Φροσούλα Κολοσιάτου: «Φοράει τα μάτια του νερού», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017

Η Φροσούλα Κολοσιάτου, ποιήτρια εγνωσμένης αξίας, συνέπειας και συνέχειας για δεκαετίες, γράφει ποίηση της πίκρας, της θλίψης και του πόνου για όσα μαστίζουν τη σύγχρονη ανθρωπότητα, τη σύγχρονη κοινωνία. Αυτό συμβαίνει και με την τελευταία της συλλογή: «Φοράει τα μάτια του νερού» όπου καταγράφει ξανά τους κραδασμούς της ψυχής της με μια ευαισθησία και μια οικουμενικότητα καθολική, υπερβατική και πανανθρώπινη. Η Φρ. Κ. είναι πολίτης του κόσμου, ποιήτρια του κόσμου, χωρίς ηχηρή διακηρυχτικότητα, χωρίς πομπώδεις ρητορισμούς, αλλά με στιβαρή, χαμηλόφωνη νηφαλιότητα σιγουριάς σε αυτά που πιστεύει και υμνεί: «Δίπλα στο χωρίς όνειρα πρόσωπο μιας γυναίκας / Ρυτιδώνει το τοπίο ποτισμένο αλάτι / Ανακατώνει τη μουσική / Η ορχήστρα του Τιτανικού / Άδεια / Σαν τις τρύπες των άστρων / Είναι η μεγάλη φυγή / Δεν θα υπάρξει λησμονιά / Σε εξόριστη γλώσσα / Ακούγεται ο λυγμός της γυναίκας / Μα εύκολα διαφθείρεται / Η γαλάζια νύχτα…». (σελ. 11)

 
Η ποίηση της Φρ. Κ. διακρίνεται από συμπαντικότητα. Δεν αναφέρεται σε ένα λαό, αλλά στους λαούς όλου του κόσμου, τους δοκιμαζόμενους λαούς. Κύριο μέλημα και έγνοια της οι μοίρες των απλών ανθρώπων. Εκείνο που την τρομάζει είναι η βία, η βία και η ανέχεια. Κι αυτό διαχέεται στους πλείστους στίχους της: «Ηχώ του τρόμου / Αέρας που ρίχνει τα κίτρινα φύλλα / Απόκοσμη σιωπή / Φουρτουνιασμένα λόγια / Να τους πάρουνε λέει / Ό,τι πολύτιμο έχουν / Όταν οι λαοί χάνουν τις ευκαιρίες / Βάφουν τις πόρτες κόκκινες». (σελ. 22)

Όταν παρουσίαζα την προηγούμενη ποιητική συλλογή της Φρ. Κ. «Σκοτεινή συγκατοίκηση», 2014, σημείωνα: «Η κριτική θεώρηση των κοινωνικό – πολιτικών πραγμάτων από μέρους της ποιήτριας, έχω την αίσθηση ότι μονίμως συνοδεύεται κι από ένα αχνό πέπλο θλίψης». (Φιλελεύθερος 14.9.2015) Έχω πλέον την πεποίθηση ότι αυτή η εκτίμηση μου έχει εδραιωθεί περαιτέρω με την παρούσα συλλογή. Κι αυτό διότι η ποιήτρια θεματοποιεί την πραγματικότητα που θλίβει και συνθλίβει, που σφίγγει τις καρδιές σαν τανάλια και κάνει τις ψυχές να ασφυκτιούν. Μια πραγματικότητα που δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, ελπίδας, ανάτασης, προσδοκίας για σωτηρία: «Τα αστέρια χλομά / Έχασαν την όρασή τους / Είναι σαν Ψυχοσάββατο με κεριά σβησμένα / Ένα σωσίβιο βρεγμένο εφιάλτες / Σβήνει τον ορίζοντα λαθραία / Είναι ο καημός χωρίς αποχρώσεις». (σελ. 13)

