Άρχισε η εκδίκαση της πρωτοφανούς για τα δικαστικά δεδομένα προσφυγής δικηγόρου, εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, σε σχέση με τον μη διορισμό της στη θέση επαρχιακού δικαστή. Με την προσφυγή είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζονται νομικά τα νέα κριτήρια για διορισμούς δικαστών που θεσπίστηκαν το 2019.

Με την προσφυγή της δικηγόρου Ντόριας Βαρωσιώτου προσβάλλεται η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 22/07/2021, με την οποία η αιτήτρια δεν διορίστηκε επαρχιακός δικαστής αλλά αντί αυτής διορίστηκαν έξι άλλοι υποψήφιοι. Προσβάλλεται επίσης η απόφαση του Συμβουλίου για τη μη πλήρωση της έβδομης θέσης, ενώ σύμφωνα με την προκήρυξη ημ. 18/12/2020, οι κενές θέσεις προς πλήρωση ήταν επτά. 

Στο παρόν στάδιο, ο Γενικός Εισαγγελέας εκ μέρους της Δημοκρατίας και οι δικηγόροι Πόλυς Πολυβίου και Γιώργος Τριανταφυλλίδης εκ μέρους των ενδιαφερόμενων μερών (των έξι προσληφθέντων επαρχιακών δικαστών), καταχώρησαν τις ενστάσεις τους. O δικηγόρος της αιτήτριας, Αχιλλέας Δημητριάδης, καταχώρησε τη γραπτή αγόρευσή του. Και στις τρεις ενστάσεις εγείρονται τα ίδια νομικά ζητήματα. Προδικαστικά η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα μέρη προβάλλουν τη θέση ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αντίθετα προσομοιάζει με δικαστική απόφαση και ως εκ τούτου δεν έχει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο. Η αιτήτρια υιοθετεί το περιεχόμενο της προσφυγής της και σημειώνει πως η επίδικη απόφαση λήφθηκε βασιζόμενη στη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού δικαστών που θεσπίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο το 2019, τα οποία είναι έκδηλα αντισυνταγματικά και πασιφανώς έξω από το πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας. Με την υιοθέτηση δε των συγκεκριμένων κριτηρίων, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μετέτρεψε τη διαδικασία σε διοικητικής φύσεως. 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Οι δικηγόροι των ενδιαφερόμενων μερών εισηγούνται μέσω των ενστάσεών τους πως η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη βάση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και είναι σύμφωνη με το νόμο και το Σύνταγμα. Στην αγόρευση της αιτήτριας αναφέρεται πως ούτε το Σύνταγμα ούτε ο Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμος, δίδουν εξουσία στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να θεσπίζει κριτήρια τα οποία να μην συνάδουν με τις πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου. Η αιτήτρια εισηγείται πως η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 6(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου για εξαετή άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος για να μπορεί υποψήφιος να διοριστεί στη θέση επαρχιακού δικαστή, συνάδει με το δικαιικό σύστημα της Κύπρου που θέλει τον διορισμό των δικαστών να βασίζεται στην πείρα τους από την επιτυχή άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, στοιχείο που αποδεικνύεται με αντικειμενικά κριτήρια. Ως εκ τούτου, εισηγείται η αιτήτρια, το κριτήριο που θέσπισε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο που απαιτεί την εξασφάλιση βαθμολογίας άνω του 70% στην τελευταία συνέντευξη, διαφορετικά ο υποψήφιος αποκλείεται από διορισμό, απαλείφει εξ ολοκλήρου τα αντικειμενικά στοιχεία που κατά τον νόμο και το Σύνταγμα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Επί του προκειμένου, η αιτήτρια αναφέρει πως παρέδωσε στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο σωρεία αποφάσεων σε υποθέσεις που χειρίστηκε και οι οποίες καταδεικνύουν την πείρα της στο δικηγορικό επάγγελμα με εμφανίσεις ενώπιον των Δικαστηρίων, στοιχείο που δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη. 

