Τα συνθηματικά, οι κωδικοί για έναρξη υλοποίησης των σχεδιασμών, του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 και της τουρκικής εισβολής, της 20ής Ιουλίου του ιδίου χρόνου, θα μπορούσαν να θεωρηθούν πως έχουν μια αρχή και ένα τέλος. Ο κωδικός για το πραξικόπημα ήταν “Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΙΣΗΛΘΕ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ”.  Τη διαταγή υπέγραφε ο χουντικός αξιωματικός Γεωργίτσης,  είχε την ένδειξη “αστραπιαίον” και απευθυνόταν προς την Εθνική Φρουρά, που περιγράφεται ως ΕΛΔΥΚ 3. Το σήμα κοινοποιήθηκε και προς το αρχηγείο των Ελληνικών Ενόπλων στην Αθήνα, από όπου ήταν και οι διαταγές και οι σχεδιασμοί. Άλλωστε ο Γεωργίτσης ήταν ο πιστός άνθρωπος του Ιωαννίδη και της χούντας στην Κύπρο. Ημερομηνία 15/7/74 ώρα 8.17 το πρωί, αριθμός πρωτοκόλλου σήματος 49.

Ο κωδικός για την εισβολή “η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές”  ήταν η συνέχεια. Ανέμεναν τον Αλέξανδρο να εισέλθει στο νοσοκομείο για να μπορέσει να έρθει για διακοπές στην Κύπρο η Αϊσέ.

Στόχος και σχεδιασμός

Τo πραξικόπημα για ανατροπή του Μακαρίου και η εφαρμογή των σχεδίων για την εισβολή δεν διαμορφώθηκαν τους τελευταίους μήνες, πριν από εκείνο τον Ιούλιο του 1974. Χρόνια πριν είχαν διαμορφωθεί και προωθούνταν.  Άλλωστε επιχειρήθηκαν κι άλλες απόπειρες πραξικοπήματος.

Όπως προκύπτει από εντολές που είχαν δοθεί στους χουντικούς, την περίοδο πριν το πραξικόπημα, η απόφαση του Ιωαννίδη ήταν να δημιουργήσει πολιτική αστάθεια στην Κύπρο. Με βάση τις εντολές, “η συνεργασία με την ΕΟΚΑ Β συνίστατο εις την ανάπτυξη αλυσιδωτών επεισοδίων σε συνεργασία με ομάδες στρατιωτών ώστε να προκληθεί αναταραχή”. Η κλιμάκωση των ενεργειών θα εγίνετο κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του μηνός Ιουλίου ώστε να προετοιμασθεί το έδαφος και να καταφερθεί το πλήγμα προ της 20ής Ιουλίου, όπως ήταν η εντολή από την Αθήνα, με τη δικαιολογία ότι μέχρι τότε “η Εθνική Φρουρά θα διατηρούσε την ίδια μορφή, διάρθρωση και στελέχωσιν”.

Η χούντα από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας στην Ελλάδα επιδίωξε την αποδυνάμωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου με την πρόκληση αντιπαράθεσης και τη δημιουργία εσωτερικής κρίσης. Στόχος η δημιουργία έκρυθμης κατάστασης η οποία να δικαιολογεί την εκδήλωση πραξικοπήματος και την ανατροπή του Μακαρίου. Προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε διάφορους μηχανισμούς, μεταξύ των οποίων αριθμό Ελλαδιτών αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο και οι οποίοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αιχμή αυτής της πολιτικής ήταν το κλιμάκιο της ελληνικής ΚΥΠ στη Λευκωσία και το 2ο ΕΓ του ΓΕΕΦ.

Η απόφαση, λοιπόν,  για την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 είχε ληφθεί αρκετούς μήνες πριν από την εκδήλωσή του από την τότε ηγεσία της χούντας (Ιωαννίδης, Γκιζίκης, Ανδρουτσόπουλος, Μπονάνος, Γαλατσάνος). Χρονικά προσδιορίζεται στο φθινόπωρο του 1973, ενώ από τον Φεβρουάριο του 1974 άρχισε η συστηματική προπαρασκευή του.

Τελικός στόχος του πραξικοπήματος ήταν είτε η εξόντωση του Μακαρίου είτε η βίαιη απομάκρυνσή του όχι μόνο από την εξουσία, αλλά και από την Κύπρο. Και μετά; Να εισβάλει η Τουρκία, για να γίνει διαμοιρασμός των… λαφύρων.

Τον Απρίλιο του 1974 ελήφθη η απόφαση για τον προσδιορισμό του χρόνου πραγματοποίησης του πραξικοπήματος και δόθηκε η εντολή στην ΕΟΚΑ Β “να κτυπά στο ψαχνό”, με στόχο τη δημιουργία συνθηκών που να δικαιολογούν την πραγματοποίησή του. Την ίδια χρονική στιγμή, οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή της Μερσίνας άρχισαν τις προετοιμασίες για την εισβολή. Τα τρία συντάγματα της 39ης Μεραρχίας πραγματοποίησαν εκ περιτροπής αποβατικές ασκήσεις στον Κόλπο της Μερσίνας, μετακινήθηκαν μονάδες, πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις αερομεταφοράς δυνάμεων και όλες οι μονάδες εφοδιάσθηκαν με υλικό εκστρατείας. Περί τα τέλη Μαΐου του 1974 οι τουρκικές δυνάμεις οι οποίες θα λάμβαναν μέρος στην εισβολή τέθηκαν σε κατάσταση επιφυλακής με λήψη πρόσθετων μέτρων εναντίον της κατασκοπείας. Η πραξικοπηματική ηγεσία της ΕΦ αντιμετώπισε πλημμελώς τις διασταυρωμένες πληροφορίες τις οποίες ελάμβανε για την επικείμενη τουρκική εισβολή. Αλλά και κατά την έναρξη της εισβολής η αντιμετώπιση ήταν χλιαρή έως απαθής… (Πόρισμα Φακέλου της Κύπρου, Βουλής Αντιπροσώπων, σελίδες 134-135).

