Η επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας έλαβε χώρα στις 16 Αυγούστου 1960 στη Λευκωσία, με την ανάγνωση της προκήρυξης της βασίλισσας της Αγγλίας από τον τελευταίο Βρετανό Κυβερνήτη της Κύπρου, σερ Χιου Φουτ, με την οποία πιστοποιείτο ότι η Μεγάλη Βρετανία εγκατέλειπε την κυριαρχία της στο νησί, εκτός από τις περιοχές όπου θα διατηρούσε στρατιωτικές βάσεις, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. 

Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας (Άρθρο 2) θεωρεί ως βασικές συνιστώσες της τις δύο εθνικές κοινότητες του νησιού, την ελληνική και την τουρκική, δηλαδή τους πολίτες της Δημοκρατίας που “είναι ελληνικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την ελληνικήν ή μετέχουσι των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουσιν εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν” και τους πολίτες της Δημοκρατίας που “είναι τουρκικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την τουρκικήν ή μετέχουσι των τουρκικών πολιτιστικών παραδόσεων ή είναι μωαμεθανοί”. 

Οι συνέπειες αυτού του με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την εθνική καταγωγή διαχωρισμού, ο οποίος αντικατοπτρίζεται στο σύνολο του Συντάγματος και της νοοτροπίας που τον προκάλεσε, εξακολουθούν να είναι αισθητές και σήμερα και να αποτελούν την πηγή των ανεπίλυτων προβλημάτων του νησιού. 

Στόχος του παρόντος σημειώματος είναι να εξετάσει εν συντομία τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων κατά τη διάρκεια της κοινής τους παρουσίας στο νησί, τη στάση τους έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη σύγκρουση που έφτασε μέχρι τον βίαιο διαχωρισμό το 1974. Σε αυτή την προσπάθεια χρησιμοποιήθηκαν τόσο ελληνοκυπριακές όσο και τουρκοκυπριακές πηγές, συμπεριλαμβανομένων δημοσιευμάτων του τουρκοκυπριακού Τύπου. 

Η οθωμανική περίοδος

Η συνύπαρξη των Ελλήνων και αυτών που μετά το 1923 ονομάστηκαν επισήμως “Τούρκοι” (Lewis 1968: 1) στην Κύπρο άρχισε με την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς το 1571 και συνεχίστηκε και κατά τη βρετανική αποικιοκρατία (1878-1960) που ακολούθησε μετά την υπογραφή της συμφωνίας μεταβίβασης της Κύπρου από τους Οθωμανούς στη Βρετανική Αυτοκρατορία στο περιθώριο του συνεδρίου του Βερολίνου (Χατζηδημητρίου 1987: 274-277).

Αρχικά η τουρκική-μουσουλμανική κοινότητα της Κύπρου αποτελείτο από στρατιωτικούς που υπηρετούσαν στη διοικητική ιεραρχία του οθωμανικού στρατού και πληθυσμό που εγκαταστάθηκε στο νησί από την Ανατολία, αλλά αργότερα σε αυτήν εντάχθηκαν και ντόπιοι χριστιανοί που ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό (An 1999: 29). Με τον καιρό, στις πόλεις αναπτύχθηκε μια τάξη πλουσίων γαιοκτημόνων και βιοτεχνών, ενώ στις αγροτικές περιοχές η πλειονότητα αποτελείτο από γεωργούς και κτηνοτρόφους, οι οποίοι “ζούσαν σχεδόν όπως τους Έλληνες”, έχοντας ως μόνη διαφορά το ότι πίστευαν σε διαφορετική θρησκεία (An 1999: 29-30). 

Οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων αυτή την περίοδο μπορούν να χαρακτηριστούν ως αρμονικές σε γενικές γραμμές, παρά το γεγονός ότι οι Οθωμανοί υπήρξαν η κυρίαρχη εθνική και θρησκευτική κοινότητα στο νησί (Millet-i-Hakime) (Κτωρής 2013:37). Φυσικά δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι διακρίσεις σε βάρος του μη μουσουλμανικού πληθυσμού και ο φόβος του προς τους κατακτητές που είχε ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, την εμφάνιση της τάξης των “Λινοβάμβακων”. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόξενο Louis Palma Di Cesnola, αυτοί οι άνθρωποι για να σώσουν τη ζωή τους εμφανίζονταν ως μουσουλμάνοι και χαρακτηρίζονταν ως τέτοιοι από τις Αρχές, αλλά ήταν ουσιαστικά χριστιανοί (Gürkan 1996:37). 

Με το πέρας της οθωμανικής περιόδου, ο πληθυσμός του νησιού, σύμφωνα με την πρώτη απογραφή που διενήργησαν οι Άγγλοι στις 4 Απριλίου 1881, ανερχόταν συνολικά στις 186.084 (Gürkan 1996:33). Η κατανομή του πληθυσμού σε ομάδες είχε ως εξής: 136.629 Ορθόδοξοι, 46.389 Μουσουλμάνοι, 1.920 Καθολικοί, 212 Μαρωνίτες, 154 Αρμένιοι, 691 Αγγλικανοί, 69 Εβραίοι και 20 Τσιγγάνοι. Στη δε δεύτερη απογραφή που διενεργήθηκε δέκα χρόνια αργότερα (5 Απριλίου 1891), ο πληθυσμός αυξήθηκε στις 209.291, εκ των οποίων οι “Μη Μουσουλμάνοι” 161.247 και οι “Μουσουλμάνοι” 48.044 (Gürkan 1996:35). Όπως γίνεται αντιληπτό, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούσαν από τότε το στοιχείο βάσει του οποίου διαχωρίζονταν οι κάτοικοι του νησιού από τους αποικιοκράτες.  

