Η  πορεία της Κύπρου, του Κυπριακού, είναι συνυφασμένη με τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων. Η Κύπρος ήταν πολλές φορές θύμα του Ψυχρού Πολέμου ενώ μετά το τέλος του, άλλαξαν μεν τα δεδομένα, ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί μέρος των γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Είναι δε σαφές πως η πορεία του κυπριακού ζητήματος σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από έξωθεν συμφέροντα και στρατηγικές επιδιώξεις.

Εάν χωρίσει κανείς την πορεία του Κυπριακού θα μπορούσε ημερολογιακά αλλά και επί της ουσίας να σταθεί σε τρεις βασικές περιόδους.

•  Την περίοδο πριν από την ανεξαρτησία, όπου ο αγώνας ήταν για την Ένωση με την Ελλάδα.

•  Την εποχή μετά την ανεξαρτησία που σημαδεύτηκε από τις διακοινοτικές συγκρούσεις, τα πρώτα βήματα διαχωρισμού και την απόσυρση των Τουρκοκυπρίων από το κράτος.

•  Τη μετά το πραξικόπημα και εισβολή εποχή, όταν άλλαξε η υφή και ο χαρακτήρας του ζητήματος.

Από το 1974 και εντεύθεν το κυπριακό ζήτημα ήταν και είναι  θέμα εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής. Σε συνθήκες κατοχής, η Κυπριακή Δημοκρατία όχι μόνο άντεξε τις πιέσεις αλλά κατάφερε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να προχωρήσει σε ενεργειακούς σχεδιασμούς και στη διαμόρφωση περιφερειακών συνεργασιών.

Δυσκολίες από την αρχή

Τα δύσκολα είχαν φανεί από την πρώτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, του νεοσύστατου κράτους, που συνήλθε την Τετάρτη 31η Αυγούστου, 1960, ώρα 10.30 π.μ. Οι αρχικές προσφωνήσεις του Προέδρου Μακαρίου και του Αντιπροέδρου, Φ. Κιουτσιούκ, είχαν πανηγυρικό χαρακτήρα (ΚΜΤΠ / ΑΤΠ, 98421).  Αλλά στα δύσκολα υπήρχαν διαφωνίες. Ενώπιον του Υπουργικού τέθηκε το θέμα “Κυβερνητικοί υπάλληλοι απολυθέντες διά πολιτικούς λόγους”.

Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνόδου: Το Συμβούλιο αποφάσισε, διαφωνούντων των τριών Τούρκων υπουργών (Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, Υγείας, Αμύνης) όπως ο υπουργός Οικονομικών συστήσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων το ποσό των 165.246 λιρών στο κεφάλαιο “Διάφορα” του προϋπολογισμού του 1960 ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η πληρωμή ποσών σε κυβερνητικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς απολυθέντας ή τεθέντας σε διαθεσιμότητα για πολιτικούς λόγους κατά τη διάρκεια της καταστάσεων Εκτάκτου Ανάγκης, για απώλεια απολαβών την οποία υπέστησαν λόγω της απόλυσής τους ή διαθεσιμότητάς τους (ΚΜΤΠ / ΑΤΠ, 98420). Για την ιστορία σημειώνεται συναφώς ότι στην πρώτη συνεδρίαση, μεταξύ άλλων, συζητήθηκε το θέμα των προτεινόμενων χαρτονομισμάτων, κερμάτων, ο προϋπολογισμός του κράτους και ο διορισμός επιτροπών ( τελωνείο, κτηματολόγιο κ.ά).

Ενδεικτική της κατάστασης, που διαμορφώθηκε στη συνέχεια,  ήταν και η πρώτη συνεδρίαση του Υπουργικού μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων υπουργών. Το βαρύ κλίμα προκύπτει και από τα όσα ανέφερε ο Μακάριος στους Ελληνοκύπριους υπουργούς. Στα πρακτικά της συνόδου του Υπουργικού Συμβουλίου (ΚΜΤΠ / ΑΤΠ, 61760), ημερομηνίας 13 Ιανουαρίου 1964 (στα Αγγλικά), ο Πρόεδρος Μακάριος ενημέρωσε επισταμένα τα μέλη για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Ο Πρόεδρος Μακάριος αναφέρθηκε στα γεγονότα της 21ης Δεκεμβρίου, όταν αστυνομική περίπολος κάλεσε για έλεγχο Τούρκους πολίτες (έτσι αναφέρονται, Turkish civilians) και σημειώθηκαν επεισόδια. Ο Μακάριος  ενημέρωσε περαιτέρω, για τις τουρκικές δράσεις, όπως αυτήν του εναέριου χώρου της Κύπρου από τουρκικά στρατιωτικά αεροσκάφη ·και εμφάνιση τουρκικών πολεμικών πλοίων στα ανοικτά της Κύπρου. Περαιτέρω τη μετακίνηση των τουρκικών στρατευμάτων στη Λευκωσία και την προσχώρηση σε αυτά Τουρκοκυπρίων. Περιγράφονται οι παρεμβάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε διπλωματικό επίπεδο ( Συμβούλιο Ασφαλείας) ενώ γίνεται αναφορά και σε αποφάσεις. Ενέκρινε την  πρόταση, όπως οι δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδας και της Τουρκίας, που στάθμευαν στην Κύπρο (υπό βρετανική διοίκηση), βοηθήσουν “την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας στην προσπάθειά της να διασφαλίσει την κατάπαυση του πυρός και την αποκατάσταση της ειρήνης”. Ενέκρινε, επίσης, τη συμμετοχή της Κύπρου, διά του υπουργού Εξωτερικών,  σε σύνοδο στο Λονδίνο για το Κυπριακό.

Ως αποτέλεσμα των διπλωματικών και πολιτικών παρεμβάσεων ήταν και η έκδοση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ψηφίσματος 186/64 και η αποστολή Ειρηνευτικής Δύναμης στο νησί.  Η άφιξη της ΟΥΝΦΙΚΥΠ είχε αποφασιστεί στις 4 Μαρτίου 1964, με το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο, μεταξύ άλλων, εισηγείται τη “δημιουργία, με τη συναίνεση της Κυβέρνησης της Κύπρου, μιας ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο”. Ήταν ένα σημαντικό ψήφισμα καθώς διασφάλιζε τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι  πρώτοι ειρηνευτές, στρατιωτικοί και αστυνομικοί, είχαν φτάσει στην Κύπρο τον Απρίλιο του 1964.  Σημειώνεται συναφώς ότι οι όροι εντολής της Ειρηνευτικής Δύναμης ήταν ξεκάθαροι.  Η παρουσία της θα ήταν “προς όφελος της διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καταβάλλει τις βέλτιστες προσπάθειές της να αποτρέψει την επανάληψη εχθροπραξιών και, ως απαραίτητο, να συμβάλλει στη διατήρηση και την αποκατάσταση του νόμου και της τάξης και την επαναφορά ομαλών συνθηκών”.