 

 

 

Σύσκεψη υπό τον Γκιζίκη

Ως γνωστό, στις 13 Ιουλίου 1974,  συγκλήθηκε στην Αθήνα σύσκεψη υπό τον Γκιζίκη για να συζητήσει “το θέμα της Κύπρου”. Δεν ολοκληρώθηκε και αποφασίσθηκε, δήθεν, να συνεχισθεί τη Δευτέρα. Τη Δευτέρα έγινε το πραξικόπημα.  Ο Κύπριος Πρόεδρος κατάφερε να διαφύγει από το περικυκλωμένο προεδρικό μέγαρο. Οι συγκρούσεις για την επικράτηση του πραξικοπήματος είχαν πολλά θύματα, εξαιτίας της αντίστασης στο Προεδρικό, στην Αρχιεπισκοπή, στην περιοχή του Αρχηγείου της Αστυνομίας, και αλλού, στη Λευκωσία, στη Λεμεσό και στη Λάρνακα. 

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Πέτρος Παπαπολυβίου (“Καθημερινή”, 30/12/2019), ο Πρόεδρος Μακάριος κατάφερε να φτάσει περιπετειωδώς, μέσω της Μονής Κύκκου, στην Πάφο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Στη Μητρόπολη Πάφου, το απόγευμα της 15ης Ιουλίου ηχογραφήθηκε το ιστορικό ραδιοφωνικό διάγγελμα με το οποίο ο Κύπριος Πρόεδρος διέψευδε την “είδηση” που επαναλαμβανόταν από το ΡΙΚ ότι “ο Μακάριος είναι νεκρός” και καλούσε τον κυπριακό λαό σε αντίσταση στο χουντικό πραξικόπημα. Την επομένη, 16 Ιουλίου, ο Μακάριος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πάφο με βρετανικό ελικόπτερο που τον μετέφερε στη στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου. Από εκεί, αεροπλάνο τον μετέφερε στη Μάλτα και στις 17 Ιουλίου έφτασε στο Λονδίνο. Στη συνέχεια μετέβη στη Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και κατήγγειλε την ανατροπή του από την ελληνική στρατιωτική δικτατορία.

Στη Λευκωσία, το μεσημέρι της 15ης Ιουλίου 1974, ύστερα από αρνήσεις ή αδυναμία εντοπισμού των πρώτων επιλογών, διορίστηκε “Πρόεδρος της Δημοκρατίας” ο διευθυντής της εφημερίδας “Μάχη”, βουλευτής και παλαιός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, Νίκος Σαμψών. Το κυνηγητό για συλλήψεις συνεχίσθηκε και μετά την τουρκική εισβολή ενώ επιβλήθηκε λογοκρισία στον Τύπο. Ο Σαμψών παρέμεινε για οκτώ ημέρες στην προεδρία της πραξικοπηματικής Κυβέρνησης. Είχε παραιτηθεί με την πτώση της χούντας, στις 23 Ιουλίου. Προεδρεύων ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης, Πρόεδρος της Βουλής.

Ο Γλαύκος Κληρίδης παρέμεινε μέχρι και την επιστροφή του Μακαρίου τον Δεκέμβριο του 1974. Ενδιαφέρον, πάντως, για ένα μελλοντικό κείμενο θα είχε η στάση πολλών παραγόντων της εποχής για την επιστροφή του Μακαρίου. Πόσοι, δηλαδή, ακραιφνείς μακαριακοί, δημοκρατικοί, προοδευτικοί, δήλωναν σε κατ’ ιδίαν επαφές, οι οποίες καταγράφονται σε τηλεγραφήματα πρεσβειών, ότι δεν θα έπρεπε να επιστρέψει ο Πρόεδρος στην Κύπρο.

