Τα πάνω κάτω έφερε η ιστορική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της περασμένης Δευτέρας 31ης Ιανουαρίου 2022 που ως Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου και αθώωσε  από την κατηγορία της δημόσιας βλάβης τη  νεαρή Αγγλίδα που είχε καταδικαστεί από το επαρχιακό δικαστήριο Αμμοχώστου στις 7 Ιανουαρίου 2020 για υποτιθέμενη ψευδή καταγγελία βιασμού της τον Οκτώβριο 2019 στην Αγία Νάπα από ομάδα νεαρών Ισραηλινών τουριστών.

Στην πολυσέλιδη απόφαση του τριμελούς Εφετείου που λήφθηκε κατά πλειοψηφία από την πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Περσεφόνη Παναγή και τον δικαστή Τεύκρο Οικονόμου, μειοψηφούντος του συναδέλφου τους Ιωάννη Ιωαννίδη, καταγράφονται μεταξύ άλλων σοβαρές ελλείψεις στη διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, παραβίαση των δικαιωμάτων της 19χρονης τότε κοπέλας, μεταξύ των οποίων και του θεμελιώδους δικαιώματος της σε δίκαιη δίκη.

ε τους δικηγόρους της νεαρής Αγγλίδας να ζητούν τώρα επιτακτικά αποτελεσματική διερεύνηση των καταγγελιών της για βιασμό, η υπόθεση αυτή αναδεικνύεται ως ένας σημαντικός σταθμός στο νομικό σύστημα του νησιού, αλλά και στη δράση της κοινωνίας των πολιτών, προβάλλοντας στον δημόσιο διάλογο καίρια ζητήματα όπως η – σε αρκετές περιπτώσεις – ελλιπής και λανθασμένη άσκηση εξουσίας από τις αστυνομικές και τις δικαστικές Αρχές, η έμφυλη διάσταση των εγκλημάτων κατά γυναικών και η προβληματική πατριαρχική δομή της κυπριακής κοινωνίας. Η ομάδα υπεράσπισης αποτελείται από τις Κύπριες δικηγόρους στη Λευκωσία Ρίτσα Πεκρή εμπειρογνώμονα στο Ποινικό Δίκαιο και Νικολέττα Χαραλαμπίδου στον τομέα υπεράσπισης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και από τον Βρετανό Lewis Power QC (Queens Council), με τη συντονιστική βοήθεια του Michael Polak στελέχους της βρετανικής οργάνωσης Justice Abroad.

 

 

 

Ο Polak είναι δικηγόρος με διεθνή εμπειρία υποστήριξης ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων που αντιμετωπίζουν νομικά προβλήματα σε όλο τον κόσμο. Υπογραμμίζεται ότι η υπόθεση αυτή συγκλόνισε την Κύπρο, το Ισραήλ και ιδιαίτερα τη Βρετανία όπου έτυχε και τυγχάνει ευρείας δημοσιότητας με πρωτοσέλιδα σε όλες τις βρετανικές εφημερίδες και με κάλυψη από όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά και ειδησεογραφικά δίκτυα της χώρας, με αρνητικές αναφορές στο κυπριακό σύστημα δικαιοσύνης. Η ανακοίνωση της ποινής της 19χρονης είχε γίνει σε μια σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα, με το κτίριο του δικαστηρίου Αμμοχώστου στο Παραλίμνι να πολιορκείται κυριολεκτικά από ένα πλήθος Κυπρίων, Βρετανών και Ισραηλινών δημοσιογράφων των τριών χωρών και με φόντο δυναμική εκδήλωση συμπαράστασης προς αυτήν, από δεκάδες γυναίκες μέλη της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Δίκτυο Ενάντια στη Βία κατά των Γυναικών». Στην εκδήλωση συμμετείχαν και 50-60 ακτιβίστριες από το Ισραήλ που είχαν έρθει το προηγούμενο βράδυ στην Κύπρο.