Το 1960-1963, οι Κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή είχαν ως στόχο “την ομαλή εφαρμογή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, καθώς και την αποφυγή μίας νέας σύγκρουσης στην Κύπρο” (Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόμος 1, σελ. 177-178).  Ο ιστορικός Ε. Χατζηβασιλείου αναφέρει ότι η Κυβέρνηση Καραμανλή δεν αποδεχόταν το δόγμα του “εθνικού κέντρου”, σύμφωνα με το οποίο η Αθήνα, ως κέντρο του ελληνισμού, είχε δικαίωμα επιβολής των απόψεών της. Αντίθετα, προέβαλε τη θεωρία των “δυο ανεξαρτήτων κρατών”, σύμφωνα με την οποία η Αθήνα μπορούσε να μεριμνά για την Κύπρο, να προσφέρει συμβουλές, αλλά δεν είχε το δικαίωμα να τις επιβάλει. Η διαφωνία των δυο Κυβερνήσεων ήταν πρόδηλη το 1963, όταν ο Μακάριος προωθούσε την αναθεώρηση του συντάγματος. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας, με επιστολή του στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο είχε ξεκαθαρίσει πως όχι μόνο δεν συμφωνεί με τις προθέσεις της Λευκωσίας, αλλά και δεν θα την υποστήριζε. Οι διακοινοτικές ταραχές, Χριστούγεννα του 1963, ξέσπασαν όταν στην Ελλάδα η Βουλή διαλύθηκε και προκηρύχθηκαν εκλογές.

Σημειώνεται ότι ο Μακάριος δεν επέβαλε τα 13 σημεία για επιβολή αναθεώρησης του συντάγματος. Υπέβαλε προτάσεις με στόχο να συζητηθούν.

Η άνοδος του Γεώργιου Παπανδρέου στην εξουσία είχε δημιουργήσει νέα δεδομένα. Ο Παπανδρέου είχε διαφορετική προσέγγιση ως προς τις σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο Μακάριο, του καθιστούσε σαφές πως τις αποφάσεις πολέμου ή ειρήνης θα τις λαμβάνει η Αθήνα.

Το 1964 ενώ συνεχίζονταν οι διακοινοτικές ταραχές, ο Αμερικανός Πρόεδρος, Λίντον Τζόνσον, ανέθεσε σε έναν πρώην υπουργό Εξωτερικών, τον Ντιν Άτσεσον, να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης. Ο Αμερικανός απεσταλμένος κατέθεσε δυο σχέδια, τα οποία έθεσε ενώπιον των εμπλεκόμενων πλευρών.

Βάση και των δύο σχεδίων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία. Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας.  για τη δημιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. Το σχέδιο αυτό απέρριψε ο Μακάριος, θεωρώντας το διχοτομικό και εμμένοντας στην άνευ όρων Ένωση, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε απλή εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία και παραχώρηση του Καστελλορίζου  από την Ελλάδα στην Τουρκία. Και αυτό το σχέδιο το απέρριψε ο Μακάριος, ενώ στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία, η οποία συζητούσε μόνο παραχώρηση κυρίαρχης βάσης ως αντάλλαγμα.

Στα τέλη Ιουλίου 1964, ο Μακάριος επισκέφθηκε την Αθήνα και σε συνάντησή του με τον Έλληνα Πρωθυπουργό οι δύο άντρες θα συμφωνήσουν στην απόρριψη των εισηγήσεων του Αμερικανού μεσολαβητή και την προώθησης λύσης του Κυπριακού στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Ο Μακάριος με δηλώσεις του από την Αθήνα στις 30 Ιουλίου 1964 θα σημειώσει ότι “αυτόκλητοι μεσολαβητές ανέπτυξαν πρόσφατα στα παρασκήνια της Γενεύης έντονη δραστηριότητα προς εκτροχιασμόν του Κυπριακού από την ακολουθητέα γραμμή” έτσι ώστε να μετατοπισθεί (το Κυπριακό) από τη διεθνή του βάση. Την ίδια στιγμή, ο Μακάριος εξέφραζε την ικανοποίησή του που τα Σχέδια αυτά προσέκρουαν στη σθεναρή αντίσταση της Ελληνικής Κυβέρνησης.  Παρόλα αυτά, η Αθήνα δεν θα εγκαταλείψει την προσπάθεια επίτευξης λύσης με βάση τις συνομιλίες στη Γενεύη και το γενικότερο πλαίσιο των ιδεών Άτσεσον. Σε νέα συνάντηση που είχε ο Έλληνας Πρωθυπουργός με τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, στις 31 Ιουλίου 1964, ο Παπανδρέου θα εκφράσει την έντονη του δυσφορία για τις δημόσιες τοποθετήσεις Μακαρίου ενάντια στην πρωτοβουλία Άτσεσον σημειώνοντας ότι είναι αδύνατο για την Ελληνική Κυβέρνηση να χειριστεί τον Μακάριο (Νίκος Χριστοδουλίδης, Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού).

Υπενθυμίζεται ότι στις 7 Αυγούστου ξεκινούσαν στο νησί τα επεισόδια στην Τηλλυρία. Στις 9 Αυγούστου τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα έπλητταν ελληνοκυπριακά χωριά στην περιοχή εν μέσω απειλών της Τουρκίας για απόβαση στην Κύπρο. Εν τω μεταξύ, η Σοβιετική Ένωση, μετά από σχετικό αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντέδρασε εκφράζοντας τη στήριξης της προς τον Μακάριο. Τις δραματικές εξελίξεις στο νησί, θα ακολουθήσει απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις 9 Αυγούστου, η οποία και θα τερματίσει τις εχθροπραξίες.