Οι ΗΠΑ θεωρούσαν το πραξικόπημα  ως… πάσα για Τουρκία να εισβάλει

Για τους Αμερικανούς, που γνώριζαν εκ των προτέρων τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο, η κατάσταση μετά το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ παρουσίαζε τρία προβλήματα:

Πρώτον: Την εσωτερική κατάσταση: Η Εθνική Φρουρά της οποίας ηγούνται Ελλαδίτες αξιωματικοί φαίνεται να έχει πάρει τον στρατιωτικό έλεγχο της Κύπρου. Αμφιβάλλουμε αν αυτό θα συνεχίσει χωρίς καμία πρόκληση. Η μεγάλη και καλά οργανωμένη κομμουνιστική μειονότητα (ίσως 30%) απειλείται ξεκάθαρα και θα αντισταθεί πιθανότατα σε μια απολύτως ελληνική κυριαρχία. Η μη κομμουνιστική Αριστερά, ιδιαίτερα ο  δρ Λυσσαρίδης και η παραστρατιωτική του ομάδα, θα αντισταθούν ενεργά στην Εθνική Φρουρά που ηγείται από Έλληνες. Το μακαριακό κέντρο θα απομονωθεί στο ελάχιστο. Η κατάσταση είναι ώριμη για τη συνέχιση της εσωτερικής διαμάχης. Αυτό είναι σημαντικό επειδή αυτά τα αντι-χουντικά στοιχεία μπορούν να αποφασίσουν ότι ο σκοπός τους εξυπηρετείται καλύτερα με την επίθεση σε Τουρκοκύπριους ως μέσο διεθνοποίησης της παρούσας κατάστασης στην Κύπρο και προώθησης της Κύπρου στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Δεύτερον: Τη σοβιετική διάσταση: Οι Σοβιετικοί είναι σίγουρο ότι βλέπουν το πραξικόπημα του ελληνικού στρατού στην Κύπρο με μεγάλη εχθρότητα. Περιμένουμε μια δυναμική διπλωματική αντίδραση από τους Σοβιετικούς ενάντια στη βίαιη αλλαγή στο επίσημα ανεξάρτητο και αδέσμευτο στάτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως μπορεί να θυμάστε, όταν βγήκαν στην επιφάνεια οι πρώτες φήμες για το ελληνικό πραξικόπημα τον Μάρτιο οι Σοβιετικοί έκαναν διάβημα προς εμάς, πληροφορώντας μας ότι είχαν προειδοποιήσει τους Έλληνες για την αντίθεσή τους σε μια επέμβαση στην Κύπρο και καλώντας την αμερικανική Κυβέρνηση στο πνεύμα ύφεσης να παρακαλέσουν τους Έλληνες να αποφύγουν ανεύθυνες ενέργειες στην Κύπρο. Σε εκείνη την περίπτωση αποτρέψαμε τους Σοβιετικούς αλλά αναμένω ότι θα κάνουν ένα δυνατό διάβημα προς το μέρος μας καλώντας μας να συνεργαστούμε μαζί τους διμερώς και στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την αποκατάσταση της σταθερότητας στην Κύπρο, και

Τρίτον: Την τουρκική άποψη: Δεν πιστεύουμε ότι ο στρατηγός Ιωαννίδης έχει συζητήσει το πραξικόπημα αυτό με την Κυβέρνηση της Τουρκίας πριν από την πραγματοποίησή του. Παρά τις δηλώσεις ότι το θέμα είναι ζήτημα της Ελλάδας και ότι η νέα Κυβέρνηση θα συνεχίσει τις διακοινοτικές συνομιλίες, αναμένουμε ότι η τουρκική Κυβέρνηση θα δει τις τελευταίες εξελίξεις με μεγάλη καχυποψία. Τουλάχιστον στην αρχή περιμένουμε ότι οι Τουρκοκύπριοι θα πάρουν θέσεις άμυνας μέσα στις περιοχές τους και ότι η τουρκική Κυβέρνηση θα κινητοποιήσει την 29 Μεραρχία στην περιοχή Ισκεντερούν απ’ όπου θα παρακολουθούν τις εξελίξεις. Οποιαδήποτε ενέργεια από πλευράς του Ιωαννίδη και της Κυβέρνησης της Ελλάδας που να δείχνει ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο είναι το πρώτο βήμα στον δρόμο της Ένωσης της Ελλάδας με την Κύπρο θα προκαλέσει άμεση και δυνατή αντίδραση από την Κυβέρνηση της Τουρκίας που πιθανότατα να συμπεριλαμβάνει τη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. (Department of State, Action Memorandum του Άρθρουρ Χάρτμαν στον Χένρι Κίσινγκερ, 15 Ιουλίου 1974)

…Ο Κίσινγκερ επέμεινε σ’ όλες τις επαφές του ότι το πραξικόπημα ήταν ενέργεια προς την κατεύθυνση της ένωσης, γνωρίζοντας ότι για την Τουρκία αυτό ήταν αιτία για να προχωρήσει στα σχέδιά της. Έλεγε συνεχώς ο πολιτικός προϊστάμενος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η Τουρκία δεν μπορούσε να προχωρήσει εάν δεν προκηρύσσετο η ένωση ενώ την ίδια ώρα χαρακτήριζε ως τέτοια την πραξικοπηματική ενέργεια (Τα μυστικά αρχεία του Κίσινγκερ, η απόφαση για τη διχοτόμηση, Μ. Ιγνατίου, Κ. Βενιζέλος).

Στην Άγκυρα ανέμεναν την κίνηση της χούντας και προετοιμάζονταν. Όπως είναι γνωστό, η Τουρκία είχε χαρακτηρίσει την εισβολή ως “ειρηνευτική επιχείρηση”. Το τουρκικό αφήγημα, που διαιωνίζεται μέχρι σήμερα, προβάλλει το επιχείρημα πως η Τουρκία εκπλήρωσε τις εγγυητικές της υποχρεώσεις. Ακόμη και να ισχύει αυτό, που σε καμία περίπτωση δεν είναι έγκυρο, το θέμα είναι γιατί η Τουρκία δεν αποχώρησε από το νησί όταν αποκαταστάθηκε η συνταγματική τάξη, όταν  ο Πρόεδρος Μακάριος επέστρεψε στο νησί;

Για την αποκατάσταση της αλήθειας, της πραγματικότητας, πρέπει να αναφερθεί πως οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις με τη Συνθήκη του 1960 εγγυήθηκαν:

Πρώτον, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κύπρου.