 

   

 

Η περίοδος της αγγλικής αποικιοκρατίας

Η συνεργασία και η ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων, κυρίως σε επίπεδο λαού, αγροτών και εργατών, συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας. Μέχρι την ιστορική φάση της ανάπτυξης του εθνικισμού στην Κύπρο, οι πολιτιστικές διαφορές, οι οποίες πάντοτε υπήρχαν ανάμεσα στις δύο κύριες εθνικές κοινότητες του νησιού, δεν αποτέλεσαν βάση πολιτικής διαμάχης και σύγκρουσης και μπορεί να λεχθεί ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της συνύπαρξής τους στο νησί οι σχέσεις ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους ήταν αρμονικές. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν οι σπόροι της διαίρεσης των δύο κοινοτήτων που έκαναν πιο έντονη την εμφάνισή τους με το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για ένωση και τις αντιδράσεις που υπήρξαν σε αυτό εκ μέρους της τουρκοκυπριακής ελίτ, η οποία δεν έβλεπε με καλό μάτι την παραχώρηση του νησιού στην Ελλάδα, αλλά ούτε και την κοινή δράση και συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.  

Ο ελληνικός εθνικισμός στο νησί αναπτύχθηκε κάτω από την ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα στις μάζες του λαού μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, γεγονός το οποίο οδήγησε στην εξέγερση όλων σχεδόν των Ελληνοκυπρίων αγροτών το 1931 και στην έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) το 1955 (Ατταλίδης 1981: 419).  

Ο τουρκοκυπριακός Τύπος παρακολουθούσε τις εξελίξεις και αντιδρούσε αναλόγως, τηρώντας στάση ουδετερότητας σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά πάντοτε ευρισκόμενος σε εγρήγορση και προβάλλοντας απαιτήσεις γι’ αυτά που θεωρούσε δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Αντιδρώντας στα Οκτωβριανά του 1931 και στην ανακήρυξη της ένωσης από τον μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο Μυλωνά, η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Masum Millet του Τζον Μεχμέτ Ριφάτ (Con Mehmet Rifat)4 δημοσιεύει στις 24 Οκτωβρίου 1931 άρθρο με τίτλο “Η Γελοία Ανακήρυξη της Ένωσης και η Ουδετερότητά μας” και γράφει μεταξύ άλλων τα εξής (An 2006: 48): 

“Παρακολουθούμε με προσοχή τον ελληνοκυπριακό Τύπο. Στα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι πολιτικά λόγια μεταφέρθηκαν από μετρημένα στόματα σε νεαρές, ανεύθυνες γλώσσες. […] Πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι αρχίσαμε να ζούμε κρίσιμες στιγμές στο νησί. Η Κοινότητά μας οπωσδήποτε δεν έχει καμία σχέση με την προσάρτηση, την ένωση. Τα δικά μας εθνικά ζητήματα είναι τελείως διαφορετικά και χωριστά. Είμαστε αναγκασμένοι να μείνουμε εντελώς ουδέτεροι. Σε αντίθετη περίπτωση θα υποστούμε ζημιά. […]” 

Στις 5 Νοεμβρίου 1931, εξάλλου, η εφημερίδα Söz του εκ Καρπασίας δασκάλου Μεχμέτ Ρεμζί (Οκάν) (Mehmed Remzi – Okan) (An 2013: 25), σε άρθρο με τίτλο “Τροποποιείται ο περί Βασικής Οργάνωσης Νόμος”, αναφέρει ότι είναι εμφανείς οι “κακές συνέπειες” που προκλήθηκαν από την “εμπιστοσύνη” που έδειξαν οι Άγγλοι στους Έλληνες της Κύπρου και κατέστη αναπόφευκτο για το μέλλον του νησιού να δοθεί “προτεραιότητα” στους Τούρκους και να αποδοθούν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα “τα δικαιώματά της που έτυχαν σφετερισμού” (An 2006: 48).   

Εξάλλου, το 1943 ιδρύεται η Οργάνωση Τουρκικής Μειονότητας της Νήσου Κύπρου (ΚΑΤΑΚ), η οποία θεωρείται η έναρξη της διαδικασίας αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από διάφορες οργανώσεις στις οποίες συμμετείχαν Έλληνες και Τούρκοι μαζί, γεγονός στο οποίο διαδραμάτισε ρόλο και η ενθαρρυντική στάση της αποικιοκρατικής διοίκησης που “ήθελε να βλέπει τους Τουρκοκύπριους ως χωριστή πολιτική οντότητα” που διεκδικεί τα δικαιώματά της (Gürkan 1996: 128). 

Σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, έλαβε χώρα και η διάσπαση της Ένωσης Αγροτών Κύπρου (ΕΑΚ) με την αποχώρηση ομάδας Τουρκοκυπρίων αγροτών, μεταξύ των οποίων και το μετέπειτα μέλος της πρώτης Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, Κεμάλ Ντενίζ (Kemal Deniz), ο οποίος πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ένωσης Τούρκων Αγροτών Κύπρου την 1η Μαΐου 1943, λόγω “διαφωνίας με τους Ελληνοκύπριους στο θέμα της σημαίας και της γλώσσας” που θα χρησιμοποιείτο (Demiryürek 2005: 10).  

Η διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος με βάση την εθνική καταγωγή φαίνεται να συντελείται σταδιακά. Σύμφωνα με τουρκοκυπριακές πηγές5, οι πρώτες αποχωρήσεις Τουρκοκυπρίων από το κοινό συνδικαλιστικό κίνημα άρχισαν λόγω της πολιτικής της ένωσης, η οποία στις 13 Αυγούστου 1944 οδήγησε εκατοντάδες Τουρκοκύπριους εργάτες να αποχωρήσουν από την Παγκύπρια Συνδικαλιστική Επιτροπή (ΠΣΕ) και να ιδρύσουν την “Τουρκική Εργατική Ένωση Güneş”, ενώ στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους συνέστησαν την “Τουρκική Ένωση Εργατών Λευκωσίας”. Ωστόσο, οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι τα μέλη των 13 χωριστών Τουρκοκυπριακών Ενώσεων Εργατών ανέρχονταν μόλις στα 843 το 1945, ενώ η Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία (ΠΕΟ), η οποία διαδέχτηκε την ΠΣΕ το 1946,  διέθετε 3.500 χιλιάδες Τουρκοκύπριους καταγραμμένους ως μέλη το 1958 (Ατταλίδης 1981: 424). 