Η άφιξη της Μεραρχίας και η Χούντα

Τον Ιούνιο του 1964 συγκροτήθηκε η Εθνική Φρουρά, η οποία στελεχώθηκε από Ελλαδίτες αξιωματικούς καθώς και Ε/κ αξιωματικούς και άνδρες που υπηρετούσαν στον κυπριακό στρατό. Την ίδια περίοδο με απόφαση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, Γεώργιου Παπανδρέου, εγκαταστάθηκε σταδιακά στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία “για να προστατεύσει το νησί από ενδεχόμενη υλοποίηση από την Τουρκία της απόφασης για εισβολή”. Η Μεραρχία αριθμούσε περίπου 8.500 άνδρες (3 Συντάγματα Πεζικού, 2 Μοίρες Καταδρομών, 2 Ίλες Αρμάτων. Επιπλέον η ΕΛΔΥΚ αριθμούσε 1.200 άνδρες). Η πρώτη αποστολή έφθασε στην Κύπρο στις 7.5.1964  και ολοκληρώθηκε στις 20.10.1964. 

Για το πραξικόπημα της Χούντας της 21ης Απριλίου 1967 στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορες θεωρίες ως προς τους λόγους διενέργειας και επιβολής του. Μια θεωρία υποστηρίζει ότι οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και τα παιχνίδια εξουσίας για επικράτηση οδήγησαν τους στρατιωτικούς, τους συνταγματάρχες, στο πραξικόπημα. Μια δεύτερη προσέγγιση αναφέρει πως η  Χούντα επιβλήθηκε στην Ελλάδα όχι για να αποτρέψει “κομμουνιστικό κίνδυνο”, που μετά τον εμφύλιο δεν υπήρχε ούτε ή άλλως, ούτε και για να περιορίσει την κυριαρχία της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές που θα διεξάγονταν εκείνη τη χρονιά στη χώρα. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 είχε, κατά μια άλλη προσέγγιση,  στόχο να “τελειώσει” και με την Κύπρο. Να “τελειώσει” την Κύπρο. Η Ουάσινγκτον, ως γνωστόν, είχε αναγνωρίσει τη Χούντα του Παπαδόπουλου, τον οποίο οι Αμερικανοί γνώριζαν πολύ καλά. Ήταν ο σύνδεσμος της ΚΥΠ με τη CIA, πριν από το πραξικόπημα. Όπως προκύπτει από αμερικανικές πηγές και έγγραφα,  η CIA γνώριζε όλες τις συνωμοτικές κινήσεις των συνταγματαρχών από τον Ιανουάριο του 1967, λίγους δηλαδή, μήνες πριν από το χουντικό πραξικόπημα ενημέρωνε από την Αθήνα την Ουάσινγκτον για το επικείμενο πραξικόπημα. Ενδεικτικό της αμερικανικής στάσης ήταν και τα όσα ειπώθηκαν στις 23 Ιανουαρίου 1968 σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου υπό τον Πρόεδρο Τζόνσον. Είχε συζητηθεί για μια ακόμη φορά το Κυπριακό. Στη σύσκεψη συμμετείχε και ο Σάιρους Βανς, ο οποίος είχε αναφέρει πως “δεν θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε την Τουρκία για τρίτη φορά, αν σημειωθεί ανάφλεξη στο νησί. Ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε την ανάφλεξη είναι να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πραγματικό κυπριακό πρόβλημα…(“Ο βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας”, Α. Παπαχελάς, σελ. 418, εκδόσεις Εστία). Αυτό σήμαινε πως οι ΗΠΑ δεν θα απέτρεπαν την Τουρκία να εισβάλει στο νησί γιατί δεν ήθελαν να χαλάσουν τις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση για την αναφορά Βανς για λύση “του πραγματικού Κυπριακού”, πλην όμως εκ των υστέρων μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι εννοούσε ο Αμερικανός αξιωματούχος.

Μετά το πραξικόπημα της 21ης Ιουλίου οι χουντικοί επιχείρησαν να συνδέσουν τη δικτατορία με μια εθνική επιτυχία. Επέλεξαν το Κυπριακό. Μελετώντας τους φακέλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, ενημερώθηκαν για τον ελλαδοτουρκικό διάλογο, που πραγματοποιείτο τα προηγούμενα χρόνια. Γινόντουσαν τότε συναντήσεις Αθηνών και Άγκυρας. Μια από τις ενδεχομένως πιο σημαντικές συναντήσεις, στις οποίες αξίζει να αναφερθούμε, ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1966 σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. H Ελλάδα υποστήριζε λύση ένωσης στο Κυπριακό με εδαφικά ανταλλάγματα προς την Τουρκία.

Έχοντας ως βάση την πρόταση αυτή, πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1966 συνάντηση στο Παρίσι των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας. Ο Έλληνας υπουργός αφού αναφέρθηκε στη θέση της Ελλάδας για ένωση, πρόσφερε στον Τούρκο ομόλογό του ως αντάλλαγμα τουρκική παρουσία στη βρετανική βάση της Δεκέλειας, που θα μετατρεπόταν σε βάση του ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αν και δεν τοποθετήθηκε αρνητικά στη συγκεκριμένη πρόταση για τη Δεκέλεια, σημείωσε ότι η Άγκυρα δεν αποδέχεται την ένωση ως λύση, και πρότεινε λύση συγκυριαρχίας Ελλάδας και Τουρκίας. Οι συζητήσεις κατέληξαν σε ναυάγιο. Άγνωστο γιατί, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έμεινε με την εντύπωση ότι η Τουρκία αποδεχόταν την ελληνική πρόταση αναφορικά με τη βάση Δεκέλειας. Στην ουσία, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την ένωση, προτείνοντας καθεστώς ομοσπονδίας. Δηλαδή,  για τον Τούρκο υπουργό η βάση της Δεκέλειας ήταν αντάλλαγμα για λύση ομοσπονδίας, και όχι για την ένωση.

Η ουσία ήταν πως οι Τούρκοι δεν συζητούσαν θέμα ένωσης. Από το 1964 δεν συζητούσαν ούτε και θέμα διχοτόμησης. Εκείνο που επιδίωκαν και επιδιώκουν μέχρι σήμερα είναι ο πλήρης στρατηγικός έλεγχος του νησιού.