Δεύτερον, την  απαγόρευση κάθε δραστηριότητας καθ’ όσον εξαρτάται από αυτές που θα έχει ως στόχο την ένωση εν όλω ή εν μέρει της Κύπρου με άλλο κράτος.

Τρίτο, την “κατάσταση πραγμάτων” η οποία καθιερώθηκε με το σύνταγμα του 1960. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη Εγγυήσεως, οι υποχρεώσεις των τριών δυνάμεων ήσαν οι ακόλουθες:

•    Να απαγορεύσουν, στον βαθμό που εξαρτάται από τις τρεις δυνάμεις, κάθε δραστηριότητα που μπορεί να ευνοήσει την ένωση εν όλων ή εν μέρει της Κύπρου με άλλο κράτος.

•    Να διαβουλευθούν μεταξύ τους, ούτως ώστε να αναλάβουν κοινή ή συμφωνημένη δράση για να προβούν σε διαβήματα ή για να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προς αποκατάσταση των πραγμάτων, σε περίπτωση παραβίασης των συμφωνιών.

•    Να ενεργήσει κάθε εγγυήτρια δύναμη αυτοτελώς σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα για κοινή ή συμφωνημένη δράση.

Είναι σαφές πως η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 δεν παρέχει το δικαίωμα χρήσης βίας σε κάποια από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Σύμφωνα με γνωμάτευση του νομικού τμήματος του ΟΗΕ (19.5.1959), η Συνθήκη Εγγυήσεως απέκλειε τη χρήση βίας.

Δυστυχώς ακόμη και στην ελληνική πλευρά το τουρκικό αφήγημα γινόταν αποδεκτό. Και για χρόνια η διεθνής κοινότητα αβίαστα αποδεχόταν το επιχείρημα αυτό για να δικαιολογήσει την εισβολή.

Σύμφωνα με το αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο Γεγονότα και Κείμενα, σελ. 30), στο πενθήμερο που είχε μεσολαβήσει μεταξύ του πραξικοπήματος και της εισβολής, η Μεγάλη Βρετανία ανέλαβε, ως εγγυήτρια δύναμη, την πρωτοβουλία να συγκαλέσει, στις 17 Ιουλίου, στο Λονδίνο, τις Κυβερνήσεις Ελλάδος και Τουρκίας για διαβουλεύσεις με σκοπό την αποκατάσταση της νομιμότητας σε εφαρμογή των ιδρυτικών Συνθηκών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική πλευρά δεν απέστειλε εκπρόσωπο, ενώ η τουρκική πλευρά πρότεινε για τον σκοπό αυτό διμερή παρέμβαση, από κοινού με την αγγλική Κυβέρνηση. Όταν η τελευταία απορρίψει την πρόταση, η Άγκυρα θα επιχειρήσει μόνη την εισβολή, καταπατώντας τις υποσχέσεις που είχε δώσει στο Λονδίνο για αποφυγή της βίας και εμμονή στη διαδικασία των διαβουλεύσεων. Η παρέμβαση αυτή, που έγινε με το επιχείρημα της αποκαταστάσεως της νομιμότητας και της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, υπήρξε αυθαίρετη και παράνομη, εφόσον. Στο Αρχείο Καραμανλή σημειώνεται επίσης ότι πριν από τη σύγκληση της Διασκέψεως της Γενεύης είχε εκδοθεί υπ’ αριθμόν 353 απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, καταδικαστική της τουρκικής εισβολής.

Στις 20 Ιουλίου, λοιπόν, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο.  Ήταν 5:30 το πρωί, όταν άρχισε η απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στην παραλία “πέντε μίλι” της Κερύνειας. Η Τουρκία, της οποίας τότε Πρωθυπουργός ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, είχε δώσει στην εισβολή την κωδική ονομασία “Αττίλας”. Το σύνθημα για την έναρξη της εισβολής ήταν: “Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές”.

Σύμφωνα με κυπριακές στρατιωτικές πηγές, η τουρκική αποβατική δύναμη επέδειξε μια πρωτοφανή ατολμία. Όπως σημειώνεται, μια δύναμη 3.500 ανδρών αρχικά αποβιβάσθηκε χωρίς αντίδραση από την Εθνική Φρουρά και εν συνεχεία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια περιορισμένη, χλιαρή εν πολλοίς,  αντίδραση.  Οι τουρκικές δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι υποστηρίζονταν από Αεροπορία και Ναυτικό,  παρέμειναν σε ένα χώρο που δεν ξεπερνούσε τα 250 μέτρα. Η απόφαση  του Συμβουλίου Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός στις 22 Ιουλίου χρησιμοποιήθηκε από τον τουρκικό στρατό για να προελάσει και να δημιουργήσει, σε πρώτη φάση, προγεφύρωμα.

Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται από τα απομνημονεύματα του Τούρκου Στρατηγού Μπετρεντίν Ντεμιρέλ. Ο Τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, ο οποίος ήταν ο διοικητής 39ης Μεραρχίας Πεζικού, κράτησε ημερολόγιο, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Τζουμχουριέτ, από τις 17/7/1989. Ο Ντεμιρέλ αγνοώντας τις πολιτικές συνεννοήσεις προχώρησε σε καταγραφή των στρατιωτικών δράσεων. Σαφώς και αναγνωρίζει τις δυσκολίες που υπήρχαν. Είναι σαφές πως εάν δεν υπήρχε προδοσία, ο βαθμός δυσκολίας για τους Τούρκους θα ήταν μεγάλος καθώς θα λειτουργούσαν τα σχέδια απόκρουσης εισβολής: Μεταξύ άλλων, ο Τούρκος Στρατηγός αναφέρει στο ημερολόγιό του:

….Γνωρίζαμε την εκπαίδευση των εχθρικών μονάδων σε σύγκριση με εμάς, καθώς και από πλευράς οπλισμού και εξοπλισμού ήταν αδύνατες. Ακούσαμε από αξιωματικούς αγωνιστές που υπηρέτησαν στην Κύπρο ότι τα παλιά ρωσικά τανκ Τ-34 που είχαν όταν έκαναν ασκήσεις έμεναν στον δρόμο. Μερικά από τα σχέδια μας εξασφάλιζαν μερικές διευκολύνσεις για έφοδο και συνεργασία στη Μόρφου και Αμμόχωστο. Ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος η Ε.Φ. ήταν κατανεμημένη σε όλο το νησί. Ιδιαίτερα στις περιοχές απόβασης (από θάλασσα και αέρα) εγκαταλείφθηκαν αδύνατες από τους Ελληνοκύπριους.

Μεταξύ των ελληνοκυπριακών δυνάμεων υπήρχαν υποστηρικτές και μη του πραξικοπήματος. Η μεγαλύτερη ανησυχία μας ήταν η αποτυχία του πρώτου κύματος των αποβατικών μας δυνάμεων και επέμβαση των αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων του εχθρού. Η Ε.Φ. δεν είχε δυνατή αεροπορία και ναυτικό. Όμως θα μπορούσε να ενισχυθεί από την Ελλάδα.

Οι ελληνικές αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν έρθει στην Κύπρο από προηγουμένως. Παράλληλα την απόβασή μας θα μπορούσε να εμποδίσει ο ρωσικός και αμερικανικός στόλος.

Τίποτε από αυτά δεν έγινε.

Εν μέρει είχαμε δίκαιο για αυτούς μας τους φόβους. Ο εχθρός δεν ήταν αποτελεσματικός στη θάλασσα και τον αέρα. Όμως λόγω της μικρής αντίστασης που πρόβαλε ο εχθρός στην ξηρά και ειδικά στην παράκτια λωρίδα, η ταξιαρχία Camkak, με διαταγή που στάλθηκε στην 2η στρατιά και ακολούθως στο 6ο Σώμα Στρατού, παρέμεινε στην παράκτια λωρίδα.

Η ταξιαρχία Camkak, με διαταγή που αναχώρησε από τη Μερσίνα, ακολούθησε πορεία προς το Ακρωτήριο της Καρπασίας και μετά γύρισε προς τις ακτές της Κερύνειας. Η κίνηση αυτή προκάλεσε σύγχυση στις ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Γι’ αυτό η Ε.Φ., που ήταν κατανεμημένη σε όλο το νησί λόγω του πραξικοπήματος, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πρώτο κύμα των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων.

Τα νέα από την Κύπρο μέχρι το βράδυ της 20ής Ιουλίου δεν ήταν καλά. Τα πρώτα κύματα της Ταξιαρχίας Camkak αποβιβάστηκαν στην ακτή μετά τις 8.00 το πρωί χωρίς εχθρικά πυρά. Όμως ο εχθρός μετά το τρίτο κύμα άρχισε να συγκεντρώνει στην παραλία πυρά πυροβολικού και όλμων και έτσι η ομάδα μάχης του 50ού Συντάγματος Πεζικού αναγκάστηκε να αποβιβαστεί χωρίς πρόγραμμα.

Το γεγονός ότι στην παραλία δύο μόνο σκάφη μπόρεσαν να προσεγγίσουν και τα άλλα αναγκάστηκαν να περιμένουν στα ανοικτά, καθώς επίσης και η εκφόρτωση των πλοίων Ertugrul και Koycagis στα αποβατικά μέσα αποτελούσαν τα προβλήματα που επηρέαζαν την απόβαση. Δεν μπορούσε να γίνει σύνδεση του διοικητή της Ταξιαρχίας Camkak, που βρισκόταν στο Ertugrul με τις μονάδες που αποβιβάστηκαν.

Μέχρι το μεσημέρι όλες οι δυνάμεις βγήκαν στην ξηρά αλλά δεν κατέστη δυνατό να διατηρήσουν μια ζώνη ασφαλείας στην ακτή και να προχωρήσουν στο βάθος. Δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των δυνάμεων. Οι διοικήσεις των από αέρος και θαλάσσης αποβατικών δυνάμεων δεν είχαν καμία επικοινωνία μεταξύ τους.