«Σήμερα το Ανώτατο απένειμε δικαιοσύνη»

«Σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο απένειμε δικαιοσύνη», αναφέρει μεταξύ άλλων η δικηγόρος Ν. Χαραλαμπίδου σε γραπτή δήλωση της. «Η απόφαση – προσθέτει – είναι σημαντική για κάθε θύμα βιασμού. Είναι σημαντική για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και ειδικά το δικαίωμα πρόσβασης σε ενημέρωση και σε δικηγόρο και το στάδιο στο οποίο πρέπει να παρέχεται τέτοια πρόσβαση. Ο αγώνας συνεχίζεται με την απαίτηση  για αποτελεσματική διερεύνηση των καταγγελιών της για βιασμό, όπου και εάν βρίσκονται οι θύτες. Αυτό αποτελεί υποχρέωση των κρατικών αρχών. Η θετική κατάληξη καταδεικνύει και τη σημασία της υποστήριξης τέτοιων σημαντικών υποθέσεων από την ίδια την κοινωνία, ΜΚΟ και κινήματα που δημιουργούν το υπόβαθρο για αλλαγές (νομικές, κοινωνικές, πολιτικές) μέσω δικαστικών αποφάσεων».

Μια «ονειρική απασχόληση» που έγινε εφιάλτης…

Υπενθυμίζουμε ότι η τότε 19χρονη κοπέλα από την κομητεία Derbyshire της κεντρικής Αγγλίας είχε έρθει τον Ιούλιο 2019 μαζί με φίλες και συμμαθήτριες της σε τουριστικό συγκρότημα στην Αγία Νάπα για διακοπές, αλλά και για να εργαστούν, πριν αρχίσουν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές. Είχε αναφέρει στην κατάθεση της στην Αστυνομία ότι είχε εντοπίσει το συγκεκριμένο ξενοδοχείο μέσω διαδικτυακής εταιρίας που υποσχόταν «μια ονειρική απασχόληση σε ένα καταπληκτικό θέρετρο» («a dream job in one of our amazing resorts»). «Αλλά όταν έφτασαν στην Κύπρο», σύμφωνα με την μη κυβερνητική οργάνωση Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό που τάχθηκε από το αρχικό στάδιο στο πλευρό της, «βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα που οδηγούσε με αρκετή βεβαιότητα στην αποδυνάμωση των νεαρών ατόμων και την αναχαίτηση των αντιστάσεων τους σε πιθανή βία, χρήση ουσιών και κακοποίηση τους». Επί του προκειμένου η  ΚΙΣΑ ζητά με ανακοίνωση της την περασμένη Τρίτη 1η Φεβρουαρίου 2022 «να διερευνηθούν οι συνθήκες και το πλαίσιο προσέλκυσης και «απασχόλησης» νεαρών γυναικών στο συγκεκριμένο συγκρότημα στο κατά πόσον συνειδητά και στοχευμένα αποσκοπούσαν να καταστήσουν τις νεαρές αυτές γυναίκες ευάλωτες σε σεξουαλική εκμετάλλευση και βία».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Η υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό του Εφετείου…

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 17 Ιουλίου 2019 η κοπέλα κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι υπέστη ομαδικό βιασμό από νεαρούς Ισραηλινούς τουρίστες που στη συνέχεια συνελήφθησαν. Αργότερα την ίδια μέρα έδωσε δεύτερη κατάθεση στον αστυνομικό σταθμό Αμμοχώστου όπου, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο (σ. σ. τον δικαστή Μιχάλη Παπαθανασίου), «επανέλαβε τα περί βιασμού της. Από ιατροδικαστική εξέταση που έγινε επίσης την ίδια μέρα, δεν προέκυψε να υπήρξε βιασμός ή βία. Ωστόσο η Αστυνομία διερεύνησε την υπόθεση ενδελεχώς στη βάση της καταγγελίας και των καταθέσεων της εφεσείουσας, σχημάτισε φάκελο και εξασφάλισε διατάγματα προσωποκράτησης επτά προσώπων.

