλαστική, λέει, ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη. «Άρχισα ερασιτεχνικά σε ένα εργαστήριο 2×2 τον Απρίλιο του ‘86». Δυο χρόνια μετά, παίρνει το πρώτο της βραβείο, ένα απ’ τα πολλά που ακολούθησαν, απ’ τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και έκτοτε δεν σταμάτησε να εργάζεται λεπτό. Στο εργαστήριο της μπορεί κανείς να δει τη διαδικασία παρασκευής των γλυκών και των μαρμελάδων αλλά και να δοκιμάσει τα διάφορα γλυκά, μιας και δίπλα απ’ την είσοδο υπάρχουν σε μικρά μπολ ορισμένα είδη γλυκών.
​ ​

​ ​
Ακολουθούμε για λίγο τη φιδίσια ουρά του βουνού και παρκάρουμε έξω απ’ τα αλλαντικά Καυκαλιά (25521426). Εκεί μας υποδέχεται η κυρία Ελπίδα και ο κύριος Χρυσόστομος, οι ιδιοκτήτες, για να μας πουν ότι εγκαινίασαν την οικογενειακή επιχείρηση το 1978. «Ξεκινήσαμε με χοιρομέρι, λουκάνικα και λούντζα. Στη συνέχεια είχαμε και άλλα προϊόντα στα ράφια μας: ποσυρτή, τσαμαρέλλα, παστουρμά, ζαλατίνα». Τον λόγο παίρνει η δεύτερη γενιά της οικογένειας, η Νίκη και η Γεωργία οι οποίες όλο περηφάνια μας λένε πως η τσαμαρέλλα που φτιάχνουν βραβεύτηκε πολλές φορές σε διεθνείς και τοπικούς διαγωνισμούς. Παίρνουμε πεσκέσι διάφορα καλούδια και ξεκινάμε για την πετρόχτιστη Άλωνα, που από μακριά μοιάζει σαν σκαρφαλωμένη σε βουνό στα μισά μιας διαδρομής για ορειβασία. Καθώς ανεβαίνουμε τα σκαλιά του χωριού συναντάμε την κοτσονάτη κυρία Σοφία με τα άσπρα μαλλιά δεμένα γύρω απ’ το κεφάλι της σε ένα καλοφτιαγμένο κότσο. Μας ρωτά ποιοι είμαστε, από πού ήρθαμε, αν θέλουμε καφέ, λέμε ίσως μια άλλη φορά, αποχαιρετιόμαστε και συνεχίζουμε τη βόλτα στο χωριό. Σε ένα κοτέτσι καμιά δεκαριά κότες κακαρίζουν, σε ένα μπαλκόνι έχει στρωμένο στο πάτωμα σταφύλι για να γίνει σταφίδες, ενώ κόκκινα φύλλα και πευκοβελόνες λειτουργούν ως το χαλί που μας ξεπροβοδίζει. Οι ψιχάλες μας συντροφεύουν μέχρι να φτάσουμε στον Πεδουλά. Εκεί, βρίσκουμε κλειστό το Βυζαντινό μουσείο αλλά μπαίνουμε στην εκκλησία του Αρχαγγέλου, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Είναι χτισμένη από το 1474, προστατεύεται απ’ την Unesco και έχει υπέροχες τοιχογραφίες με τα πιο ζωντανά χρώματα που είδες ποτέ σου σε μια απίστευτα κατανυκτική ατμόσφαιρα.
 
​​ ​​​

Απόγευμα πια φτάνουμε στην Κακοπετριά. Το ξενοδοχείο Μύλοι και τα τεράστια δωμάτια του είναι η πιο ξεκούραστη ανταμοιβή ύστερα από μια γεμάτη μέρα. Ένα θεόρατο χτίσμα, τοποθετημένο στην παλιά Κακοπετριά με τον ποταμό να τρέχει κάτω απ’ τα μικρά μπαλκόνια του και με τις τεράστιες καστανιές να λειτουργούν ως φόντο. Καθισμένοι στις αναπαυτικές καρέκλες, μαθαίνουμε την ιστορία του Μύλου που ξεκινά απ’ το 1854. «Αρχικά άνηκε σε έναν ιερομόναχο και οι κάτοικοι του χωριού έφερναν το σιτάρι του για να το αλέσουν. Όταν πέθανε ο μοναχός, ο μύλος πέρασε σε 5 ιδιοκτήτες. Ο Γιάννης Αριστείδου κατάφερε να τον αγοράσει το ‘78 και αφού τον επισκεύασε, άνοιξε ένα λαογραφικό μουσείο με ορισμένα souvenir για τους τουρίστες. Ακολούθως λειτούργησε ένα καλοκαιρινό εστιατόριο και τα Χριστούγεννα του ’86 άρχισε τη λειτουργία του ως ξενοδοχείο». Στο εστιατόριο που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο τρώμε μια γευστική χορτόσουπα με ψιλοκομμένο καρότο, φρέσκο κρεμμυδάκι, σέλινο και πατάτα, ενώ έξω ο αέρας φυσομανάει λυσσασμένα. Το επόμενο πρωί τυλίγουμε τα κασκόλ γύρω απ’ τον λαιμό μας και περπατάμε στην παλιά Κακοπετριά όπου σε όποιο σημείο κι αν είσαι ακούς τον ποταμό. Αγοράζουμε τσάι του βουνού σε σακουλάκια και παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Κάνουμε ένα τελευταίαο σταθμό στα Αρτοποιεία Γαλάτας (22922337) και η μυρωδιά του γλυκάνισου μας τρυπά τη μύτη απ’ το parking. Ο Μιχάλης μας λέει πως η μητέρα του έφτιαχνε κουλούρια και ψωμιά σε ξυλόφουρνο απ’ το 1953 και τώρα ο ίδιος ανέλαβε τη διεύθυνση. «Τροφοδοτούμε ολόκληρη την Κύπρο ενώ στέλνουμε παξιμάδια σε Ελλάδα, Αμερική και Αυστραλία». Παίρνουμε μια τυρόπιτα για το δρόμο και γεμάτοι εικόνες, μυρωδιές και καλοσύνη απ’ τους ανθρώπους της υπαίθρου επιστρέφουμε στην πολύβουη Λευκωσία.  
​ ​
Περιοδικό Go, τεύχος 98.