Ο διοικητής του 6ου Σώματος Στρατού, στρατηγός, Ερσίν, ο οποίος ήρθε την 20ή Ιουλίου, δεν μπορούσε να υπολογίσει πού βρισκόταν το καθορισμένο σημείο της παραλίας.

Από όσα πληροφορηθήκαμε αφού επιτεύχθηκε σύνδεση, οι διαταγές που στάλθηκαν στην Κύπρο με υπηρεσιακό ταχυδρόμο με ελικόπτερο και αφορούσαν στην οργάνωση, τα καθήκοντα και τον τρόπο ενέργειας των δυνάμεων Camkak, δεν υποβλήθηκαν έγκαιρα στον διοικητή του 6ου Σώματος Στρατού, Ερσίν.

….Ο διοικητής του 50ού Συντάγματος, Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου, σκοτώθηκε στην παραλιακή λωρίδα, ο δε υποδιοικητής του Συντάγματος, Aykon, τραυματίσθηκε σοβαρά και το χειρότερο, σύμφωνα με το ελληνικό ραδιόφωνο, οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην παραλιακή λωρίδα υπέστησαν βαριά ήττα.

Εμείς μέχρι το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου μόνο 7 σκάφη μπορέσαμε να ετοιμάσουμε στο στρατιωτικό λιμάνι της Μερσίνας. Ορισμένα από αυτά τα σκάφη είχαν πάει στην Κύπρο, ξεφόρτωσαν και επέστρεψαν.

… Η 22η Ιουλίου ήταν πολύ σημαντική. Τα πλοία προσέγγιζαν δυο-δυο και ξεφόρτωναν… Τα πυρά του εχθρού σποραδικά αλλά εύστοχα…”

Η συνέχεια λίγο-πολύ γνωστή. Τα τουρκικά στρατεύματα προέλαυναν κατακτώντας την κυπριακή γη. Την προδομένη κυπριακή γη.

Είναι σημαντικό, για να μεταφέρουμε το κλίμα, να περιλάβουμε και τη μαρτυρία του τότε Έλληνα πρέσβη, στην Άγκυρα, ο οποίος βίωσε την τραγική αδυναμία της χούντας και την αποστασιοποίησή της από τα γεγονότα.

Ο πρέσβης τότε της Ελλάδας στην Άγκυρα, Δημήτρης Κοσμαδόπουλος. κλήθηκε στις 5.45 το πρωί της 20ής Ιουλίου στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας και ενημερώθηκε από τον Γκιουνές για την έναρξη της τουρκικής αποβατικής επιχείρησης. Ο Κοσμαδόπουλος ενημέρωσε αμέσως με κρυπτογραφημένο επείγον σήμα στις 6.15 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. 

“Τουρκική Κυβέρνησις πληροφορεί ελληνικήν Κυβέρνησιν ότι απεφάσισε να κάμη χρήσιν άρθρου 4 εδάφιον 2 Συνθήκης Εγγυήσεως. Ενέργεια αύτη τουρκικής Κυβερνήσεως τοποθετείται αυστηρώς εντός πλαισίου συμβατικής ταύτης διατάξεως και αποβλέπει εις επαναφοράν εις κατάστασιν πραγμάτων οριζομένων εν ειρημένη συνθήκη. Προστίθεται ότι κατά συνομιλίας μετά κ. Σίσκο διεβεβαιώσαμεν τούτον ότι τουρκικά στρατεύματα δεν θα ανοίξουν ποτέ πυρ εφ’ όσον το αυτό πράξουν δυνάμεις αίτινες ευρίσκονται εν νήσω. Επαναλαμβάνεται ότι διά της ενεργείας ταύτης τουρκική Κυβέρνησις δεν αποβλέπει ποσώς έλθη ένοπλον ρήξιν μετά Ελλάδος και ελπίζει έτι, ότι εν συνεχεία της ενεργείας αυτής, έδαφος συνεννοήσεως θα ηδύνατο δημιουργηθή ευχερέστερον. Τουρκική Κυβέρνησις επαναλαμβάνει απόψεις της περί ανάγκης καλών σχέσεων μεταξύ δύο μελών ΝΑΤΟ, συγκεκριμένως Τουρκίας και Ελλάδος”.

Ο Έλληνας πρέσβης ανέμενε την αντίδραση της Αθήνας, η οποία δεν ερχόταν. Το τηλέτυπο παρέμεινε βουβό. Κάθε δεκαπέντε λεπτά από την πρεσβεία της Άγκυρας ρωτούσαν τους τηλετυπίστες του υπουργείου στην Αθήνα εάν υπήρχε κάποιο μήνυμα. Σιωπητήριο.

Στις 8.00 το πρωϊ ο Έλληνας πρέσβης ζητά από τον τεχνικό του για τις επικοινωνίες να ρωτήσει τι μεταδίδει το ραδιόφωνο της Αθήνας. Το δεύτερο πρόγραμμα Κρητικά και το Ενόπλων γυμναστική: 

“Κράτησα αυτή την τηλετυπημένη στιχομυθία. Εδώ και δύο ώρες, οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής πατούσαν την Κύπρο και στον ελληνικό λαό δεν έχει λεχθεί τίποτε. Του προσφερόταν μουσική τέρψη και εωθινή γυμναστική (Οδοιπορικό ενός πρέσβη στην Άγκυρα, 1974-1976).

