Cyprienne (Polka schnell)
Το όνομα του Βιεννέζου συνθέτη και μαέστρου Carl Millöcker συνδέεται κυρίως με τη χρυσή εποχή της οπερέτας στην Αυστρία, στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά και με τη σύνθεση ελαφράς κλασικής μουσικής. Την περίοδο αυτή, ήταν σύνηθες να διασκευάζονται οι ωραιότερες και πιο δημοφιλείς μελωδίες από τα θέατρα και τις οπερέτες ως χορευτική μουσική, όπως βαλς, πόλκες, εμβατήρια κ.λπ.
Το σύντομο αυτό κομμάτι, με τίτλο Cyprienne, είναι μια πόλκα με θεατρική προέλευση, αφού ακούγεται σε μια από τις οπερέτες του συνθέτη, κάτι που γίνεται εμφανές και από τον ζωντανό, διασκεδαστικό χαρακτήρα που επικρατεί σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ο χορός πόλκα προέρχεται από τη δημοτική μουσική της Τσεχίας, και περιγράφεται ως ένας ζωντανός, γρήγορος χορός σε δύο παλμούς, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στις αίθουσες χορού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Υιοθετώντας τα χαρακτηριστικά αυτά, το κομμάτι του Millöcker είναι φωτεινό, ανάλαφρο και μας προσκαλεί σε ένα πολύ ευχάριστο χορό.
Δρ. Χριστίνα Μιχαήλ
Franz SCHUBERT (1797-1828)
H Μαγική Άρπα, D 644: Εισαγωγή
Η θελκτική αυτή εισαγωγή του Franz Schubert γράφτηκε αρχικά ως σκηνική μουσική για το μελόδραμα φαντασίας H Μαγική Άρπα το 1820, εμπνευσμένη από την επιτυχία της όπερας του Mozart, Ο Μαγικός Αυλός. Εντούτοις, το κομμάτι ανέλπιστα συνδέθηκε με ένα εντελώς ανεπιτυχές θεατρικό έργο, για το οποίο είχε ζητηθεί από τον Schubert να γράψει μουσική. Πρόκειται για το θεατρικό Rosamunde, Fürstin von Cypren (Ροζαμούνδη, η Πριγκίπισσα της Κύπρου), στο οποίο ο Schubert, λόγω έλλειψης χρόνου, χρησιμοποίησε τη μουσική του έργου H Μαγική Άρπα για την εισαγωγή. Παρόλο που το θεατρικό παρουσιάστηκε μόνο τρεις φορές, η συμφωνική πρεμιέρα της εισαγωγής το 1823 έλαβε μια ιδιαίτερα θετική υποδοχή από το κοινό, ζητώντας αλλεπάλληλα encore. Eνδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η εν λόγω εισαγωγή ξεχάστηκε μέσα στα επόμενα χρόνια, μέχρι που το χειρόγραφό της βρέθηκε τριάντα χρόνια αργότερα, μαζί με τα χειρόγραφα των Συμφωνιών αρ. 1, 2, 3, 4, από τον George Grove (διάσημο σήμερα για το μουσικό λεξικό Grove) και τον Arthur Sullivan. Έκτοτε απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα και σήμερα αποτελεί μέρος του βασικού ορχηστρικού ρεπερτορίου.
Η εισαγωγή ξεκινά με δραματικότητα και ένταση, ενώ στη συνέχεια ο Schubert συνεχίζει με πιο ζωντανές, λυρικές μελωδίες, συμπεριλαμβανομένου και ενός θέματος σε μορφή βαλς, προτού κλείσει με ένα γεμάτο ενέργεια μουσικό θέμα. Η θεατρικότητα, η ζωντάνια και η μελωδικότητα της μουσικής επιδεικνύουν τη σκηνική προέλευση του κομματιού, ενώ την ίδια στιγμή ο συνθέτης εκμεταλλεύεται πλήρως όλο το φάσμα της χροιάς των διαφορετικών οργάνων.