Στις 27 Ιουλίου 2019 μετά που της ζητήθηκε από την Αστυνομία και πριν την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον των επτά προσώπων που τότε τελούσαν υπό κράτηση για την υπόθεση, η εφεσείουσα έδωσε ακόμη μια κατάθεση για να διευκρινίσει κάποια ζητήματα που προέκυψαν από τη διερεύνηση της υπόθεσης και τον κατ’ ισχυρισμό βιασμό της, στην οποία επίσης περιέγραψε τον βιασμό της. Όταν έδωσε δε, την τελευταία αυτή κατάθεση και αφού ο επικεφαλής ανακριτής (σ. σ. Μ. Χρίστου) την αξιολόγησε σε συνάρτηση με τη μελέτη της λοιπής μαρτυρίας, ηγέρθηκαν υποψίες στον τελευταίο ότι η κατηγορούμενη ψεύδεται και αποφάσισε να την ανακρίνει.Τότε η κατηγορούμενη παραδέχτηκε ότι είπε ψέματα και έδωσε την κατάθεση της στις 28 Ιουλίου 2019. Πιο συγκεκριμένα σε αυτήν αναφέρει ότι είπε ψέματα πως βιάστηκε στις 17.7. 19 και πως η αλήθεια είναι ότι δεν βιάστηκε και όσα έγιναν σε εκείνο το διαμέρισμα ήταν με τη συγκατάθεση της. Επίσης αναφέρει ότι ο λόγος που έκανε τη ψευδή κατάθεση, ήταν επειδή αντιλήφθηκε πως την βιντεογραφούσαν να προβαίνει σε σεξουαλική πράξη και ήρθε σε δύσκολη θέση/ντράπηκε.

Γι’ αυτό απολογείται και λέει πως έκανε ένα λάθος. Το δικαστήριο καταλήγει ότι «αυτή είναι κατά την άποψη μου και η μόνη περίπτωση που η κατηγορούμενη είπε την αλήθεια». Προστίθεται στην απόφαση του Ανωτάτου ότι «η εφεσείουσα άσκησε έφεση προσβάλλοντας την καταδίκη της στη βάση 14 λόγων έφεσης που αφορούν σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας από τις 28 Ιουλίου 2019 που λήφθηκε η κατάθεση της, η θεληματικότητα της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο δίκης εντός δίκης». Όπως τονίζεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου «αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσείουσα ανακρίθηκε χωρίς να είχε συμβουλευτεί προηγουμένως δικηγόρο ως προς τα δικαιώματα της, ιδιαίτερα τα δικαιώματα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης και κανένας δικηγόρος δεν ήταν παρών κατά την ανάκριση της από τον λοχία Χρίστου και τη λήψη της κατάθεσης με την οποία ανακαλούσε τις προηγούμενες καταγγελίες της και συνιστούσε ομολογία διάπραξης του αδικήματος του άρθρου 115». Αναφέρεται επίσης στην απόφαση του Ανωτάτου ότι «οι αναφορές του δικαστηρίου (σ. σ. του προαναφερόμενου πρωτόδικου δικαστή) γίνονταν με τέτοιο έντονο τρόπο και με διακοπές, ώστε να ισχυρίζεται τώρα η εφεσείουσα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, ότι έτυχε άδικης δικαστικής μεταχείρισης, ότι αντιμετώπισε εχθρότητα και αγένεια από το δικαστήριο και ότι η καταδίκη ήταν εν γένει άδικη και επισφαλής.