Οι χουντικοί συνέχισαν τις προσπάθειες προσέγγισης με την Τουρκία. Μια νέα συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 1967 στο Κεσάν της Τουρκίας (την πρώτη μέρα) και στην Αλεξανδρούπολη (τη δεύτερη μέρα). Ήταν η συνάντηση που έμεινε στην Ιστορία ως “η συνάντηση του Έβρου”. Οι χουντικοί είχαν εξ ολοκλήρου στηριχθεί στις εκτιμήσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ για τη συνάντηση του Παρισιού. Απεκόμισαν την εντύπωση πως οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι να συζητήσουν το πακέτο της ένωσης με ανταλλάγματα. Στη συνάντηση αποδείχθηκε ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπήρχε πεδίο συζήτησης. Η συνάντηση οδηγήθηκε σε αποτυχία και έμεινε γνωστή ως το “φιάσκο του Έβρου”.

Δεν άργησαν,  πάντως, οι χουντικοί να προχωρήσουν σε ένα δεύτερο φιάσκο. Πιο μεγάλο και ζημιογόνο. Το δεύτερο φιάσκο ήταν η αποχώρηση της Μεραρχίας. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ήταν μια ερασιτεχνική διαχείριση από μέρους των χουντικών. Κι όμως, η αποχώρηση της Μεραρχίας ουσιαστικά άνοιγε τον δρόμο για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Άφησε γυμνή την άμυνα της Κύπρου, στο έλεος των τουρκικών σχεδιασμών για κατάληψη του νησιού. Πως ξεκίνησε;

 Η στρατιωτική επιχείρηση κατάληψης των θέσεων των Τ/κ στα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος πραγματοποιήθηκε τη 15η Νοεμβρίου 1967. (παρενθετικά να αναφέρουμε ότι είχε προηγηθεί η σύλληψη και απέλαση του Ραούφ Ντενκτάς στην Τουρκία, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου αντίστοιχα, λίγες ημέρες πριν τα επεισόδια).

Η επιχείρηση είχε ως στόχο την εκκαθάριση των ένοπλων ομάδων των Τ/κ που είχαν εγκατασταθεί στα παραπάνω δύο χωριά και διάλυσης του θύλακα. Ποιοι οι λόγοι που οδήγησαν την ηγεσία της ΑΣΔΑΚ στη λήψη της απόφασης για τη διενέργεια της επιχείρησης; Στο πόρισμα για τον φάκελο της Κύπρου, της κυπριακής Βουλής,  σημειώνεται πως το σχέδιο   της επιχείρησης είχε υποβληθεί για έγκριση στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) της Ελλάδας, το οποίο αφού το διαμόρφωσε στην τελική του μορφή το επέστρεψε στην ΑΣΔΑΚ (καταθέσεις Κώστα Αχιλλείδη 24.9.2008, σελ. 39-41, Γιώργου Αγγελίδη 11.9.2008, σελ. 18-19).

Σύμφωνα με τις καταθέσεις παρευρισκομένων στη σύσκεψη του Προεδρικού, που πραγματοποιήθηκε πριν την επιχείρηση,  οι τελικές οδηγίες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προς τη στρατιωτική ηγεσία ήσαν συγκεκριμένες. Η ΕΦ να περικυκλώσει την περιοχή για να μη δημιουργηθεί καντόνιο, αλλά να μην εισέλθει μέσα στην κατοικημένη περιοχή και να μην πυροβολήσει, εκτός εάν υπάρξουν πυροβολισμοί μέσα από την Κοφίνου (κατάθεση Γλ. Κληρίδη 25.4.2007, σελ. 13). Η επιχείρηση εκκαθάρισης θα πραγματοποιείτο μόνον εφόσον υπήρχε σοβαρή πρόκληση από την πλευρά των Τ/κυπρίων (κατάθεση Τ. Παπαδόπουλου 25.6.2008,σελ. 28,29) και να ληφθούν μέτρα ώστε να μην είναι εμφανής η συμμετοχή της ΕΦ, και να μη χρησιμοποιηθούν ελληνικά στρατεύματα (κατάθεση Γλ. Κληρίδη).

Την ίδια ώρα, η κατάσταση στην Κύπρο θα επιδεινωθεί, και τον Νοέμβριο του 1967 τα επεισόδια της Κοφίνου θα επισπεύσουν τις εξελίξεις. Τα γεγονότα αξιοποιήθηκαν πλήρως από την Τουρκία ενώ θα δυσχεράνουν ακόμη περισσότερο τις τεταμένες σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Ως αποτέλεσμα των επεισοδίων, η Τουρκία ζήτησε, μεταξύ άλλων, (α) την ανάκληση του Γρίβα (β) τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και (γ) την αναγνώριση στους Τουρκοκύπριους του δικαιώματος να ιδρύσουν δικές τους τοπικές διοικήσεις στις περιοχές των τουρκοκυπριακών θυλάκων.     Η κατάσταση που διαμορφώθηκε προκάλεσε έντονη ανησυχία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Αφού λοιπόν προηγήθηκε πρόταση, από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά ενός διακανονισμού που στην ουσία θα εξυπηρετούσε τα αιτήματα της Άγκυρας, πρωταγωνιστικό ρόλο για εξομάλυνση της κρίσης ανέλαβε ο πρώην υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών, Σάιρους Βανς. Είχε διορισθεί ως ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού Προέδρου Τζόνσον και άρχισε την παρέμβασή του στο Κυπριακό (  Νίκος Χριστοδουλίδης, σχέδια λύσης του Κυπριακού, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 181).

 Μια άλλη εκδοχή που αναφέρεται στο πόρισμα για τον φάκελο της Κύπρου είναι πως η αποχώρηση της Μεραρχίας ήταν ειλημμένη απόφαση της Χούντας. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση δεν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένοι. Συμπεραίνεται ότι στην προσπάθειά της να ανακτήσει και να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο στο εσωτερικό της χώρας, φοβόταν ότι ένα σημαντικό τμήμα του στρατού το οποίο βρισκόταν στην Κύπρο θα μπορούσε να ήταν εκτός ελέγχου και να ενεργήσει ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας.