Καθοριστικός παράγοντας στην διάσπαση του εργατικού και του αγροτικού κινήματος ήταν και οι επιθέσεις, τα εγκλήματα και οι πιέσεις της ΤΜΤ, που είχαν ως αποτέλεσμα “να γεμίσουν με αγγελίες παραίτησης Τουρκοκυπρίων εργατών από την ΠΕΟ” οι τουρκοκυπριακές εφημερίδες τον Μάιο του 1958 και να ανέλθουν στις 4.829 τα μέλη των 36 τουρκοκυπριακών συντεχνιών που υπήρχαν τότε6. Πολλοί προοδευτικοί και αριστεροί Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι πληγώθηκαν βαριά κατά τις επιθέσεις της ΤΜΤ και δεν παρέμειναν σιωπηλοί έναντι των πιέσεων, αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό (An 2008: 27-39).    

Ένα αξιοσημείωτο γεγονός της υπό εξέταση περιόδου αποτελούν και οι κοινοί απεργιακοί αγώνες των μεταλλωρύχων μεταξύ 1941 και 1948. Αναφερόμενη στις απεργίες των μεταλλωρύχων, η εφημερίδα Halkιn Sesi, η οποία άρχισε να εκδίδεται τον Μάρτιο του 1942 από τον μετέπειτα πρώτο Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, δρα Φαζίλ Κιουτσιούκ (Dr. Fazιl Küçük), κατόπιν παρεμβάσεων του τότε προξένου της Τουρκίας στη Λευκωσία Ρετζέπ Γιαζγκάν (Recep Yazgan) (Ali 2002: 18), επιτίθεται στους “δούλους των κομμουνιστών” στις 2 Μαρτίου 1948, ενώ στις 4 Μαρτίου 1948 στον κύριο πρωτοσέλιδο τίτλο της γράφει: 

“Συγκρούσεις υπήρξαν ανάμεσα στους μεταλλωρύχους και την αστυνομία. Υπάρχουν τραυματίες και στις δύο πλευρές” (An 2006: 279). 

Στις 7 Μαρτίου 1948, ο ίδιος ο δρα Κιουτσιούκ αναφερόμενος στους απεργούς σημείωνε ότι:   

“[…] ανάμεσα σε αυτούς βλέπουμε με πόνο ψυχής ότι υπάρχουν δυστυχώς και μερικοί πουλημένοι Τούρκοι αλήτες, ασυνείδητοι, που στερούνται της αγάπης για την πατρίδα, το έθνος και την οικογένεια” (An 2006: 279).  
Όπως φαίνεται και από τα ανωτέρω, ο τουρκικός εθνικισμός εκφράζεται από νωρίς με τις δηλώσεις-αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής ελίτ στο αίτημα των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα και στην κοινή δράση των ανθρώπων των δύο κοινοτήτων, αλλά πιστεύεται ότι “αυτό το φαινόμενο δεν αποτελούσε εθνικιστικό κίνημα”, αφού “παρέμεινε στο επίπεδο της θρησκευτικής και πολιτικής ηγεσίας” και δεν εξαπλώθηκε εντός των μαζών των Τουρκοκυπρίων (Ατταλίδης 1981: 419). Ορισμένοι μελετητές κάνουν λόγο για διαμόρφωση ενός “αντιδραστικού εθνικισμού” μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, στον οποίο καταλυτική επίδραση άσκησε η συγκρουσιακή σχέση του ελληνικού κράτους με την υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία και θεωρούν ότι οι Τουρκοκύπριοι ταυτίστηκαν με τους μουσουλμάνους της Ανατολίας, βιώνοντας ως απειλή για την ίδια την ύπαρξή τους την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους βαλκανικούς εθνικισμούς (Κτωρής 2013: 74-75). 

Κάποιοι θεωρούν ότι ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός αποκτά τα σύμβολα και τη συλλογιστική του για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του 1950, παρά το γεγονός ότι η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων κατά του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα χρονολογείται από το 1878 και παρά το ότι η ίδρυση της “Κεμαλικής Δημοκρατίας” στην Τουρκία το 1923 θεωρείται ένας παράγοντας που συνέβαλε στον τουρκικό εθνικισμό στην Κύπρο, καθότι με την ανάπτυξη του Κεμαλισμού εντείνονται οι απαιτήσεις της τουρκοκυπριακής ελίτ για εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Ατατούρκ και στο νησί (Κιζίλγιουρεκ 1993: 28-31). 

Στις 15 Ιανουαρίου 1950, για παράδειγμα, η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Hür Söz7 του Φεβζι Αλί Ριζά (Fevzi Ali Rιza) δημοσιεύει πρωτοσέλιδα ανακοίνωση του Ανώτατου Συμβουλίου της Εθνικής Τουρκικής Ένωσης Κύπρου, η οποία καλεί τα μέλη της τουρκοκυπριακής κοινότητας να μην υπογράψουν στο δημοψήφισμα που θα διεξαγόταν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, γιατί: 

“[…] όπως σας εξηγήθηκε και στο μεγάλο συλλαλητήριο που συμμετείχατε στη Λευκωσία στις 11 Δεκεμβρίου 1949, αυτή η συμπεριφορά δεν είναι Δημοψήφισμα με την έννοια που τη γνωρίζει όλος ο κόσμος, αλλά είναι συλλογή ψήφων από τους Έλληνες συμπολίτες μας για τους ίδιους”. 