Οι παρεμβάσεις εν προκειμένω ήταν συχνές και ανεπίτρεπτες, εφόσον, αν και δεν εμποδίστηκε η υπεράσπιση να προσφέρει τη μαρτυρία της, έφερναν προσκόμματα και κατέστησαν πρακτικά αδύνατη την προσπάθεια της τουλάχιστον για πρόκληση εύλογης αμφιβολίας σε ό,τι αφορά το ψευδές της καταγγελίας της εφεσείουσας. Υπ’ αυτή την έννοια η καταδίκη κρίνεται ως επισφαλής, χωρίς να διασώζεται, υπό τις περιστάσεις, από το γεγονός ότι η εφεσείουσα κρίθηκε αναξιόπιστη». Το Ανώτατο Δικαστήριο καταλήγει αναφέροντας στην απόφαση του ότι «έστω και αν τα ευρήματα της πρωτόδικης απόφασης βασίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων, η απόφαση μπορεί να παραμεριστεί εάν φαίνεται τόσο ανασφαλής ή ανεπαρκής, ώστε να υπάρχει υποβόσκουσα αμφιβολία στο μυαλό του Εφετείου σε σχέση με την ορθότητα της. Η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη της εφεσείουσας όπως και η ακόλουθη αυτής ποινή παραμερίζεται. Η δε εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται».

Στην Αστυνομία για 7 ώρες χωρίς δικηγόρο

Αναφέρεται μεταξύ άλλων στην έφεση της νεαρής Αγγλίδας ότι «η ανάκληση της πρώτης κατάθεσής της δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή στο δικαστήριο, δεδομένου ότι ελήφθη στη διάρκεια μιας 7ωρης κράτησης της τότε κατηγορούμενης στον αστυνομικό σταθμό, χωρίς δικηγόρο και χωρίς διερμηνέα». Προστίθεται ότι «η δεύτερη κατάθεση της δέκα μέρες αργότερα στις 27 Ιουλίου 2019 όπου υποστήριξε ότι δεν υπέστη βιασμό και ότι προέβη στην καταγγελία επειδή ήθελε να εκδικηθεί τους Ισραηλινούς που εισήλθαν στο δωμάτιο και βιντεοσκοπούσαν με τα κινητά τους τηλέφωνα την ώρα που είχε σεξουαλική συνεύρεση με έναν από αυτούς, θα έπρεπε να θεωρηθεί αναξιόπιστη και να μη ληφθεί υπόψη. Οι λόγοι είναι πρώτον η μετατραυματική αγχώδης διαταραχή από την οποία υπέφερε, δεύτερον η έντονη πίεση που υπέστη για να ανακαλέσει τους ισχυρισμούς για βιασμό της, όπως εξάγεται από διαδικτυακά της μηνύματα και τρίτον το γεγονός ότι τα στοιχεία του δικαστικού γλωσσολόγου καταδεικνύουν ότι είναι απίθανο ότι η δεύτερη κατάθεση ανάκλησης της αρχικής δήλωσης για βιασμό της, περιλαμβάνουν τα λόγια της 19χρονης όπως ισχυρίζεται ο αστυνομικός ερευνητής της υπόθεσης». Αναφέρεται επίσης στην έφεση ότι «ο δικαστής φώναζε συνεχώς «αυτή δεν είναι δίκη για βιασμό, δεν θέλω ν’ ακούω στοιχεία για βιασμό», ενώ εμπόδιζε την ομάδα υπεράσπισης να προσκομίσει στοιχεία που ενίσχυαν την καταγγελία της έφηβης για βιασμό της όπως ανέφερε στην πρώτη κατάθεσή της».  Στην έφεση γίνεται λόγος για «επιθετική και υποτιμητική συμπεριφορά του δικαστή απέναντι στην κατηγορούμενη και την υπερασπιστική ομάδα της, που είχε ως αποτέλεσμα η κατηγορούμενη να μην έχει δίκαιη δίκη. Περιγράφεται ως μια προκατειλημμένη συμπεριφορά εναντίον της κατηγορούμενης, σε αντίθεση με τον τρόπο που αυτός επικοινωνούσε με την κατηγορούσα αρχή». Ακόμα αναφέρεται στην έφεση ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αποτυχία της κατηγορούσας αρχής να προσκομίσει στοιχεία για να αποδείξει τι έγινε τη νύχτα του βιασμού στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, καθώς δεν κάλεσε τους νεαρούς Ισραηλινούς να λογοδοτήσουν. Περιορίστηκε έτσι στην κατάθεση της 19χρονης για το τι συνέβη σε εκείνο το δωμάτιο και οδηγήθηκε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι είπε ψέματα για το ότι τη βίασαν». Στην έφεση καταλογίζεται ακόμα στο δικαστήριο ότι «απέτυχε να λάβει υπόψη την κατάθεση  του ιατροδικαστή Μάριου Ματσάκη ότι τα τραύματα στο σώμα της νεαρής αποκάλυπταν αυτό που εκείνη κατάγγειλε, ότι δηλαδή ήταν θύμα βιασμού».  Υπενθυμίζουμε ότι ο Μ. Ματσάκης κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη της νεαρής στις 6 Δεκεμβρίου 2019, αναφέροντας ότι η 19χρονη Αγγλίδα «είναι όντως θύμα βιασμού από τους νεαρούς Ισραηλινούς» και υπέδειξε «κενά και αδυναμίες» στην ιατροδικαστική έκθεση του κυβερνητικού ιατροδικαστή.