Το μεσημέρι στάλθηκε το πρώτο μήνυμα από τα ελληνικό ΥΠΕΞ στην πρεσβεία:

ΠΡΟΣ: Πρεσβείαν Αγκύρας.

Δι Α.Ε. κ. Κοσμαδόπουλον.

Κατόπιν τουρκικής επιθέσεως εν Κύπρω ζητήσατε υμέτερα διαβατήρια και επιστρέψατε Αθήνας.

ΚΥΠΡΑΙΟΣ

Ο Κοσμαδόπουλος υποβάλλει την παραίτησή του και αναχωρεί μέσω Συρίας.

Το απόρρητο μήνυμα του Σίσκο στον Κίσινγκερ

Από τις 25-30 Ιουλίου 1974 πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών δυνάμεων, Ελλάδος, Τουρκίας, Βρετανίας. Η διάσκεψη, που έγινε στη σκιά της τουρκικής προέλασης, πέρασε μέσα από διάφορα στάδια με ανοικτό το ενδεχόμενο ανά πάσα στιγμή της κατάρρευσης. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Γκιουνές, ακολούθησε μια τακτική καθυστέρησης ώστε να προελαύνουν οι τουρκικές δυνάμεις στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Μαύρος, που μόλις είχε αναλάβει καθήκοντα μετά την κατάρρευση της χούντας και την επάνοδο του Καραμανλή, κατήγγειλε 40 παραβιάσεις της συμφωνίας καταπαύσεως του πυρός. Από την ανακοίνωση της διάσκεψης προκύπτουν διάφορα ζητήματα όπως το γεγονός ότι οι τρεις ΥΠΕΞ συμφώνησαν να δημιουργηθεί ζώνη ασφαλείας, που θα εγκαθιδρυθεί στα όρια των περιοχών, τις οποίες κατέχουν οι ένοπλες δυνάμεις κατά τον χρόνο της υπογραφής της διακηρύξεως. Οι αντιπροσωπείες αναχωρώντας από τη διάσκεψη αναγνώριζαν πολλές αδυναμίες. Η μόνη ελπίδα – τουλάχιστον της ελληνικής- ήταν ότι θα σταματούσαν οι εχθροπραξίες, ενώ ο Κάλαχαν και οι Δυτικοί έβλεπαν πιο μακριά: Την αποφυγή της συγκρούσεως Ελλάδος και Τουρκίας (Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, Παναγιώτης Παπαδημήτρης, τόμος Α 1974-1978, σελ. 182-183).

Στη δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης συμμετείχαν και εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων. Ήταν, δηλαδή, Πενταμερής Διάσκεψη. Παρόντες ο Γλαύκος Κληρίδης, ο Γενικός Εισαγγελέας, Κρίτωνας Τορναρίτης, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, ο Προεδρεύων της Βουλής, Τάσσος Παπαδόπουλος. Μια σημαντική λεπτομέρεια:  Ο Γκιουνές ζήτησε όπως Κληρίδης και Ντενκτάς καθήσουν σε χωριστά τραπέζια και μπροστά από ταμπελάκια που να αναφέρουν “εκπρόσωπος ελληνικής κοινότητας” και “εκπρόσωπος τουρκικής κοινότητας”. Μαύρος και Κληρίδης αντελήφθηκαν πως στόχος ήταν η εξαφάνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Εξαρχής στόχος της τουρκικής πλευράς ήταν το αδιέξοδο, ώστε μετά το ναυάγιο να αρχίσει η δεύτερη φάση της εισβολής. Οι Τούρκοι κατάθεσαν δυο σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, ένα από τον Γκιουνές και ένα από τον Ντενκτάς. Αμφότερα τα σχέδια προέβλεπαν ότι ένα ποσοστό εδάφους 34% θα παρέμενε υπό τους Τούρκους και αποτέλεσαν εν πολλοίς προπομπό της σημερινής “Γραμμής Αττίλα”. Το σχέδιο Ντενκτάς προέβλεπε όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, που θα αποτελεί ένα ανεξάρτητο διεθνιστικό κράτος, θα συνίσταται από δύο ομοσπονδοποιημένα κράτη με πλήρη έλεγχο και αυτονομία στα οικεία γεωγραφικά όρια. Η έκταση του τουρκοκυπριακού ομόσπονδου κράτους, ανέφερε το σχέδιο Ντενκτάς, θα κάλυπτε το 34% (θα άρχιζε από την περιοχή Λιμνίτη και Λεύκας και μέσω της Λευκωσίας θα κατέληγε στο λιμάνι της Αμμοχώστου). Το σχέδιο Γκιουνές περιελάμβανε πρόταση για έξι καντόνια (πολυπεριφερειακή ομοσπονδία). Η κυρίως τουρκική επαρχία θα ήταν η περιοχή που κάλυπτε τα Πάναγρα, τη Μύρτου, τον Ασώματο, τη Σκυλλούρα, τον Γερόλακκο, την τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, τη Μόρα, την Αγκαστίνα, τα Γέναγρα, τη Μάραθα, τους Στύλλους, τη λίμνη καθαρού νερού, το τουρκικό τμήμα της πόλης της Αμμοχώστου, και τη βορειοδυτική γραμμή που δεν περιλαμβάνει την τοποθεσία Γαλούνια και περιλαμβάνει την Κώμη Κεπήρ, τον Άγιο Ευστάθιο και δεν περιλαμβάνει τα Γαστριά. Ως καντόνια περιελάμβανε τη Λεύκα, και περιοχές στην Πόλη Χρυσοχούς, στην Πάφο, τη Λάρνακα και την Καρπασία.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά  συνέταξε δικές της προτάσεις, οι οποίες έθεταν θέμα κεντρικής Κυβερνήσεως, ενώ υποστήριζε πως “η ελληνική και η τουρκική κοινότητα θα ασκούν τις εξουσίες και τις αρμοδιότητές τους στις περιοχές που αποτελούνται από καθαρά ελληνικά και τουρκικά χωριά και δήμους αντιστοίχως”. Η πρόταση απορρίφθηκε και ο Γκιουνές επανήλθε με συμπληρωματική, η οποία δεν απείχε από τις προηγούμενες. Οι Τούρκοι επέμειναν στο 34% του εδάφους.