Στο ίδιο μήκος κύματος και πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της τουρκοκυπριακής εφημερίδας İstiklal8  του Μ. Νετζιατί Οζκάν (M. Necati Özkan), που δύο μέρες αργότερα (17 Ιανουαρίου 1950) αναφερόταν σε ανακοίνωση της Τουρκικής Εθνικής Ένωσης Φοιτητών κάτω από τον τίτλο “Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ να κυματίζει ελληνική σημαία στην Κύπρο”, τον επίτιτλο “Απόλυτη απάντηση της Τουρκικής Νεολαίας στους Ενωτικούς” και τον υπότιτλο “Η Νεολαία έκανε ακόμα ένα μεγάλο συλλαλητήριο”.   

Είναι γενικώς αποδεχτό ότι η τουρκοκυπριακή ελίτ χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους ως αντίβαρο της ελληνοκυπριακής απαίτησης για ένωση, ιδίως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εντατικοποίηση του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων, οπόταν οι Άγγλοι κατάφεραν να μετατρέψουν την Κύπρο σε “θέατρο για την αναπαράσταση δύο εθνικισμών με αναχρονιστικές διαστάσεις” (Αναγνωστοπούλου 2004: 183). Στο πλαίσιο των προσπαθειών για αντιμετώπιση του ελληνοκυπριακού αιτήματος για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι Άγγλοι και η τουρκοκυπριακή ελίτ κατάφεραν να πείσουν την Τουρκία να εμπλακεί στο ζήτημα της Κύπρου και να προβάλει διεκδικήσεις πάνω στο νησί (Κιζίλγιουρεκ 1993: 30).  

Τελικά, η Τουρκία μετατρέπεται και επίσημα σε “εμπλεκόμενο μέρος” στην Κύπρο στη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1955, κατά την οποία οι Άγγλοι φάνηκαν πλέον αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν τον τουρκικό παράγοντα για να στηρίξουν τα σχέδιά τους για την Κύπρο (Χατζηδημητρίου 2018:182). Ανάμεσα στις διχαστικές τους πρακτικές συγκαταλέγεται και η δημιουργία επικουρικού Σώματος μέσα στις τάξεις της Αστυνομίας το οποίο επανδρώνουν αποκλειστικά με Τουρκοκύπριους, έχοντας ως στόχο να τους στρέψουν κατά της ΕΟΚΑ (Κιζίλγιουρεκ 1993: 30). Το αίμα είχε αρχίσει πλέον να μπαίνει ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους των δύο εθνικών κοινοτήτων και να τους χωρίζει. 

Στο μεταξύ, ο Τύπος συνεχίζει να αποτελεί εργαλείο αντίδρασης και συντήρησης της έντασης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Αναφερόμενη στην έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, η εφημερίδα Bozkurt του Τζεμάλ Τογάν (Cemal Toğan) έγραφε στις 4 Απριλίου 1955 ότι: 

“[…] συνεχίζονται με όλη τους την ένταση οι τρομοκρατικές ενέργειες, […] διανέμονται μυστικές προκηρύξεις και […] βόμβες εξερράγησαν ξανά στη Λευκωσία” (An 2006: 515). 

Η δε εφημερίδα Hür Söz αποκαλούσε τα μέλη της ΕΟΚΑ “τρομοκράτες” και έγραφε το εξής στις 15 Απριλίου 1955 (Στέλγιας 2014: 26): 

“[…] Σε περίπτωση που δεν απαγορευθεί η Εθναρχία, η οποία καθοδηγεί τους τρομοκράτες, οι Τούρκοι δεν θα ανασάνουν. (Οι βρετανικές Αρχές) δεν πρέπει να παραβλέψουν τους πολιτικούς λόγους οι οποίοι εκφωνούνται στις εκκλησίες”. 

Εξάλλου, ο δρ Φαζίλ Κιουτσιούκ υποστήριζε στο κύριο άρθρο της Halkιn Sesi στις 18 Μαΐου 1955 ότι στο στόχαστρο της ΕΟΚΑ βρισκόταν η τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία στόχευε την ίση εκπροσώπησή της σε πολιτικό επίπεδο στην Κύπρο, ενώ στις 22 Ιουνίου 1955, η ίδια εφημερίδα έκανε λόγο για τραυματισμό δεκαπέντε Τουρκοκυπρίων από βομβιστική επίθεση της ΕΟΚΑ και δημοσίευε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας της Εθνικής Τουρκικής Ένωσης Κύπρου προς την τοπική Κυβέρνηση και τις Κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Βρετανίας, διαβιβάζοντας το αίτημα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας να παρέμβουν από κοινού οι δύο χώρες για αντιμετώπιση της ΕΟΚΑ (Στέλγιας 2014: 26). 

Στις 21 Δεκεμβρίου 1955, η Hür Söz δημοσιεύει προκήρυξη οργάνωσης με την ονομασία Volkan, αναφέροντας το εξής (An 2006: 531): 

“Ψες σε μερικά μέρη της Λευκωσίας διανεμήθηκαν ανακοινώσεις με την υπογραφή Volkan που έγραφαν τα εξής: “Στο εξής απαγορεύεται ρητώς, επαναλαμβάνεται, απαγορεύεται ρητώς, να γυρίζει οποιοσδήποτε Τούρκος αδελφός μας, ακόμα και Άγγλος, στις ελληνικές συνοικίες σε όλες τις πόλεις, και να μεταβαίνει σε κινηματογράφους τους ή σε οποιονδήποτε χώρο διασκέδασής τους. Όσοι ενεργούν αντίθετα με αυτή τη διαταγή θα θεωρούνται προδότες της πατρίδας και δηλώνουμε ότι δεν θα φέρουμε καμία ευθύνη για τη συμφορά που θα πάθουν όμοιοί τους ως αποτέλεσμα των αντιποίνων στα οποία θα προβούμε εδώ […]”“   

Στο μεταξύ, παράλληλα με το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, οι Τουρκοκύπριοι προβάλλουν τη θέση της διχοτόμησης του νησιού. Έτσι για παράδειγμα η εφημερίδα Bozkurt στις 10 Ιουνίου 1957 επέλεξε τον εξής κύριο πρωτοσέλιδο τίτλο (An 2006: 547): 

“Η Κύπρος θα διχοτομηθεί πάνω από τον 35ο παράλληλο. Όμως, η Αγγλία επιμένει στην αποδοχή του προσχεδίου συντάγματος του Ράντκλιφ για προσωρινό χρονικό διάστημα”. 