Johan STRAUSS Jr. (1825-1899)
Η νυχτερίδα: Εισαγωγή
Η νυχτερίδα (Die Fledermaus) είναι το πιο γνωστό σκηνικό έργο του Strauss και προέρχεται από τη χρυσή εποχή της βιεννέζικης οπερέτας. Το έργο πρωτοπαίχτηκε το 1874 στη Βιέννη και είχε μια ιδιαίτερα θερμή υποδοχή τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από τον κύκλο των συνθετών. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Gustav Mahler (1860-1911), ο οποίος αργότερα διηύθυνε το έργο, επαίνεσε τον Strauss για τη «μοναδικότητα και την ευχάριστη εφευρετικότητα» της μουσικής του, ενώ ο Johannes Brahms (1833-1897) δήλωσε ότι ποτέ δεν έχανε καμιά παράσταση του έργου.
Όπως ήταν σύνηθες στις εισαγωγές οπερέτας, το κομμάτι δεν είναι γραμμένο σε κάποια συγκεκριμένη κλασική φόρμα. Πρόκειται μάλλον για ένα ποτπουρί μελωδιών, που λειτουργούν ως πρόδρομος για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει στη διάρκεια της οπερέτας και οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με ένα μοτίβο που ακούγεται στην αρχή του έργου. Οι χιουμοριστικές, γρήγορες και ευφυείς μελωδίες, θυμίζουν την πλοκή του κωμικού έργου. Ανάμεσα στους πολλούς χορούς που ακούγονται, οι πιο γνωστοί είναι ο πρώτος χορός και το βαλς “Du und du”, που αρχικά εκτελούν τα έγχορδα, και επαναφέρεται από ολόκληρη την ορχήστρα. Γενικότερα, η εισαγωγή Η νυχτερίδα διακρίνεται για τον ζωτικό και ευχάριστο χαρακτήρα της.
Δρ. Χριστίνα Μιχαήλ
Joseph LANNER (1801–1843)
Βαλς Οι Οθωμανοί, έργο 146
Γκαλόπ του Νέου Χρόνου, έργο 61b
Μαζί με τον Johann Strauss Sr. (1804-1849), ο Αυστριακός, σχεδόν αυτοδίδακτος, συνθέτης John Lanner έγινε γνωστός ως ο «πατέρας» του βαλς, αφού το ανέδειξε από χορό των αγροτών σε μια κομψή μορφή τέχνης που απολάμβανε η υψηλή βιεννέζικη κοινωνία κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αλλάζοντας την ιστορία του χορού για πάντα. Ταυτόχρονα, ο Lanner μαζί με τον Strauss καθιέρωσαν την πρακτική να δίνουν στα βαλς αυτά περιγραφικούς τίτλους. Επίσης, ο Lanner συνέθεσε ένα ευρύ φάσμα κομματιών που προορίζονταν για μικρά σύνολα μουσικής δωματίου, τα οποία στη συνέχεια εκτελούνταν από διαφορετικούς συνδυασμούς οργάνων, χωρίς ποτέ όμως να κερδίσουν τη διεθνή δημοτικότητα της μουσικής του Strauss.
Το βαλς Οι Οθωμανοί, είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των βαλς του Lanner, και γράφτηκε το 1839 για ένα φεστιβάλ στη διάσημη αίθουσα χορού Golder Pear της Βιέννης, ενώ το έργο Γκαλόπ του Νέου Χρόνου αποτελεί εξαιρετικό δείγμα μουσικής δωματίου του συνθέτη. Αφού και ο ίδιος ο Lanner ήταν βιολινίστας, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση του οργάνου το οποίο κυριαρχεί στα έργα του. Tα δύο αυτά έργα υποδεικνύουν επίσης την πολύπλευρη συνθετική ικανότητα του Lanner, καθώς και το μελωδικό και ποιητικό του στυλ.