Ο δεύτερος και πιθανότερος λόγος αφορά ενδεχόμενη απόφαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση του σχεδίου Ατσεσον, το οποίο είχε απορριφθεί. Για την υλοποίηση του σχεδίου θα έπρεπε να αποχωρήσει η Ελληνική Μεραρχία για να προωθηθεί το σχέδιο της μερικής και ελεγχόμενης ένοπλης σύρραξης Ελλάδας – Τουρκίας, ώστε να δικαιολογηθεί η λύση της διπλής ένωσης και ο πλήρης ΝΑΤΟϊκός έλεγχος, σχέδιο το οποίο τελικά επιχειρήθηκε να εφαρμοσθεί το 1974.

Στις 17.11.67 ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ι. Τσαγλαγιανκίλ επέδωσε στον Έλληνα πρέσβη στην Άγκυρα Δεληβάνη διακοίνωση με βασικά αιτήματα την άμεση απομάκρυνση από την Κύπρο της Ελληνικής Μεραρχίας και του στρατηγού Γρίβα. Η Χούντα στις 18.11.67 ανακάλεσε τον Γρίβα στην Αθήνα με πρόσχημα τη διεξαγωγή συνομιλιών και τον έθεσε υπό περιορισμό.

Η Κυβέρνηση της Χούντας έκανε αποδεκτό το τουρκικό αίτημα για ανάκληση της Μεραρχίας και στις 29.11.1967 ανακοίνωσε την απόφασή της, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε μορφή διαβούλευσης με την κυπριακή Κυβέρνηση.

Την απόφαση είχε ανακοινώσει ο υπουργός Εξωτερικών Παν. Πιπινέλης ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα στις 20.11.1967, δηλαδή  πέντε μέρες μετά την επιχείρηση εκκαθάρισης του θύλακα Κοφίνου-Αγίου Θεοδώρου (πόρισμα της Βουλής για τον φάκελο της Κύπρου).

Η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και προχωρούσε στις 29 Δεκεμβρίου 1967 στην εξαγγελία της απόφασής της για εγκαθίδρυση “Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης” στο νησί. Η ενέργεια αυτή, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η πρώτη επίσημη κίνηση της Τουρκίας για ανακήρυξη τουρκοκυπριακού κράτους στην Κύπρο, είχε ως πρώτο στόχο να θέσει κάτω από ενιαίο έλεγχο της όλους τους τ/κ θύλακες στο νησί, και με την πάροδο του χρόνου όλους τους Τουρκοκύπριους με τη σύσταση ανάλογων οργάνων και της κατάλληλης διοικητικής δομής. Ήταν το πρώτο διοικητικό μέτρο για τη διχοτόμηση της Κύπρου, που λειτούργησε και ως μοχλός πίεσης προς την ελληνική πλευρά για επιστροφή στις διαπραγματεύσεις με βάση τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.

Τα γεγονότα διαμόρφωναν νέα δεδομένα στο Κυπριακό.

Πρώτο, στις  12 Ιανουαρίου 1968, με διάγγελμα του προς τον κυπριακό λαό, ο Μακάριος, επίσημα πλέον, εγκαταλείπει την ένωση ως επιλογή λύσης. Ήταν μια κίνηση αναπροσαρμογής της πολιτικής που ακολουθείτο μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Δεύτερον, ως αποτέλεσμα της νέας πολιτικής, ο Μακάριος τόνισε την ανάγκη διεξαγωγής διακοινοτικών συνομιλιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου στα πλαίσια των καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Τρίτο, για να ενισχύσει και θωρακίσει και εσωτερικά τη στροφή αυτή, ο Μακάριος προκήρυξε προεδρικές εκλογές. Στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 Φεβρουαρίου 1968, ο Μακάριος έλαβε ποσοστό 95.5%.

Οι διακοινοτικές συνομιλίες άρχισαν επισήμως στη Λευκωσία στις 24 Ιουνίου 1968. Οι συνομιλίες αυτές διεξήχθησαν σε δυο περιόδους. Η πρώτη  διήρκεσε από τον Ιούνιο του 1968 έως τον Σεπτέμβρη του 1971 (και πραγματοποιήθηκαν τέσσερις γύροι συνομιλιών), και ακολούθως η δεύτερη περίοδος κράτησε από τον Ιούνιο του 1972 έως τον Ιούλιο του 1974, και σε αυτές συμμετείχαν πέρα από τους συνομιλητές των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, και δύο συνταγματολόγοι, ένας από την Ελλάδα και ένας από την Τουρκία( Δεκλερής και Αλτίκαστι).

Στο εσωτερικό, υπήρχαν εξελίξεις στις οποίες άφηνε αποτυπώματα η Χούντα. Η ίδρυση και δράση του “Εθνικού Μετώπου” στα τέλη του 1968, η απόπειρα δολοφονίας κατά του Μακαρίου τον Μάρτιο του 1970, η δολοφονία του πρώην υπουργού Εσωτερικών Πολύκαρπου Γιωρκάτζη λίγες μέρες αργότερα και η επιστροφή το καλοκαίρι του 1971 στην Κύπρο του Γρίβα,  ο οποίος και ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β.

Από τουρκικής πλευράς αξιοποιείται πλήρως το εσωτερικό σκηνικό στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Οι Τ/κ ζητούν  ξεχωριστή αστυνομία για την κάθε κοινότητα στο πλαίσιο της ξεχωριστής Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Των εξελίξεων αυτών προηγήθηκε απόπειρα πραξικοπήματος.

 Τον Ιανουάριο του 1972 η Χούντα απαίτησε από τον Μακάριο να αποχωρήσει από την προεδρία της Δημοκρατίας και την ενεργό πολιτική.

Το Φεβρουάριο του 1972 η Χούντα των Αθηνών είχε αποφασίσει την ανατροπή του Μακαρίου χρησιμοποιώντας δυνάμεις της Ε.Φ. Πρωταγωνιστές στην εκτέλεση του πραξικοπήματος ήσαν ο κουμπάρος του Δ. Ιωαννίδη και τότε διοικητής της ΕΛΔΥΚ Παύλος Παπαδάκης και ο Ανδρέας Κονδύλης.

Η ενέργεια περιήλθε σε γνώση του Μακαρίου και της Κυπριακής Κυβέρνησης από υποκλοπή τηλεφωνήματος μεταξύ της ελληνικής πρεσβείας στη Λευκωσία και του υπ. Εξωτερικών στην Αθήνα. Τις πρωινές ώρες της 14ης Φεβρουαρίου 1972,  ο Κ. Παναγιωτάκος ζήτησε από την Αθήνα το πράσινο φως για τη διενέργεια του πραξικοπήματος. Το αίτημα επανέλαβε αργότερα και ο διευθυντής του 2ου Ε.Γ. του ΓΕΕΦ Παντελής Λαλαούνης προς την ελληνική ΚΥΠ στην Αθήνα.