Στις 22 Ιουνίου 1957, η Halkιn Sesi δημοσιεύει στην τελευταία της σελίδα είδηση στην οποία ανέφερε το εξής (An 2006: 547): 

“Η Αγγλία συναινεί στη διχοτόμηση της Κύπρου. Το αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών θα ανακοινώσει αυτή την απόφασή του κατά την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου. Μετά την διχοτόμηση της Κύπρου ανάμεσα στην Τουρκία και στη Ελλάδα, θα ξεχωριστεί μια περιοχή στο νησί για βάσεις του ΝΑΤΟ”. 

Στις 29 Ιουλίου 1957, η εφημερίδα Bozkurt9 χαρακτηρίζει τη διχοτόμηση ως “θυσία των Τούρκων”, αφού η “ιδανικότερη λύση” θα ήταν η επιστροφή του νησιού στην Τουρκία, όπως υποστηρίζει.  

Εντός του 1957 τίθενται και οι βάσεις για ίδρυση της Τουρκικής Οργάνωσης Αντίστασης (Türk Mukavemet Teşkilatι – ΤΜΤ), η οποία ενισχυμένη με οπλισμό και στρατιωτικούς ηγέτες από την Τουρκία πήρε άλλη μορφή από τον Αύγουστο του 1958 και έθεσε ανάμεσα στους στόχους της και τον ένοπλο αγώνα (Αθανασιάδης 1998: 13). 

Η Κυπριακή Δημοκρατία

Με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ΕΟΚΑ διαλύεται, ενώ η ΤΜΤ, η οποία ιδρύθηκε ως αντίβαρο της ΕΟΚΑ και με διακηρυγμένο στόχο την προώθηση της διχοτόμησης (taksim) (Demetriou 2004: 4),  ενισχύεται και ενδυναμώνεται σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα, αφού μεγάλες ποσότητες οπλισμού μεταφέρονται μυστικά στο νησί από την Τουρκία και χιλιάδες Τουρκοκύπριοι εκπαιδεύονται στη χρήση όπλων (Δρουσιώτης 2005: 16). Η διάλυση της ΕΟΚΑ, ωστόσο, δεν σήμαινε ότι δεν δρούσαν στο νησί παρακρατικές ελληνοκυπριακές ομάδες (Δρουσιώτης 2005: 18-24). 

Ως εκ τούτου, το κλίμα εξακολουθούσε να είναι τεταμένο και μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο της προώθησης της “ιδεολογίας της διχοτόμησης” κατά τα πρώτα χρόνια ζωής της Δημοκρατίας, Τουρκοκύπριοι που δούλευαν με Ελληνοκύπριους εκτελέστηκαν, Τουρκοκύπριοι που ψώνιζαν από Ελληνοκύπριους έπεσαν θύματα τρομοκρατικών ενεργειών, Τουρκοκύπριοι που μιλούσαν Ελληνικά ξυλοκοπήθηκαν, Τουρκοκύπριοι δημοσιογράφοι που υποστήριζαν ανοικτά την ειρηνική συμβίωση εκτελέστηκαν στο σπίτι τους και πραγματοποιήθηκαν προβοκατόρικες βομβιστικές επιθέσεις για να μεγαλώσει η δυσπιστία μεταξύ των δύο κοινοτήτων (Κιζίλγιουρεκ 1993: 31).

Ενδεικτική για τον τρόπο δράσης και τον ρόλο της TMT μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι και η περιγραφή ενός γεγονότος από ένα πρώην μέλος της, τον Αρίφ Χασάν Ταχσίν (Arif Hasan Tahsin), ο οποίος, ως δάσκαλος και συνδικαλιστής στα χρόνια που ακολούθησαν, συγκρούστηκε με Τούρκους αξιωματικούς που στελέχωναν την οργάνωση. Αναφέρει χαρακτηριστικά το εξής ο Ταχσίν στο βιβλίο του “Η άνοδος του Ντενκτάς στην κορυφή” σε σχέση με μια συνεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων στην οποία τον είχε στείλει σε αποστολή η ΤΜΤ το 1961 (Ταχσίν 2001: 130-131):

“[…] Η συνεδρίαση στην οποία είχα πάει λόγω καθηκόντων –δηλαδή με είχαν στείλει εκεί- ήταν αυτή της Βουλής των Αντιπροσώπων. […] Νομίζω ήταν πριν από τον Σεπτέμβριο του 1961. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι νόμοι έπρεπε να εγκριθούν με χωριστές πλειοψηφίες. Τη μέρα που μας έστειλαν στη Βουλή, επρόκειτο να γίνει η ψηφοφορία για κάποιο νόμο. Απ’ ό,τι θυμάμαι, ήταν για την αύξηση των τελωνειακών δασμών. Οι δικοί μας βουλευτές θα έλεγαν “όχι” στην πλειοψηφία τους και δεν θα άφηναν να περάσει ο νόμος. Για τον λόγο αυτό, η ΤΜΤ φαίνεται ότι ένιωσε την ανάγκη να προφυλάξει τους βουλευτές μας και μας έστειλε στη Βουλή.  