Η κατάρρευση της διάσκεψης ήταν θέμα χρόνου. Ο Κάλαχαν σε μια προσπάθεια να διατηρήσει εν ζωή τη σύνοδο έδωσε διαβεβαιώσεις στον Κληρίδη και τον Μαύρο πως εάν αποδέχονταν την αρχή των δυο ζωνών δεν θα υπήρχε νέα προέλαση. Για το θέμα αυτό, ο Κληρίδης είπε: “Ο Κάλαχαν ενημέρωσε τον Κίσινγκερ για τις προτάσεις που υπέβαλαν οι Τούρκοι. Του τόνισε ότι προέβλεπε ναυάγιο. Η γνώμη του Κίσινγκερ ήταν να δεχθούμε μια από τις προτάσεις των Τούρκων χωρίς όμως αποδοχή του προτεινόμενου εδαφικού ποσοστού. Κατά τον Κίσινγκερ αποδοχή μιας των προτάσεων θα είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή του ναυαγίου της διασκέψεως και θα οδηγούσε στη συζήτηση για το ποσοστό και άλλων συναφών θεμάτων. Το θέμα όμως είχε προέκταση. Οι Τούρκοι ζητούσαν αμέσως μετά την αποδοχή των προτάσεων το ζητούμενο ποσοστό εδάφους να τεθεί υπό τουρκικό έλεγχο. Κάτι τέτοιο όμως θα σήμαινε αποδοχή από μας της τουρκικής κατοχής και θα απέκλειε κάθε δικαίωμα καταγγελίας της εισβολής εφόσον η κατοχή των εδαφών θα γινόταν με τη συγκατάθεσή μας”. (Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου)

Ο Κληρίδης ζήτησε 36 ώρες αναβολή για να απαντήσει, αλλά η τουρκική πλευρά δεν έδωσε χρονικά περιθώρια στην ελληνική πλευρά Η κατάρρευση της διάσκεψης ήταν γεγονός. Ο Γκιουνές εγκατέλειψε τη θέση του και τηλεφώνησε στον Ετζεβίτ: “Η Αισέ μπορεί να πάει διακοπές”, του είπε. Το σύνθημα αυτό συνιστούσε το πράσινο φως για τη δεύτερη φάση της εισβολής. (Τα μυστικά αρχεία του Κίσινγκερ. Η απόφαση για τη διχοτόμηση. Μ. Ιγνατίου-Κ. Βενιζέλος).

Πραξικόπημα και εισβολή ήταν μέρος του ίδιου σχεδιασμού. Ένα σχέδιο διαμοιρασμού της Κύπρου. Οι πρωταγωνιστές έδρασαν χωριστά, αλλά γνώριζε ο ένας τους σχεδιασμούς του άλλου. Η Κύπρος πλήρωσε την προδοσία της χούντας και της ΕΟΚΑ Β’. Ήταν θύμα των μεγαλεπήβολων επεκτατικών πολιτικών της Άγκυρας, που είχε την πλήρη κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών και την ανοχή  μιας μεγάλης ομάδας κρατών. Η Βρετανία, για παράδειγμα, ως εγγυήτρια χώρα, γνωρίζοντας τις κινήσεις της Αθήνας και της Άγκυρας δεν έπραξε οτιδήποτε για να αποτρέψει την εισβολή στην Κύπρο. Είχε προφανώς διασφαλίσει πως δεν θα επηρεάζονταν τα συμφέροντά της στο νησί. Δεν θα επηρεαζόταν η παρουσία της.

Δυστυχώς, τις  συνέπειες του πραξικοπήματος και της εισβολής τις βιώνουμε μέχρι σήμερα. Οι ευθύνες πολλές και μεγάλες. Και εντός αλλά και εκτός. Απόρρητα έγγραφα, μαρτυρίες, τα πορίσματα των Κοινοβουλίων Κύπρου και Ελλάδος επιβεβαιώνουν αυτές τις ευθύνες. Κανείς δεν έχει τιμωρηθεί για τα εγκλήματα σε βάρος της Κύπρου.

Tου Κώστα Βενιζέλου (δημοσιογράφος)