Το μεσημέρι της 14ης Φεβρουαρίου,  ο Γλ. Κληρίδης συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρέσβη Πόπερ και τον ενημέρωσε για την έγκυρη πληροφορία της Κυβέρνησης για το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα. Ο Πόπερ δεσμεύθηκε να μεταφέρει την πληροφορία στην Κυβέρνησή του.

Σύμφωνα με στοιχεία από το αρχείο της ΚΥΠ, την ίδια χρονική περίοδο, τις παραμονές εκδήλωσης του σχεδιαζόμενου πραξικοπήματος ανατροπής του Αρχ. Μακαρίου, ο στρατηγός Γ. Γρίβας είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με τους φερόμενους ως πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος.

Στις 10.2.72 είχε μεταβεί στη Λευκωσία, όπου και είχε συνάντηση με τον Έλληνα πρέσβη Κ. Παναγιωτάκο, με στελέχη του κλιμακίου της ελληνικής ΚΥΠ, τον Σωκράτη Ηλιάδη κ.ά. παράγοντες, ενώ στη συνέχεια είχε μεταβεί στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.

Τελικά το πραξικόπημα ματαιώθηκε. Πιθανοί λόγοι για τη ματαίωσή του ήταν η παρέμβαση των ΗΠΑ προς το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών μετά τη διαρροή του εγχειρήματος, αλλά και η μαζική κινητοποίηση του λαού ο οποίος διανυκτέρευσε στην πλατεία της Αρχιεπισκοπής. Την επομένη (15.2.1972) πραγματοποιήθηκε ογκώδης συγκέντρωση υποστήριξης του Αρχ. Μακαρίου ( πόρισμα Βουλής για τον φάκελο της Κύπρου).

Τον Οκτώβριο του 1973 πραγματοποιήθηκαν εκλογές στην Τουρκία, ενώ ένα μήνα αργότερα, και με αφορμή τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, είχαμε την πτώση του Γεώργιου Παπαδόπουλου στην Αθήνα και την ανάδειξη του Δημήτριου Ιωαννίδη ως ισχυρότερου άνδρα της Χούντας. Τον Ιανουάριο του 1974 πέθανε ο Γρίβας και υπήρξαν “διοικητικές” αλλαγές στην παράνομη οργάνωση.

Το πραξικόπημα και η εισβολή

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 είχε σχεδιασθεί και εκτελεσθεί με στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου. Το νήμα των σχεδίων αυτών ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα αποτέλεσε μέρος του παζλ.

Το 1974, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες δρούσαν σε συνεννόηση με τον πάλαι ποτέ ισχυρό άνδρα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Χένρι Κίσινγκερ, η ελληνική Χούντα, η ΕΟΚΑ Β και το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο στην Άγκυρα, με διαφορετικές αφετηρίες και επιδιώξεις, βρέθηκαν στο ίδιο μέτωπο. Η ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή πέντε ημέρες αργότερα ήταν δύο γεγονότα του ιδίου σχεδίου.

 Πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα, εισέβαλε η Τουρκία στην Κύπρο και κατέλαβε σε δυο φάσεις μεγάλο τμήμα του νησιού, το οποίο κατέχει μέχρι σήμερα. Επιχείρησε και κατάφερε να εκδιώξει τον ελληνικό πληθυσμό εφαρμόζοντας ένα σχέδιο εθνοκάθαρσης. Νεκροί, αγνοούμενοι, πρόσφυγες, καταστροφές.

Το σκηνικό όπως διαμορφώθηκε μετά το πραξικόπημα είχε αφεθεί στη διαχείριση της Τουρκίας. Η διπλωματία, κυρίως από αμερικανικής πλευράς, αποσκοπούσε πρωτίστως να αποφευχθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος. Το θέμα, για τους Αμερικανούς, δεν ήταν κατά πόσον οι Τούρκοι θα εισέβαλλαν στην Κύπρο, αυτό το θεωρούσαν δεδομένο.

Οι προσπάθειες για επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό ξεκίνησαν αμέσως μετά την εισβολή, αρχικά με τη συμμετοχή των “εγγυητριών” δυνάμεων, με τις διασκέψεις στη Γενεύη, που φάνηκε από την αρχή ότι η διπλωματία δεν μπορούσε να ανατρέψει τους τουρκικούς σχεδιασμούς.

Στη συνέχεια ο διάλογος συνεχίσθηκε μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Το πρώτο βήμα έγινε τον Φεβρουάριο του 1977 με τη  συμφωνία υψηλού επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς. Αυτή περιελάμβανε τέσσερις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες, όπως είπε ο Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών, περιείχαν τα βασικά στοιχεία για ουσιαστικές συνομιλίες πάνω στο εδαφικό και σε συνταγματικά θέματα.

Οι κατευθυντήριες γραμμές (4 σημεία) της συμφωνίας υψηλού επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς είχαν ως ακολούθως:

1)    Επιζητούμε μιαν ανεξάρτητη, αδέσμευτη, δικοινοτική, ομόσπονδη Δημοκρατία.

2)    Το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας θα πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας, της παραγωγικότητας και ιδιοκτησίας της γης.

3)    Θέματα αρχών, όπως η ελευθερία διακίνησης, η ελευθερία εγκατάστασης, το δικαίωμα περιουσίας και άλλα εξειδικευμένα ζητήματα είναι ανοικτά για συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να προκύψουν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

4)    Οι εξουσίες και αρμοδιότητες της κεντρικής ομοσπονδιακής Κυβέρνησης θα είναι τέτοιες ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας, λαμβανομένου υπόψη και του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους.

Τα δέκα σημεία Κυπριανού – Ντενκτάς

Μετά  από δύο χρόνια διακοπής των διακοινοτικών συνομιλιών, ο Πρόεδρος Κυπριανού και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντενκτάς συναντήθηκαν υπό την προεδρία του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών στις 18 και 19 Μαΐου του 1979 και κατέληξαν σε μια συμφωνία από 10 σημεία, που καθόριζε τη διαδικασία για νέες συνομιλίες. Η συμφωνία προνοούσε:

1.    Συμφωνήθηκε να επαναρχίσουν οι διακοινοτικές συνομιλίες στις 15 Iουvίου 1979.