Συναινετικό σεξ με ένα νεαρό

Απαντώντας σε ερώτηση του υπογράφοντος – τη μέρα της καταδίκης της νεαρής – για το πολυσυζητημένο θέμα κάποιων βίντεο, με σκηνές ομαδικού σεξ μιας γυναίκας με αριθμό αντρών, η Νικολέττα Χαραλαμπίδου είπε ότι «διάφορα βίντεο που κυκλοφορούν και που ήρθαν στη δική μου αντίληψη, δεν είναι της κοπέλας αυτής, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Δεύτερον, τα 6-7 βίντεο που προσκομίστηκαν στη δίκη και προέρχονται από διάφορα κινητά τηλέφωνα, είναι των ημερών που προηγήθηκαν και όχι της νύχτας του βιασμού. Τα βίντεο αυτά δεν προβλήθηκαν στο δικαστήριο, αλλά τα είδε η κατηγορούσα αρχή, εμείς οι δικηγόροι και δόθηκαν και στον δικαστή. Υπάρχει ένα βίντεο όπου η κοπέλα κάνει συναινετικό σεξ με τον ένα από τους δώδεκα με τον οποίο είχε ξεκινήσει μια σχέση και υπήρχαν και άλλοι στο δωμάτιο, αλλά δεν κάνει συναινετικό σεξ με οποιονδήποτε άλλο. Όμως αυτό συνάδει με όσα είπε η ίδια στην αρχική της κατάθεση την πρώτη μέρα του βιασμού, ότι είχε συναινετικό σεξ με ένα νεαρό και ότι μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο διάφοροι άλλοι. Υπάρχει ένα μόνο βίντεο της νύχτας του βιασμού, που θεωρούμε ότι βοηθά την υπόθεση μας, που δείχνει αυτό ακριβώς που λέει η κοπέλα – δείχνει μια πόρτα που ανοίγει και μπαίνουν δυο τρία άτομα μέσα σε ένα δωμάτιο και βιντεογραφούν την κοπέλα να κάνει συναινετικό σεξ με τον νεαρό με τον οποίο είχε σχέση και τους λέει να φύγουν από το δωμάτιο και σταματά εκεί. Το σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει βίντεο από τη νύχτα του βιασμού που να δείχνει ότι αυτή η κοπέλα είχε συναινετικό σεξ με περισσότερους από ένα άτομα». Απαντώντας σε ερώτηση μας γιατί η κοπέλα  αναίρεσε την αρχική καταγγελία της για βιασμό της, η κυρία Χαραλαμπίδου τόνισε ότι «αυτό έγινε μετά από φοβερές πιέσεις που η κοπέλα δέχτηκε στον αστυνομικό σταθμό και μάλιστα χωρίς να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο και σε διερμηνέα και χωρίς να της γίνει σωστή ενημέρωση ότι είναι ύποπτη για κάποιο αδίκημα και ότι σκοπεύουν να την κατηγορήσουν».