Η αίθουσα ήταν γεμάτη και μάλλον είχαν σταλεί και άλλοι πυρήνες της ΤΜΤ, διότι μέσα στην αίθουσα υπήρχαν πολλοί Τούρκοι, ενώ τον καιρό εκείνο, οι δικοί μας δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τις συνεδριάσεις της Βουλής. Εκτός αυτού, οι δικοί μας δεν θεωρούσαν δική τους τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ώστε να πάνε να δουν τι κάνουν οι βουλευτές μας. Οι θεατές στην πλειοψηφία τους ήταν πάλι Ελληνοκύπριοι. […] 

Συνήθως μας έστελναν άοπλους σε αποστολές στην ελληνική πλευρά. Άοπλοι ήμασταν και στην τουρκική πλευρά. Δεν ήθελαν, φαίνεται, να συμβεί κάτι απρόβλεπτο. […]” 

Μέσα σε κλίμα έντασης συζητείτο το 1963 και το αίτημα του Προέδρου Μακαρίου για τροποποίηση 13 προνοιών του συντάγματος, στο οποίο αντιτίθετο η ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας και η Τουρκία, αφού προνοούσε ακύρωση ορισμένων διχαστικών του διατάξεων, ενίσχυση του ενιαίου κράτους και εξισορρόπηση προς όφελος των Ελληνοκυπρίων των ποσοστώσεων στη συμμετοχή στη Δημόσια Υπηρεσία και στα Σώματα Ασφαλείας (Δρουσιώτης 2005: 111). 

Σύμφωνα με την Τουρκοκύπρια αρθρογράφο Tümay Tuğyan της εφημερίδας Yeni Düzen (19.2.2015), απλά και μόνο να ρίξει κανείς μια ματιά στα δημοσιεύματα της εβδομαδιαίας εφημερίδας Nacak, ιδιοκτησίας του Ραούφ Ντενκτάς (Rauf Denktaş), θα μπορούσε να διακρίνει την πρόθεση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας αναφορικά με την πρόταση τροποποίησης των 13 σημείων που υπέβαλε ο Πρόεδρος Μακάριος στις 30 Νοεμβρίου 1963. Στις 13 Δεκεμβρίου 1963, η Nacak10  έγραφε πρωτοσέλιδα, μεταξύ άλλων, το εξής: 

“[…] Την στιγμή που ο Μακάριος κάνει το πρώτο βήμα θα δηλώσουμε ότι δεν το αναγνωρίζουμε. Το Κυπριακό Σύνταγμα είναι η βάση του υφιστάμενου καθεστώτος. Όταν γκρεμιστεί η βάση, καταρρέει το οικοδόμημα. Τη στιγμή που ο Μακάριος ετσιθελικά απλώσει το χέρι του πάνω στο Κυπριακό Σύνταγμα, θα σημαίνει πως δεν υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία. Σε μια τέτοια περίπτωση θα επιστρέψει η πρότερη νομική κατάσταση, δηλαδή το αποικιοκρατικό καθεστώς. Αφού έφυγε η αποικιοκρατική διοίκηση και δεν τίθεται θέμα να επιστρέψει, οι υφιστάμενοι λαοί στο νησί είναι ελεύθεροι και μπορούν να καθορίσουν μόνοι τους την τύχη τους, να ιδρύσουν το δικό τους κράτος ή να προσαρτηθούν σε ένα άλλο κράτος […]”

Ως φυσικό επακόλουθο της έντασης που υπήρχε, στις 21 Δεκεμβρίου 1963 ξέσπασαν διακοινοτικές ταραχές με αφορμή ένα επεισόδιο ρίψης πυροβολισμών από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς στη Λευκωσία κατά το οποίο, σύμφωνα με την εφημερίδα  Akιn11  του Κεμάλ Ακιντζί (Kemal Akιncι), σκοτώθηκαν δύο Τουρκοκύπριοι, ο Ζεκί (Zeki) και η Τζεμαλιγιέ (Cemaliye). Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, τα επεισόδια ξέσπασαν επειδή Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί επιχείρησαν να ελέγξουν με τη βία έξι Τουρκοκύπριους, οι οποίοι δεν αποδέχθηκαν τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να ριχθούν πυροβολισμοί. 

Στις 29 Δεκεμβρίου 1963, η Akιn δημοσιεύει συνέντευξη που παραχώρησε ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δρ Φαζίλ Κιουτσιούκ στο ραδιόφωνο του Λονδίνου κατά την οποία υποστήριξε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα έθεσε υπό τον έλεγχό της τον κυβερνητικό μηχανισμό, παραγκωνίζοντας τους Τούρκους που συμμετείχαν στην Κυβέρνηση και χρησιμοποίησε όλες τις δυνατότητές της για να αφανίσει τους Τούρκους από το νησί12. Ανέφερε και τα εξής ο δρ Κιουτσιούκ στην εν λόγω συνέντευξη, ανακηρύσσοντας ουσιαστικά νεκρό το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας:

“[…] Λόγω της καταστροφής που υπέστη η τουρκική συνοικία της Λευκωσίας και της δολοφονίας Τούρκων στην ελληνική πλευρά, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην Κυβέρνηση, του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου, εμποδιστήκαμε από το να εκτελέσουμε τα καθήκοντά μας ή να ασκήσουμε τις εξουσίες που μας αναγνωρίζει το Σύνταγμα […]  Τώρα, με αυτή την κατάσταση έχει εμποδιστεί πλήρως η εκτέλεση των καθηκόντων όλων των Τούρκων υπαλλήλων της Κυπριακής Κυβέρνησης με βάση το Σύνταγμα. Είναι μια πραγματικότητα ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ένα νόμιμο κράτος στην Κύπρο. Έτσι, είναι λάθος το να πάρουν οι Έλληνες στα χέρια τους τον έλεγχο του κυβερνητικού μηχανισμού και να ισχυρίζονται ότι είναι η νόμιμη Κυβέρνηση του νησιού[…]”