2.    Η βάση για τις συνομιλίες θα είναι οι κατευθυντήριες γραμμές Μακαρίου – Ντενκτάς της 12ης Φεβρουαρίου και τα σχετικά με το Κυπριακό ψηφίσματα του ΟΗΕ.

3.    Τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των πολιτών της Δημοκρατίας πρέπει να τυγxάvουν σεβασμού.

4.    Οι συνομιλίες θα ασχοληθούν με όλες τις εδαφικές και συνταγματικές πτυχές.

5.    Θα δοθεί προτεραιότητα στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στην Αμμόxωστo κάτω από την αιγίδα των Hνωμένων Εθνών ταυτόχρονα με την έναρξη από τoυς συνoμιλητές τής εξέτασης τωv συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης. Όταν επιτευχθεί συμφωνία για το Bαρώσι, αυτή θα εφαρμοσθεί χωρίς να αναμένεται το αποτέλεσμα της συζήτησης πάνω σε άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος.

6.    Συμφωνήθηκε αποφυγή κάθε ενέργειας που θα έθετε σε κίνδυνο το αποτέλεσμα των συνομιλιών και να δοθεί ιδιαίτερη σημασία και από τις δυο πλευρές στα αρχικά πρακτικά μέτρα για την προώθηση της καλής θέλησης, της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της επιστροφής σε ομαλές συνθήκες.

7.    Σκoπείται η αποστρατιωτικοποίηση της Δημοκρατίας της Κύπρου και θα συζητηθούν ζητήματα που σχετίζονται με αυτήν.

8.    Η ανεξαρτησία, η κυριαρχία, η εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Δημοκρατίας πρέπει να τύχoυν επαρκών εγγυήσεων εναντίον της ολικής ή μερικής ένωσης με οποιαδήποτε άλλη xώρα και εναντίoν κάθε μορφής διχοτόμησης ή απόσχισης.

9.    Οι διακοινοτικές συνομιλίες θα διεξάγονται συνεχώς και επίμονα και θα αποφεύγεται οποιαδήποτε καθυστέρηση.

10.  Οι διακoινoτικές συνομιλίες θα διεξαχθούν στη Λευκωσία.

Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί ανέλαβαν πρωτοβουλία, και το καλοκαίρι του 1978, επισκέφθηκε την Κύπρο ο ειδικός σύμβουλος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για το Κυπριακό Μάθιου Νίμιτς, για επί τόπου μελέτη του προβλήματος. Ο Νίμιτς είχε συναντήσεις και συζητήσεις με τις δύο πλευρές και μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ, ετοίμασε το Αμερικάνικο Σχέδιο. Στις 10 Νοεμβρίου του 1978, το σχέδιο επιδόθηκε στις δύο πλευρές ως κοινό σχέδιο των ΗΠΑ, Καναδά και Μεγάλης Βρετανίας. Το σχέδιο, που στην ουσία ήταν λεπτομερής πρόταση που αποσκοπούσε στο να λειτουργήσει ως βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές, δηλαδή πλαίσιο για διακανονισμό του Κυπριακού, περιλάμβανε στο τέλος και ειδικό παράρτημα για τα Βαρώσια.

1.    Το σχέδιο είχε σκοπό τη δημιουργία ενός ομόσπονδου δικοινοτικού κράτους, το οποίο θα αποτελείται από δύο περιοχές, που η μία από αυτές θα κατοικείτο κατά κύριο λόγο από Ε/κ και η άλλη κατά κύριο λόγο από Τ/κ.

2.    Απέκλειε την ενσωμάτωση του συνόλου ή μέρους της Δημοκρατίας σε οποιονδήποτε άλλο κράτος.

3.    Θεωρούσε αναγκαίο όπως στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες περιλαμβάνονται η ελευθερία διακίνησης, η ελευθερία εγκατάστασης και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, που έπρεπε να ενσωματωθούν στο ομοσπονδιακό σύνταγμα, υπό την προϋπόθεση όμως  ότι θα υποβάλλονταν σε τέτοιες τροποποιήσεις που θα απαιτούνταν για τη διατήρηση του χαρακτήρα της κάθε περιοχής.

4.    Ανέφερε τις εξουσίες και λειτουργίες που θα είχε η Ομόσπονδη Κυβέρνηση της Δημοκρατίας και οι δύο διοικήσεις των συστατικών περιοχών. Σημείωνε επίσης ότι οι εξουσίες και λειτουργίες που δεν παραχωρούνται ειδικά στην Ομόσπονδη Κυβέρνηση διατηρούνται από τις δύο συστατικές περιοχές. Ανάμεσα στις εξουσίες και λειτουργίες της κεντρικής Κυβέρνησης περιλάμβανε τις εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα, το νόμισμα, την κεντρική τράπεζα, το εμπόριο κ.ά.

5.    Όσον αφορά στο νομοθετικό θα υπάρχουν δύο Βουλές. Στην άνω Βουλή οι δύο κοινότητες θα είχαν ίση αντιπροσώπευση και στην Κάτω Βουλή οι δύο κοινότητες θα εκπροσωπούνται με βάση την αναλογία πληθυσμού. Σε περίπτωση που ένα νομοσχέδιο που εγκρινόταν από την Κάτω Βουλή δεν εξασφάλιζε πλειοψηφία στην Άνω Βουλή, τότε μια πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων στην Κάτω Βουλή θα είναι αρκετή για την επιψήφισή του με την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον τα 3/8 των βουλευτών κάθε κοινότητας συμφωνούν στην έγκριση του νομοσχεδίου.

6.    Θα υπάρχει ένας Πρόεδρος και ένας Αντιπρόεδρος. Ο ένας θα προέρχεται από τη μια κοινότητα και ο άλλος από την άλλη. Από κοινού θα διορίζουν το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο καμία κοινότητα δεν πρέπει να διαθέτει λιγότερο από 30% των μελών του. Το βέτο θα πρέπει να ασκείται από κοινού, και θα μπορούσε να ανατραπεί από τα 2/3 των ψήφων σε κάθε Βουλή.

7.    Το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποτελείται από έναν Ε/κ, ένα Τ/κ και έναν ξένο.

