Το όραμα τους για την Κύπρο της επόμενης πενταετίας είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν στο Cyprus Forum oι τρεις κύριοι υποψήφιοι, που υποστηρίζονται από κοινοβουλευτικά κόμματα, Ανδρέας Μαυρογιάννης, Αβέρωφ Νεοφύτου και Nίκος Χριστοδουλίδης.

Μέσα από τις τοποθετήσεις τους, έδωσαν το στίγμα των προτάσεων διακυβέρνησης τους σε σημαντικά θέματα, που απασχολούν την κοινωνία, όπως το Κυπριακό και οι δικοινοτικές σχέσεις, η παιδεία, ο εκσυγχρονισμός του κράτους και η αντιμετώπιση της διαφθοράς, καθώς και το μεταναστευτικό ζήτημα.

Οι τρεις υποψήφιοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε συγκεκριμένα κοινά ερωτήματα, που έθεσε ο συντονιστής του πάνελ, Αντρέας Κημήτρης, εντός καθορισμένου χρονικού πλαισίου, ενώ η συζήτηση έμεινε μακριά από ίντριγκες και αντιπαραθέσεις, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους υποψηφίους να μιλήσουν για την ουσία των ζητημάτων, χωρίς τη συνήθη παρελθοντολογία.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: 

Το όραμα της πενταετίας

Ανδρέας Μαυρογιάννης: Αλλαγή ύφους και ήθους της διακυβέρνησης

Στο ερώτημα «πως οραματίζεστε την Κύπρο της επόμενης πενταετίας», ο Ανδρέας Μαυρογιάννης, ανέφερε πως η επόμενη πενταετία είναι γεμάτη προκλήσεις για την πατρίδα μας. «Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο θα συνεχίσουμε με τις ίδιες συνταγές ή θα έχουμε αλλαγή. Για εμένα αυτό που επιζητά η πλειοψηφία της κοινωνίας είναι αλλαγή». Πρόσθεσε ότι «για να αλλάξουμε τα πράγματα πρέπει να αλλάξουμε το ήθος και το ύφος της διακυβέρνησης κι αν είναι δυνατόν, αυτό πρέπει να το πετύχουμε από τώρα, από την προεκλογική περίοδο».

Συνέχισε λέγοντας ότι η αλλαγή «πρέπει να έρθει από τους εαυτούς μας, ως δημόσια πρόσωπα, να λειτουργούμε σεμνά και ταπεινά και να έχουμε στόχο να υπηρετήσουμε τον τόπο μας. Nα έχουμε ως σημαία μας τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα. Χρειάζεται ιδιαίτερα σε κρίσιμες ώρες η στήριξη της κοινωνίας κατά της ακρίβειας και μια ανάπτυξη βέβαια, που θα σέβεται το περιβάλλον και να κατανέμεται δίκαια στους πολίτες. Αλλαγή σημαίνει επίσης ειρηνικό και ασφαλές μέλλον και αυτό θα έρθει με τη λύση του Κυπριακού».

Αβέρωφ Νεοφύτου:  Με εμπειρία και αποτελεσματικότητα να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους

Με τη σειρά του ο Αβέρωφ Νεοφύτου ανέφερε πως κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν θέλει να μην έχει το καλύτερο όραμα, το καλύτερο πρόγραμμα, τονίζοντας εντούτοις ότι «για να διασφαλίσουμε το μέλλον, χρειάζεται να διασφαλίσουμε ό,τι έχουμε τώρα». Σημείωσε ότι σήμερα ζούμε με μια επιθετική Τουρκία, που δεν την είχαμε δει ποτέ τόσο πολύ επιθετική από το 1974. Παράλληλα αναφέρθηκε στον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, σημειώνοντας ότι όλοι περιμένουν τον φετινό χειμώνα να είναι ο πιο δύσκολος μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Και υπογράμμισε ότι με αποτελεσματικότητα και εμπειρία πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους.

 «Δεν μπορούμε να γράφουμε εκθέσεις ιδεών», υπέδειξε στη συνέχεια, σημειώνοντας ότι «πρέπει να περάσουμε από ένα ναρκοπέδιο με ασφάλεια», ενώ έστειλε καταληκτικά το αισιόδοξο μήνυμα πως «αυτή η χώρα απέδειξε στα δύσκολα ότι μετατρέπει τις κρίσεις σε ευκαιρίες».