Leroy ANDERSON (1908-1975)
Sleigh Ride
Ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια χριστουγεννιάτικης μουσικής παγκοσμίως, το Sleigh Ride, παραδόξως γράφτηκε κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα το 1946, σύμφωνα με τον ίδιο τον συνθέτη. Δύο χρόνια αργότερα, προστέθηκαν στίχοι από τον Mitchell Parish, μετατρέποντας το σε ένα εορταστικό τραγούδι που κέρδισε τεράστια δημοτικότητα.
Γραμμένο σε μορφή ροντό, το χαρούμενο αλλά σύντομο αυτό κομμάτι είναι ιδιαίτερα γνωστό για τους ήχους καλπασμού αλόγου, καθώς και τον ήχο του μαστιγίου που χρησιμοποιεί ο οδηγός της άμαξας, τα οποία αναπαριστούνται από τα κρουστά οργάνα. Το ευρηματικό χλιμίντρισμα του αλόγου προς το τέλος του κομματιού αναπαρίσταται από την τρομπέτα και ο ίδιος ο συνθέτης δίνει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για την έμπνευση αυτή, αναφέροντας: «Η ιστορία για το χλιμίντρισμα του αλόγου πάει πίσω στα φοιτητικά μου χρόνια στη Βοστώνη. Γνώριζα έναν ιδιαίτερα επιδέξιο τρομπετίστα, ο οποίος μπορούσε να παράγει τόσο ορθόδοξους όσο και ανορθόδοξους ήχους στο όργανό του. Ο πιο εντυπωσιακός από αυτούς ήταν το χλιμίντρισμα αλόγου…Μετέπειτα το ξέχασα εντελώς, μέχρι αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ενορχήστρωνα τα τελευταία μέτρα του Sleigh Ride.»
Johan STRAUSS Jr. (1825-1899)
Βαλς Ο ωραίος, γαλάζιος Δούναβης, έργο 314
Παρόλο που αρχικά γράφτηκε ως χορωδιακό έργο το 1866, η ορχηστρική εκδοχή του βαλς Ο ωραίος, γαλάζιος Δούναβης έκανε πρεμιέρα ένα χρόνο αργότερα στην έκθεση του Παρισιού. Έκτοτε παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κλασικά κομμάτια και ένα πολιτιστικό σύμβολο της Αυστρίας, που χρησιμοποιείται και ως ανεπίσημος εθνικός ύμνος της χώρας. Αγνοώντας την αντίρρηση του Johann Strauss Sr. να γίνει μουσικός, ο νεαρός Strauss ακολούθησε τελικά τα χνάρια του πατέρα του, συνθέτοντας περίπου εκατόν εβδομήντα βαλς, κερδίζοντας τελικά τη φήμη του «βασιλιά του βαλς». Ο ωραίος, γαλάζιος Δούναβης αποτέλεσε ταυτόχρονα ένα εγκώμιο στον εμβληματικό ποταμό που διέρχεται από τη Βιέννη και μια σύνθεση που είχε σκοπό να εξυψώσει το ηθικό του κόσμου μετά από μια στρατιωτική ήττα από την Πρωσία. Ο Strauss δεν υποτίμησε την επιρροή και την έμπνευση που είχε από την Αυστρία δηλώνοντας ότι «εάν είναι αλήθεια ότι έχω κάποιο ταλέντο, οφείλω την ανάπτυξή του στην αγαπημένη μου πατρίδα, τη Βιέννη …»
Το έργο αποτελείται από μια μεγάλη εισαγωγή στην οποία ακούγεται για πρώτη φορά η πιο διάσημη μελωδία του κομματιού και πέντε γεμάτα ζωντάνια μέρη, με κάπως διαφορετικό χαρακτήρα το καθένα. Το βαλς κλείνει με μια coda, στην οποία ακούγονται στοιχεία από όλα τα προηγούμενα μέρη. Ο ωραίος, γαλάζιος Δούναβης αποτελεί στην ουσία ένα κομψότατο κομμάτι, το οποίο μας προσκαλεί να απολαύσουμε το βαλς.
Δρ. Χριστίνα Μιχαήλ