8.    Η εδαφική έκταση κάθε περιοχής θα είναι αντικείμενο διαπραγματεύσεων με βάση κριτήρια όπως η οικονομική βιωσιμότητα και παραγωγικότητα, η ιδιοκτησία γης, η ασφάλεια, ο πληθυσμιακός χαρακτήρας και ιστορικοί παράγοντες. Για τον σκοπό αυτό η τ/κ πλευρά θα συμφωνήσει σε γεωγραφικές αναπροσαρμογές προς όφελος της ε/κ πλευράς. Τα μέρη θα πρέπει να κάνουν πρόνοια στον βαθμό που είναι εφικτό και σύμφωνο με τον δικοινοτικό χαρακτήρα της Δημοκρατίας, για επιστροφή των εκτοπισθέντων στις περιουσίες τους και τη ρύθμιση των απαιτήσεων, οι οποίες μπορεί να εγερθούν από εκείνους που δεν θα μπορέσουν ή δεν θα επιλέξουν να επιστρέψουν.

9.    Προβλέπεται η αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων (μη κυπριακών δυνάμεων) εκτός από εκείνων που θα παραμείνουν κατόπι συμφωνίας.

Ειδικό παράρτημα του σχεδίου αφορούσε στα Βαρώσια. Σύμφωνα με αυτό:

1.    Θα γίνει επανεγκατάσταση των εκτοπισθέντων κατοίκων σε περιοχή του Βαρωσιού, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

2.    Η επανεγκατάσταση θα αρχίσει σε συνάρτηση με την επανέναρξη διακοινοτικών διαπραγματεύσεων για ολοκληρωμένη συμφωνία.

3.    Την περιοχή της επανεγκατάστασης αποτελούσε τμήμα του Βαρωσιού, ανατολικά από το χωριό Άγιος Νικόλαος και εκτεινόταν προς τα βόρεια της παλιάς οδού Λευκωσίας – Αμμοχώστου. Η ακριβής έκταση της περιοχής έπρεπε να καθορισθεί αφού λαμβάνονταν υπόψη οι ανησυχίες της τ/κ πλευράς για την ασφάλεια της παλιάς Αμμοχώστου και του λιμανιού τη πόλης.

Η τουρκική πλευρά βολευόταν από τα αλλεπάλληλα αδιέξοδα στο Κυπριακό και προχωρούσε στην υλοποίηση των σχεδιασμών της για επιβολή τετελεσμένων.

 Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, τον Νοέμβριο του 1983, αιφνιδίασε ως προς το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που επελέγη, παρόλο που υπήρχαν πολλές σχετικές ενδείξεις. Ωστόσο, ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς η τουρκική πλευρά οδηγούσε τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους αφορούσε, άλλωστε, τους σχεδιασμούς της Άγκυρας και τις στρατηγικές της επιδιώξεις: Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ανακήρυξη χωριστού τουρκοκυπριακού “κράτους” αποτελούσαν διαχρονικά τον στρατηγικό στόχο της Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό. Τούτο διαφάνηκε από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία κινήθηκε διπλωματικά και εξασφάλισε αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Τα Ηνωμένα Έθνη από την πλευρά τους επιχείρησαν να εκτονώσουν την κρίση με πρωτοβουλίες.

Στα πλαίσια αυτά, το 1985 ο Γ.Γ.  του ΟΗΕ και γνώστης του Κυπριακού, Πέρεζ ντε Κουεγιάρ, καταθέτει σχέδιο λύσης, γνωστό ως “Δείκτες Κουεγιάρ”, το οποίο προέβλεπε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Το απορρίπτει ο Ντενκτάς, επιφυλάξεις εξέφρασε και η Λευκωσία ( στην πρώτη εκδοχή των δεικτών).

Η εκλογή του Γιώργου Βασιλείου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, το 1988, επανέφερε στο προσκήνιο τις διεργασίες για το Κυπριακό και οδήγησε στην επανέναρξη των προσπαθειών. Οι πρωτοβουλίες οδήγησαν στη Δέσμη Ιδεών Γκάλι παρά τις δυσκολίες που πρόβαλε ο Ντενκτάς.

 Η Δέσμη Ιδεών Γκάλι, που υποβλήθηκε στους δυο διαπραγματευτές στις 15 Ιουλίου 1992, ήταν ένα εκτεταμένο έγγραφο, το οποίο συνιστούσε πλαίσιο λύσης. Σύμφωνα με τη Δέσμη, “το συνολικό πλαίσιο συμφωνίας θα υποβληθεί στις δυο κοινότητες σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα εντός τριάντα ημερών από τη συμπλήρωσή του από τους δυο ηγέτες σε μια διεθνή διάσκεψη υψηλού επιπέδου”. Στις κατευθυντήριες γραμμές σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι “η ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα έχει μια εδαφική επικράτεια που θα αποτελείται από δυο πολιτικά ίσες ομόσπονδες πολιτείες. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα έχει μια κυριαρχία που είναι αδιαίρετη και που εκπηγάζει ισότιμα από την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η μια κοινότητα δεν μπορεί να έχει κυριαρχία πάνω στην άλλη. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα έχει μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια που θα διέπεται από τον ομοσπονδιακό νόμο σύμφωνα με το ομοσπονδιακό σύνταγμα”. Η αναφορά αυτή για το θέμα της κυριαρχίας προκάλεσε διάφορες συζητήσεις αλλά και αντιδράσεις, κυρίως για την αναφορά πως η κυριαρχία θα εκπηγάζει από τις κοινότητες. Ο χάρτης Γκάλι προέβλεπε ένα ποσοστό 27,4% να παραμένει υπό τους Τούρκους. Στηριζόταν στον χάρτι Γκόμπι, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1981.

Οι συζητήσεις συνεχίσθηκαν και τον Αύγουστο ενώ ο επόμενος σταθμός ήταν ο Οκτώβριος και από εκεί ο Μάρτιος του 1993, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Η Κύπρος εισερχόταν στην τροχιά των προεδρικών εκλογών (προγραμματισμένες για τον Φεβρουάριο του 1993). Ο Γιώργος Βασιλείου έχασε τις εκλογές από τον Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος αρχικά υποστήριζε την πολιτική του τότε Προέδρου. Βασικό όπλο των αντιπάλων του ο απεγκλωβισμός από τη Δέσμη Ιδεών Γκάλι.

 

Tου Κώστα Βενιζέλου (δημοσιογράφος)