Νίκος Χριστοδουλίδης: Δημιουργία προοπτικής για νέους και τη μεσαία τάξη

Ο Νίκος Χριστοδουλίδης τόνισε ότι το όραμα του για την επόμενη πενταετία, είναι η δημιουργία ελπίδας και προοπτικής για τους νέους και τη μεσαία τάξη.

Υποστήριξε ότι οι νέοι σήμερα βρίσκονται μπροστά στον κίνδυνο να έχουν λιγότερες ευκαιρίες από αυτές που είχαν οι γονείς τους. Πρόσθεσε ότι «η μεσαία τάξη διαχρονικά σε όλες τις χώρες είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας και της κοινωνίας και εξήγησε ότι «τα τελευταία χρόνια όλες οι κρίσεις, που έχουμε περάσει, έχουν κατά κύριο λόγο χτυπήσει τη μεσαία τάξη». Τόνισε ότι «θα πρέπει να επικεντρωθούμε στη μεσαία τάξη, η οποία έχει σμικρυνθεί τα τελευταία χρόνια».

Καταληκτικά ανέφερε ότι «όραμα χωρίς λύση του Κυπριακού, δεν υπάρχει. Η παρούσα κατάσταση είναι απαράδεκτη, το στάτους κβο είναι παράνομο και έχουμε ενώπιον μας μια ΕΕ, η οποία αντέδρασε στην εισβολή στην Ουκρανία και αυτό πρέπει να το αξιοποιήσουμε προς επίλυση του Κυπριακού, πάντα στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ΟΗΕ».

Κυπριακό και συνεργασία των δύο κοινοτήτων

Στη συνέχεια οι τρεις υποψήφιοι κατέθεσαν τις θέσεις τους για το Κυπριακό και τη συνεργασία των δύο κοινοτήτων, απαντώντας στο ερώτημα για το πώς μπορεί η σχέση της ελληνοκυπριακής με την τουρκοκυπριακή κοινότητα να καλλιεργηθεί και να αξιοποιηθεί στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού.

Ο Αβέρωφ Νεοφύτου ανέφερε πως «καταρχάς πρέπει να ξέρουμε τι θέλουμε. Όχι ναι μεν αλλά. Θέλω να επανενώσω την πατρίδα μου γύρω από το συμφωνημένο και ξεκάθαρο πλαίσιο, που περιγράφεται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ».

Πρόσθεσε ότι «ως Ελληνοκύπριοι θέλουμε να απαλλαχθούμε από εγγυήσεις και κατοχικό στρατό. Θέλουμε ασφάλεια. Οι Τουρκοκύπριοι θέλουν ασφάλεια επίσης, αλλά θέλουν να ξέρουν ότι δεν θα αποφασίζουμε εμείς για αυτούς. Οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν οι Τούρκοι να αποφασίζουν αυτοί μέσω των Τουρκοκυπρίων. Και υποστήριξε «Η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ θα παρέχει ασφάλεια».

Υποστήριξε ακόμη ότι «δεν είναι αρκετό να τα βρούμε οι δύο κοινότητες. Σημαντικό ρόλο παίζει η Τουρκία και θεωρώ ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το Φυσικό Αέριο και τον τομέα της ενέργειας ως όπλο για να κινήσουμε τις συνομιλίες.

Κληθείς να σχολιάσει ακόμη τις προκλήσεις από πλευράς Τουρκίας, υποστήριξε ότι η Άγκυρα και η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων γνωρίζουν ότι δεν θα πετύχουν τα δύο κράτη. Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο, που είναι η ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία». Κατέληξε πως «θέλουμε δυνατούς φίλους και επιμένω ότι πρέπει να σταματήσουμε να ισορροπούμε μεταξύ δύο βαρκών».

Από την πλευρά του ο Νίκος Χριστοδουλίδης σημείωσε πως «προτού απαντήσω, πρέπει να γίνουν τρεις παραδοχές»: Καταρχάς ανέφερε ότι «ούτε εμείς, ούτε οι Τουρκοκύπριοι πιστέψαμε στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1960. Πολλοί το είδαν ως μεταβατικό στάδιο». Ακολούθως σημείωσε «ότι μετά το 1974 έπρεπε να επενδύσουμε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ειδικότερα σε όσους είναι υπέρ της ΔΔΟ», ενώ υποστήριξε ότι «η θέληση των Τ/κ για λύση στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου δεν είναι ικανή για να λυθεί το Κυπριακό, εφόσον υπάρχει η Τουρκία».

Τόνισε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «προσφέρει όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες για τα δικαιώματα του κάθε πολίτη της χώρας και η εργαλειοθήκη της είναι πολύ ισχυρή και πρέπει να αξιοποιηθεί για επίτευξη λύσης. Πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες ενέργειες».