Το τίμημα που πλήρωσε η Κύπρος από την κρίση του 1963-64 ήταν η συμφωνία για την πρώτη μορφή του διαχωρισμού της Λευκωσίας, που υπογράφήκε στις 30 Δεκεμβρίου (Δρουσιώτης 2005: 149), ενώ οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τελικά τις θέσεις τους στα θεσμικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Γρηγοριάδης 1979: 271). Σύμφωνα με έρευνα των Ηνωμένων Εθνών, που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1964, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων καταστράφηκαν 527 σπίτια σε 109 χωριά, τα περισσότερα από τα οποία ήταν τουρκικά ή μεικτά, άλλα 2.000 σπίτια υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές, ενώ ταυτόχρονα οι Τουρκοκύπριοι αναγκάζονται να μετακινηθούν σε θύλακες, στους οποίους ζούσαν απομονωμένοι και σε δραματική κατάσταση (Δρουσιώτης 2005: 152-153). Τα γεγονότα αυτά άφησαν επίσης πίσω τους 350 Τουρκοκύπριους και 200 Ελληνοκύπριους νεκρούς (Ατταλίδης 1981: 428), καθώς και 230 Τουρκοκύπριους και 45 Ελληνοκύπριους αγνοούμενους (Δρουσιώτης 2005: 152). 

Μέχρι το 1967 έχασαν την ζωή τους άλλοι 45 Τουρκοκύπριοι και 15 Ελληνοκύπριοι, όμως το ουσιαστικότερο και τραγικότερο στοιχείο για τις σχέσεις των δύο εθνικών κοινοτήτων του νησιού θεωρείται η επέκταση της διαίρεσης με τρόπο που επηρέαζε τη μάζα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων (Ατταλίδης 1981: 428). 

Κατά την περίοδο 1968-74 εμφανίστηκαν νέες παράνομες ελληνοκυπριακές οργανώσεις με σκοπό την ένωση, όπως το Εθνικό Μέτωπο και η ΕΟΚΑ Β, και συνεχίστηκε η διχοτομική πολιτική της τουρκοκυπριακής ελίτ, με διάφορες ενέργειες, όπως για παράδειγμα η ανακοίνωση του σχηματισμού μιας “Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης” (Κακουλλής 2003: 119-125). Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρήθηκαν και εσωτερικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές τάσεις ομαλοποίησης της κατάστασης στο νησί και επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων (όπως, για παράδειγμα, οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων εμπόρων με Τουρκοκύπριους παραγωγούς και η πρόσκληση μουσουλμάνων από το ίδιο χωριό ή από γειτονικά χωριά σε χριστιανικούς γάμους), που καταπολεμήθηκαν ωστόσο από την τουρκοκυπριακή ηγεσία, η οποία εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την Τουρκία και από το δικτατορικό καθεστώς της Ελλάδας, το οποίο ήλεγχε τις κυπριακές ένοπλες δυνάμεις (Ατταλίδης 1981: 417-428). 

Ενδεικτική για τις προαναφερθείσες τάσεις ομαλοποίησης και τη συνεργασία ανάμεσα στις δύο κοινότητες είναι και η αναφορά ενός μέλους της ΤΜΤ, του Αχμέτ Σανβέρ (Ahmet Sanver), για το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 1968 (Sanver 2014: 13-15): 

“[…] Άρχισαν να φυσούν “αέρηδες ειρήνης” στο νησί το 1968, όταν ο Μακάριος, αλλάζοντας τακτική, κατάργησε τα οδοφράγματα της ντροπής και άρχισε να συμπεριφέρεται ζεστά στους Τούρκους. Οι περισσότεροι αγωνιστές απολύθηκαν και πήγαν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν και εγώ επέστρεψα στην εργασία μου. Είχαμε ένα κατάστημα στη Λευκωσία που πουλούσε πιο πολύ σουβενίρ στα μέλη της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ. […] Παρά ταύτα, οι πωλήσεις μας δεν ήταν ικανοποιητικές. Γι’ αυτό τον λόγο αποφασίσαμε να παράγουμε γυναικεία εσώρουχα τα οποία αγόραζαν πολύ οι Καναδοί στρατιώτες. […] Επειδή καταργήθηκαν τα οδοφράγματα από τις αρχές του 1968, μπορούσαμε να ταξιδεύουμε σε όλα τα μέρη του νησιού και πωλούσαμε προϊόντα στους Έλληνες. Το 80% της παραγωγής μας το αγόραζαν Έλληνες. Και εμείς αγοράζαμε από εκείνους τις μηχανές μας, τα υφάσματά μας και τα υλικά μας. […]Οι Έλληνες μάς συμπεριφέρονταν πολύ καλά. Όμως, μόνο οι αριστεροί αγόραζαν προϊόντα από εμάς. Και έπρεπε να είμαστε πολύ πιο φθηνοί από τους Έλληνες παραγωγούς. […]” 

Η ομαλοποίηση, ωστόσο, δεν έμελλε να ολοκληρωθεί ποτέ αφού στις 15 Ιουλίου 1974, η ελληνική χούντα, συνεπικουρούμενη από την ΕΟΚΑ Β και ενθαρρυμένη από τις ΗΠΑ (Rosides 2014: 5) -οι οποίες άρχισαν να εμπλέκονται ενεργά στη σύγκρουση κατά τη δεκαετία του 1950 και ενέτειναν την εμπλοκή τους τη δεκαετία του 1960, προφασιζόμενες την προστασία των συμφερόντων του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο (Γιαλλουρίδης 2001: 54-55)- επιχειρεί στρατιωτικό πραξικόπημα για να ανατρέψει τον Πρόεδρο Μακάριο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη διενέργεια της πρώτης φάσης της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 με πρόφαση την προστασία των Τουρκοκυπρίων και την αποκατάσταση της διασαλευθείσας συνταγματικής τάξης (Papadakis 2004: 18). Στις 14 Αυγούστου 1974 πραγματοποιείται η δεύτερη φάση της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης με την οποία ολοκληρώθηκε η διαίρεση και η κατοχή του 37,3% του εδάφους του νησιού (Rosides 2014: 21). 