 
Κύριο θεματικό μοτίβο στην υπό παρουσίαση συλλογή της Φρ. Κ. η οικονομική αλλά και η πολιτική μετανάστευση μέσω της Μεσογείου. Συνακόλουθα, κυρίαρχο αισθητικό εργαλείο η θάλασσα. Και δεσπόζον ποιητικό συναίσθημα ο πόνος. Τα πρώτα σπέρματα της παρούσας συλλογής υπήρχαν και στο προηγούμενο ποιητικό βιβλίο της Φρ. Κ. Θυμάμαι συναφείς αναφορές σε πνιγμένους μετανάστες στις μεσογειακές ακτές. 
Η ποιήτρια έρχεται και επανέρχεται συνεχώς σε εικόνες που την συνθλίβουν και την διεγείρουν συνειδησιακά, θέτοντας συνάμα σε εγρήγορση την ποιητική υπόσταση της: «Πέλαγο ψυχών / Απόσταση αιώνων / Αχ το Αιγαίο / Η θάλασσα / Να κόβεται στα δυο / Και να τους καταπίνει». (σελ. 25)
Το υγρό στοιχείο πλημυρίζει τους στίχους της ξανά και ξανά. Το νερό ζωοδότης, αλλά και το νερό φονιάς. Και μέσα στο νερό ο αντικατοπτρισμός της στυγνής πραγματικότητας. Το νερό ως καθρέφτης δυστυχίας: «Κάτοπτρο θανάτου το νερό / Για όσους θέλησαν να διασχίσουν / Τη θάλασσα». (σελ. 36)
Τα στοιχεία της φύσης συμπάσχουν και συμμερίζονται τον ανθρώπινο πόνο. Όπως εξάλλου συμβαίνει και στη δημοτική ποίηση, στη λαϊκή ποίηση όλου του κόσμου. Εδώ το φεγγάρι απελπίζεται μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία: «Το φεγγάρι απελπισμένο / Βουτάει στο βυθό / Μέσα από στοίβες σωσίβια / Αντιφεγγίζεται». (σελ. 34)
Στην ποίηση της Φρ. Κ. οι εικόνες του λυρισμού σμίγουν με τις εικόνες της επικαιρότητας – βάναυσης και σκληρής – δημιουργώντας έτσι ένα κράμα δυναμικής και αντιθέσεων, που παράγει όμως καίριο αισθητικό αποτέλεσμα, με διεισδυτικότητα στην ουσία των πραγμάτων και ανάδειξη ουμανιστικών και πανανθρώπινων μηνυμάτων: «Με δουλέμπορους / Θα έχει χαλάσει / Η αντανάκλαση του φεγγαριού / Δεμένη με μαύρο σκοινί / Στην ακτή / Ένα παιδάκι / Ικετεύει τα κύματα / Να ζήσει / Όταν αγγίζει το βυθό / Γίνεται κόκκινος / Μυρίζει φόβο / Αμετάκλητο κακό». (σελ. 10)
Εικόνες που παρελαύνουν καθημερινά από τις οθόνες των τηλεοράσεων μας, από τις οθόνες των υπολογιστών, των κινητών μας, μετουσιώνονται σε ποίηση. Το ίδιο υποβλητική, το ίδιο σπαραχτική, οργισμένη, διαμαρτυρόμενη, μα προπαντός ποίηση πικραμένη και πικρή: «Ένα πρόσωπο κολλημένο / Στο τζάμι ενός λεωφορείου / Φεύγει / Για άγνωστη κατεύθυνση». (σελ. 30)
Όπως πάντα, η ποίηση της Φρ. Κ. ορμάται από εικόνες αλλά απολήγει σε σκέψεις. Οι εικόνες προκαλούν το συναίσθημα που διεγείρει τη νόηση, η οποία παράγει σκέψεις και προβληματισμούς. Το τελικό προϊόν είναι ποίηση βαθιάς εσωτερικότητας: «Κάθε απώλεια κρύβεται από την ίδια της / Τη μορφή / Στραγγίζει την απόχη του αποχωρισμού / Και αποξεχνιέται». (σελ. 7)
 
Θέλω να καταλήξω με την εκτίμηση ότι η Φρ. Κ. δεν μένει μόνο στην πίκρα, τη θλίψη, τον πόνο και τη συντριβή. Οπλίζεται με οργή και στηλιτεύει την απουσία αλληλεγγύης, την έλλειψη συμπαράστασης: «Νεκροστέφανα τα κύματα / Πάγωσε ο χειμώνας / Ξενιτεύει τους νεκρούς / Σαν να έρχονται σε μας / Με απλωμένα τα χέρια / Και μας δείχνουν». (σελ. 14) Αυτό το «Και μας δείχνουν» είναι πιστεύω ιδιαιτέρως καίριο και αυστηρά καταγγελτικό.