Κληθείς να σχολιάσει την άποψη ότι οι Τουρκοκύπριοι επωφελούνται των δικαιωμάτων που τους προσφέρει η ΚΔ, αλλά την ίδια ώρα θέλουν την ασφάλεια, που τους προσφέρει η Τουρκία, ανέφερε πως δεν συμμερίζεται τη συγκεκριμένη άποψη, αφού το γεγονός ότι η Τουρκία ελέγχει τα κατεχόμενα, έχει επιπτώσεις και στους Τουρκοκυπρίους.

Με τη σειρά του, ο Ανδρέας Μαυρογιάννης υποστήριξε πως «αυτό που είναι απολύτως απαραίτητο είναι να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων, σημειώνοντας ότι «πρέπει να γίνουν αρκετές ενέργειες, αφού μόνο οι διπλωματικοί χειρισμοί, δεν είναι αρκετοί».

Επεσήμανε ότι πρέπει να ξανακτίσουμε αυτό που εμείς ονομάζουμε «οργανικές συνθήκες ειρήνης», πράγμα που περνά μέσα από την ενίσχυση του κράτους με δικοινοτικές δραστηριότητες και τη συνεργασία μεταξύ των νέων, καθώς και με την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών.

«Πρέπει να δημιουργήσουμε γραφείο τουρκοκυπριακών υποθέσεων, που θα έχει την ευθύνη της παρακολούθησης και το συντονισμό των θεμάτων, που αφορούν τους Τουρκοκύπριους», ανέφερε ακολούθως.

Παράλληλα υποστήριξε ότι «η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ενδιαφέρεται για επανένωση, όμως πρέπει να τους δείξουμε ότι υπάρχει αυτή η επιλογή. Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε εκείνα τα εργαλεία, που θα γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της επανένωσης», καταλήγοντας πως πιστεύει ότι «αυτό δεν είναι δύσκολο».

Οι θέσεις τους για την Παιδεία

Όσον αφορά στο θέμα της παιδείας, ο Νίκος Χριστοδουλίδης ανέφερε ότι θεωρεί την Παιδεία ως έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες του κράτους.

Σημείωσε ότι χρειάζεται καταρχάς έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων των μαθητών και της κριτικής τους σκέψης.  Επεσήμανε ακόμη ότι είναι αναγκαία η σύνδεση της Παιδείας με την Οικονομία, ενώ υποστήριξε ότι πρέπει να δώσουμε περισσότερη έμφαση στην τεχνική εκπαίδευση. Τόνισε ακόμη ότι είναι αναγκαίο να ξεκινά ο επαγγελματικός προσανατολισμός των παιδιών από μικρότερη ηλικία. Σημείωσε επίσης ότι είναι αναγκαία η συνεχής επιμόρφωση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, όπως και η αυτοαξιολόγηση των μαθητών.

Κληθείς να σχολιάσει αν τάσσεται υπέρ του ολοήμερου σχολείου, ανέφερε ότι πιστεύει απόλυτα στο ολοήμερο σχολείο, αλλά πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τον κόσμο για τις δυσκολίες, ότι θέλουμε 4 και 5 προϋπολογισμούς του κράτους για να το εφαρμόσουμε, ενώ υποστήριξε ότι είναι καλύτερα να ξεκινήσει ως προαιρετικό και ακολούθως να γίνει υποχρεωτικό.

Ο Ανδρέας Μαυρογιάννης ανέφερε ότι τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του ολοήμερου σχολείου, υποστηρίζοντας ότι το κόστος δεν είναι τόσο μεγάλο, όσο πιστεύουν κάποιοι και ότι η παιδεία είναι επένδυση, ενώ πρόσθεσε ότι «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει οι εκπαιδευτικοί να επωμιστούν το κόστος. Στόχος είναι ένα ολοήμερο δημόσιο σχολείο πρότυπο ποιότητας και πρότυπο της κοινωνίας που οραματιζόμαστε. «Θέλουμε ένα σχολείο περισσότερο βιωματικό, καινοτόμο, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις που θα προάγει την κριτική σκέψη και θα αναδεικνύει τις δεξιότητες για κάθε μαθητή», ανέφερε.

Τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης του ωραρίου στα σχολεία, στη δυνατότητα σίτισης στα σχολεία και υποστήριξε ότι πρέπει να υπάρχει ένα δίωρο με ειδικούς επιμελητές, έτσι ώστε οι μαθητές να φεύγουν από το σχολείο διαβασμένοι, γεγονός πού θα επιλύσει πολλά προβλήματα.