Εισηγείται η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα μέρη στις ενστάσεις τους πως το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο υιοθέτησε ουσιαστικά συστάσεις της GRECO που αναφέρονται στη θέσπιση διαδικασιών διαφάνειας και αντικειμενικότητας. Επί τούτου, η αιτήτρια εισηγείται πως το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν ακολούθησε καν αυτές τις συστάσεις. Η αιτήτρια επισημαίνει πως η GRECO κάνει ειδική αναφορά στο σύστημα διορισμών δικαστών στην Κύπρο και παρατηρεί ότι αυτοί διορίζονται από το δικηγορικό επάγγελμα. Ως εκ τούτου, συνεχίζει η εισήγηση της GRECO, τα κριτήρια πρέπει να είναι αντικειμενικά ώστε να οδηγούν σε ορθή κρίση για την καταλληλόλητα των υποψηφίων. Η αιτήτρια ισχυρίζεται πως οι εισηγήσεις της GRECO αναφέρονται σε διαφάνεια που περιλαμβάνει και το δικαίωμα πρόσβασης των ενδιαφερομένων στα πρακτικά της όλης διαδικασίας. Ούτε αυτό τηρήθηκε, αναφέρει η αιτήτρια. Η ίδια ζήτησε να επιθεωρήσει τα πρακτικά της επίδικης διαδικασίας, αυτό όμως δεν της επετράπη, παρά τη σχετική πρόνοια στη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού. Στις ενστάσεις δεν έχει επισυναφθεί κανένα πρακτικό ή άλλο στοιχείο που αφορά στη διαδικασία και ειδικότερα αναφορικά με την τελευταία συνέντευξη στην οποία η αιτήτρια επαναλαμβάνει τη θέση πως απέδωσε άρτια. 

Η απάντηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στο αίτημα της αιτήτριας για πρόσβαση στα πρακτικά, ουσιαστικά πρόκειται για επανάληψη της πρόνοιας που απαιτεί ο υποψήφιος να συγκεντρώσει βαθμολογία άνω του 70% στη δεύτερη συνέντευξη, για να δύναται να διοριστεί στη θέση επαρχιακού δικαστή. Η πιο πάνω απάντηση, αναφέρει η αιτήτρια, είναι έκδηλα ανεπαρκής και αποστερεί το δικαίωμά της να γνωρίζει τους λόγους αποκλεισμού της.

Κριτήρια διορισμού που δεν νομιμοποιήθηκαν

Στις ενστάσεις της Δημοκρατίας και των ενδιαφερόμενων μερών αναφέρεται πως η αιτήτρια επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα τη διαδικασία, νομική φράση που χρησιμοποιείται στο Διοικητικό Δίκαιο. Εξ ολοκλήρου ανεδαφική και αντίθετη με τη νομολογία θεωρεί την πιο πάνω θέση η αιτήτρια, η οποία αναφέρει πως υπέβαλε υποψηφιότητα ακολουθώντας τη μόνη διαδικασία που βρισκόταν σε ισχύ και πως το έννομό της συμφέρον δημιουργήθηκε από τη βλάβη που υπέστη λόγω του μη διορισμού της. Τέλος, η αιτήτρια αναφέρει πως δεν είναι η ίδια που επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει, αλλά αντιφατικές θέσεις εκφράζονται στις ενστάσεις της Δημοκρατίας και των ενδιαφερόμενων μερών, όπου είναι φανερό ότι αναμειγνύονται νομικοί ισχυρισμοί, που αφενός θέλουν να βασίζονται στο Σύνταγμα και στον Νόμο και αφετέρου στη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού του 2019, τα οποία δεν έχουν νομιμοποιηθεί όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και στον Νόμο.

Η υπόθεση είναι ορισμένη για συνέχιση της εκδίκασης στις 11/03/2022.