Το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε καταδίκη 29χρονου σε υπόθεση συμμετοχής σε σεξουαλική πράξη με παιδί με τη χρήση εξαναγκασμού, βίας και απειλής για την οποία είχε καταδικαστεί σε 48 μήνες φυλάκιση, ενώ επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων στην ίδια υπόθεση για συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί, το οποίο δεν είχε φτάσει στην ηλικία συναίνεσης. Σημειώνεται ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 2016 και κατά τον ουσιώδη χρόνο τέλεσης των αδικημάτων ο θύτης ήταν 23 ετών και ο παραπονούμενος ήταν 16 ετών, ενώ η νομοθεσία ορίζει ότι η ηλικία συναίνεσης είναι τα 17 έτη.

Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορίες με βάση τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλική Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο του 2014 για πράξεις σεξουαλικής φύσεως, στις οποίες παραδεκτά συμμετείχε με 16χρονο αγόρι που δεν είχε φτάσει σε ηλικία συναίνεσης. Με κατάθεσή του ο εφεσείοντας ομολόγησε ότι προέβαινε στις σεξουαλικές πράξεις που του αποδόθηκαν με τον 16χρονο, πλην όμως ήταν η θέση του ότι δεν υπήρχε εξαναγκασμός, βία ή απειλή, αλλά αντιθέτως ήταν κάτι που το ήθελαν και οι δύο.

Στην απόφασή του το Εφετείο έκρινε βάσιμη την έφεση, αναγνωρίζοντας ότι το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ήταν πλημμελές και ως εκ τούτου θα πρέπει να παραμεριστεί η καταδίκη στις σοβαρότερες κατηγορίες, δηλαδή σε αυτές που αφορούσαν εξαναγκασμό του θύματος σε σεξουαλικές πράξεις. Το Εφετείο προβληματίστηκε ως προς το ενδεχόμενο επανεκδίκασης της υπόθεσης, ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη αφενός μεν ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 2016 και αφετέρου δε ότι το αποτέλεσμα της έφεσης δεν θα είναι η απαλλαγή και η απελευθέρωση του εφεσείοντα, αλλά η μείωση της τιμωρίας του, στο πλαίσιο των αδικημάτων που εξαρχής παραδέχθηκε, έκρινε ότι η επανεκδίκαση για τις σοβαρότερες κατηγορίες αντενδείκνυται.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συνήγορος υπεράσπισης του εφεσείοντα κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τον χρόνο που παρήλθε, το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου και ότι εξαρχής είχε παραδεχθεί τη διάπραξη των σεξουαλικών πράξεων, ενώ εισηγήθηκε αναστολή της εκτέλεσης της ποινής πέραν από τη μείωσή της.

Αναλύοντας το σκεπτικό της απόφασής του το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει: «… Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι θα επιβληθεί ποινή με το δεδομένο ότι δεν υπήρξε εξαναγκασμός, βία ή απειλή. Επίσης ελλείπει ο επιβαρυντικός παράγοντας της μεγάλης διαφοράς ηλικίας δράστη – θύματος. Όμως τα αδικήματα αυτής της φύσης είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, προκαλούν κοινωνική αποστροφή και διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι επιβεβλημένη. Η αναστολή εκτέλεσης των ποινών θα έδινε λανθασμένο μήνυμα και θα εξουδετέρωνε τη διαπιστωθείσα ανάγκη για αποτρεπτική λειτουργία της ποινής…».

Εν τέλει το Ανώτατο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τον εφεσείοντα από τις κατηγορίες του εξαναγκασμού για τη συμμετοχή σε σεξουαλικές πράξεις και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών για αδικήματα που αφορούν σε συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί, το οποίο δεν είχε φτάσει σε ηλικία συναίνεσης.