Με τη σειρά του ο Αβέρωφ Νεοφύτου επεσήμανε ότι  στην Κύπρο υπάρχει καλό επίπεδο εκπαίδευσης, που μπορούμε να το ανεβάσουμε πιο ψηλά, σημειώνοντας ότι οι μαθητές θα πρέπει να πάνε από τη γνώση, στις δεξιότητες, στην κριτική σκέψη, στην ομαδική εργασία και πρωτίστως να κατακτήσουν τον αλληλοσεβασμό. Μέσω του αλληλοσεβασμού, συνέχισε, καταπολεμείται η παραβατικότητά και το «μπούλινγκ».

 Ανέφερε ότι τάσσεται υπέρ του ολοήμερου σχολείου, ενώ υποστήριξε ότι ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία πρέπει να γίνεται από εργοδότες και επιμελητήρια.

Εκσυγχρονισμός του κράτους και πάταξη της διαφθοράς

Επόμενο θέμα της συζήτησης ήταν το ζήτημα του εκσυγχρονισμού των θεσμών του κράτους και η πάταξη της διαφοράς, απαντώντας στο ερώτημα «πώς σπάζουν τα δεσμά ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και τους ανεξάρτητους αξιωματούχους».

Ο Ανδρέας Μαυρογιάννης απάντησε πως «υπάρχει ανάγκη για προοδευτικό εκσυγχρονισμό του κράτους για να σπάσει ο ομφάλιος λώρος, που συνδέει θεσμούς με ανθρώπους, πολιτικούς και καταστάσεις και δεν ωφελεί την άνθηση των θεσμών».

«Είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε μια χρηστή διοίκηση», υποστήριξε ο κ. Μαυρογιάννης, σημειώνοντας ότι «δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αν υπάρχει πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα. Τόνισε ότι οι θεσμοί πρέπει όχι μόνο να φαίνονται, αλλά κυρίως να είναι ανεξάρτητοι.

Υποστήριξε ακόμη πως έχουμε τεράστιες διαδικασίες γραφειοκρατίας, που χρειάζονται μήνες για έλεγχο αιτήσεων, γεγονός που ευνοεί τις πολιτικές εξυπηρετήσεις. Επεσήμανε ακόμη ότι η διοίκηση, όπως λειτουργεί σήμερα, τίθεται προς όφελος των λίγων, τονίζοντας ότι όλα πρέπει να αλλάξουν σημαντικά και ότι οι θεσμοί πρέπει να είναι ανεξάρτητοι για να δουλεύουν προς εξυπηρέτηση αναγκών της κοινωνίας.

Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ανέφερε, με τη σειρά του, πώς ο εκσυγχρονισμός και η ανασύσταση του κράτους είναι άμεσα συνυφασμένα με την αλλαγή στην κοινωνία. Έκανε λόγο για αναγκαίες ολιστικές κινήσεις και για κτίσιμο κουλτούρας διαφάνειας.

Τόνισε ακόμη ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις και ότι είναι αναγκαίος ο τεχνολογικός μετασχηματισμός. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ανέφερε ακόμη πως είναι αναγκαία η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη και ότι δεν μπορεί μια απόφαση σε ένα δικαστήριο να χρειάζεται οκτώ με δέκα χρόνια για να ληφθεί.

Ο Αβέρωφ Νεοφύτου υποστήριξε από πλευράς του πως οι μεταρρυθμίσεις «είναι ταυτόσημες με τις πολιτικές του ΔΗΣΥ. Έγιναν αρκετά όμως δεν ικανοποιούμαστε».

 Ανέφερε ακόμη ότι «έχουμε σύνταγμα και δομές του 1960, όπου η ισορροπία και έλεγχοι ήταν μεταξύ των κοινοτήτων. Το 2022 θέλουμε ένα κράτος με πλήρη διαφάνεια και λογοδοσία».

 Επεσήμανε ακόμη ότι «δεν υπάρχει αλλού Πρόεδρος, που εκλέγεται και διορίζει όλους τους φορείς και θεσμούς», σημειώνοντας ότι για αυτό τον λόγο έθεσε θέμα για συνταγματική αναθεώρηση, ενώ τόνισε ότι «πρέπει να εισέλθουμε σε διάλογο, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο αποτελεσματικό κράτος με διαφάνεια».

Το φλέγον ζήτημα του Μεταναστευτικού

Στο πάνελ συζητήθηκε και το φλέγον ζήτημα του Μεταναστευτικού. Οι τρεις κύριοι υποψηφίους κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει για την αποτελεσματική διαχείριση του προβλήματος».

Ο Αβέρωφ Νεοφύτου ανέφερε πως αρχικά θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ο διαχωρισμός των πολιτικών προσφύγων,  για τους οποίους από τη στιγμή που δικαιούνται να παραμείνουν, θα πρέπει να λειτουργήσουν προγράμματα ενσωμάτωσης.

Υποστήριξε ότι για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα πρέπει να μειώσουμε τις εισροές ,με τη σωστή επιτήρηση της πράσινης γραμμής,  με ένα φράχτη που μπορεί να είναι όχι φυσικός, αλλά και ηλεκτρονικός,  με drones, με τους 300 προσληφθέντες αστυφύλακες κτλ.

Τόνισε ότι πρέπει επίσης να γίνουν διμερείς συμφωνίες για επαναπατρισμό, κάνοντας αναφορά στην πρόσφατη επίσκεψή του στο Κονγκό.

Στο ερώτημα εάν τάσσεται υπέρ της τοποθέτησης του φράχτη, ανέφερε ότι «δεν είναι ανάγκη να είναι φυσικός, αλλά μπορεί να είναι τεχνολογικός.  Πρέπει να μεριμνούμε να μην καλλιεργούμε προβλήματα στους περίοικους», ενώ τόνισε ότι ο έλεγχος των εισροών είναι απαίτηση της κοινωνίας.

Από την πλευρά του, ο Ανδρέας Μαυρογιάννης ανέφερε πως «υπάρχουν σοβαρά προβλήματα και η επίλυσή τους πρέπει να γίνει σε συνάρτηση με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Αναφέρθηκε ακόμη στη μακροχρόνια περίοδο, που απαιτείται για έλεγχο των αιτήσεων ασύλου. Κάνουμε 8 χρονιά να αποφασίσουμε ποιοι είναι οι δικαιούχοι ασύλου. Πρέπει η διαδικασία να κρατά μερικές εβδομάδες το πολύ λίγους μήνες, ανέφερε, υποστηρίζοντας ότι από εκεί και πέρα πρέπεινα υπάρχουν διαδικασίες επαναπατρισμού, επειδή είτε το πιστεύουμε είτε όχι υπάρχουν διαδικασίες που λειτουργούν εις βάρος μας.

«Οι φράκτες και τα συρματοπλέγματα δεν λύνουν προβλήματα», υποστήριξε ο κ. Μαυρογιάννης, σημειώνοντας ότι θα αφαιρέσει τον φράχτη αν εκλεγεί.

Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ανέφερε καταρχάς πως  «θέλω να ξεκινήσω, επειδή βλέπω στο κοινό πρέσβεις από την ΕΕ, από το γεγονός ότι η Ένωση θα κριθεί από το συγκεκριμένο θέμα.

Υποστήριξε ότι «αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αντιμετωπίσουμε τους λόγους, που φεύγουν από τις χώρες τους οι άνθρωποι αυτοί», ενώ κατά δεύτερον τόνισε ότι «δεν μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να σηκώσει ένα τόσο δυσβάστακτο βάρος», κάνοντας λόγο για αναγκαία αλληλεγγύη. Επεσήμανε ακόμη ότι πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός για να μπορούμε να ανταποκριθούμε στις διεθνείς μας υποχρεώσεις.

Τόνισε ακόμη πως πρέπει να εξετάζονται οι αιτήσεις, που είναι πρόδηλα βάσιμες και ότι δεν πρέπει να είμαστε ελκυστικός προορισμός.  

Ανέφερε ότι λύση του ζητήματος είναι η συγκέντρωση όλων των υπηρεσιών του κράτους, κάτω από το Υφυπουργείο Μετανάστευσης, προς άμεση αντιμετώπιση των παρόντων προβλημάτων, ενώ ακολούθως, όπως ανέφερε, το Υφυπουργείο δεν θα χρειάζεται να υπάρχει.

Για το θέμα του φράκτη ο κ. Χριστοδουλίδης σημείωσε πως «δεν πιστεύω ότι ούτε οι 300 αστυνομικοί, ούτε ο φράκτης θα επιλύσουν το πρόβλημα. Είμαι υπέρ της συνεχούς αξιολόγησης. Πρέπει η κάθε πολιτική να αξιολογείται συνεχώς. Το Υπουργείο Εσωτερικών πρέπει να μας δώσει στοιχεία για το αν ο φράκτης έφερε αποτελέσματα».