Στις 16 Ιουλίου 1974, η εφημερίδα Bozkurt13  δημοσιεύει την πρώτη αντίδραση του ηγέτη της τουρκοκυπριακής διοίκησης, Ραούφ Ντενκτάς, για το πραξικόπημα: 

“[…] Παρακολουθούμε την κατάσταση από κοντά με όλους τους ενδιαφερόμενους. Το καθήκον που μας αναλογεί σε αυτή την κατάσταση, που θεωρούμε ότι είναι ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους, είναι να προστατεύσουμε την εσωτερική μας ασφάλεια, να αμυνθούμε, να λάβουμε τα μέτρα μας και να μην αναμειχθούμε με οποιονδήποτε τρόπο στα γεγονότα ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους. Ανάμεσα στα μέτρα που θα ληφθούν είναι να μην ταξιδεύουν οι πολίτες στους δρόμους όσο αυτό είναι δυνατόν.  Είμαι βέβαιος ότι θα ξεπεράσουμε και αυτές τις δύσκολες μέρες χάρης στη σωφροσύνη του λαού μας, την εθνική του αντίσταση και την προσήλωσή του στη μητέρα πατρίδα[…]”  

Η ίδια εφημερίδα αναφέρει επίσης ότι στις πρώτες του δηλώσεις, ο Τούρκος Πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ (Bülent Ecevit) προειδοποιούσε:

“[…] Να μην επιχειρήσει κανείς να πειράξει τα δικαιώματα των Τούρκων εκμεταλλευόμενος την αναταραχή. Δεν θα αποδεχθούμε κανένα τετελεσμένο γεγονός. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να βάλει χέρι στα δικαιώματα των Τούρκων”.   

Στις 19 Ιουλίου 1974 και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την τουρκική εισβολή, ο τουρκοκυπριακός Τύπος προετοίμαζε το έδαφος γι’ αυτό που θα συνέβαινε. Αναφερόμενη στις επαφές του Ετζεβίτ στο Λονδίνο, η Bozkurt14 κυκλοφόρησε εκείνη την ημέρα με τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Ελληνοκύπριοι είπαν στον Ετζεβίτ σώσε μας”, ενώ σημείωνε ότι ο τουρκικός στρατός ήταν έτοιμος στα νότια παράλια της Τουρκίας για να παρέμβει στην Κύπρο. Σε άλλο πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της την ίδια ημέρα με τίτλο “Ελληνοκυπριακές λαϊκές μάζες θέλουν επέμβαση της Τουρκίας”, η εφημερίδα υποστήριζε ότι:

“[…]Οι ελληνοκυπριακές λαϊκές μάζες, οι οποίες κάποτε έβλεπαν την Τουρκία με εχθρικό μάτι, τώρα συνειδητοποίησαν ότι η Τουρκία είναι ο μόνος σωτήρας τους […]”

Η τουρκική εισβολή που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο εθνικά ομογενών περιοχών στο νησί (Papadakis 2004: 18), τον εκτοπισμό 200.000 Ελληνοκυπρίων από τα σπίτια και τις περιουσίες τους (Rosides 2014: 5), τον συνεχιζόμενο εγκλωβισμό 500 Ελληνοκυπρίων στη χερσόνησο της Καρπασίας15, τον θάνατο 3.000 Ελληνοκυπρίων και την προσθήκη άλλων 1.400 Ελληνοκυπρίων στον μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων16. Εξάλλου, σε μια προσπάθεια αλλοίωσης του δημογραφικού χαρακτήρα του βόρειου τμήματος του νησιού, από το 1974 μέχρι σήμερα η Τουρκία μετέφερε πληθυσμό, ο οποίος πιστεύεται ότι ξεπέρασε σε αριθμό τον πληθυσμό των Τουρκοκυπρίων, ενώ τον Νοέμβριο του 1983 υποκίνησε και τη μονομερή ανακήρυξη της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου” (“ΤΔΒΚ”), ενέργεια την οποία καταδίκασε με σχετικά ψηφίσματα ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών17.

Όπως γίνεται αντιληπτό, το αίμα και ο πόνος, που μπήκαν για τα καλά ανάμεσα στις δύο κοινότητες το 1974, μαζί με τον γεωγραφικό διαχωρισμό που δημιουργήθηκε, προκάλεσαν τέτοια συναισθήματα και πληγές που ήταν πολύ δύσκολο να επουλωθούν στο άμεσο μέλλον. 

Οι προσπάθειες για ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο κοινοτήτων και επίτευξη πολιτικής λύσης στο κυπριακό πρόβλημα συνεχίστηκαν και συνεχίζονται ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα, ενώ η μερική άρση των περιορισμών διακίνησης το 2003 προσέφερε την ευκαιρία στους απλούς ανθρώπους του νησιού να επικοινωνήσουν ξανά μεταξύ τους, κάτι όμως που δεν αποδείχτηκε αρκετό για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγήσει στην επίτευξη συνολικής λύσης στο Κυπριακό, αφού δεν έγιναν οι απαραίτητες κινήσεις για επούλωση των πληγών του παρελθόντος.

Tου Ιάκωβου Τσαγγάρη  (τουρκολόγος – δημοσιογράφος, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών)