Πολύ συζήτηση με όλους τους εμπλεκόμενους γίνεται για τους μισθούς των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, αν είναι ψηλοί, αν είναι χαμηλοί, τι γίνεται με την ΑΤΑ, πόσο θα πρέπει να είναι ο κατώτατος μισθός. Όσο καλύτεροι είναι οι μισθοί τόσο ευνοημένο είναι το οικονομικό και τραπεζικό περιβάλλον, τόσο καλύτερα πηγαίνει η κατανάλωση και κατά προέκταση οι επιχειρήσεις. Μια οικονομία που έχει ανάπτυξη κατά μέσο όρο 3,5%, που τα ενοίκια είναι πιο ακριβά από τις δόσεις δανείων, που το κόστος διαβίωσης είναι αρκετά ακριβό, πρέπει να έχει και ανάλογους μισθούς. Συνήθως αυτοί που κάνουν εισηγήσεις για περικοπές είναι αυτοί που έχουν μηνιαίο μισθό αρκετές χιλιάδες και δεν ζορίζονται πώς θα πληρώσουν τα πάγια έξοδα ή τις σπουδές των παιδιών. Προτού αρχίσει η συζήτηση για τους μισθούς καλύτερα θα ήταν να γίνει μια πράξη ποιο είναι το κόστος διαβίωσης. Αλλοίμονο σε μια κοινωνία και οικονομία που λέει ότι πηγαίνει καλά, οδηγεί τους εργαζόμενους στα όριά τους και δεν μπορούν να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους. Το ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει όλους είναι γιατί οι χώρες του Βορρά προσφέρουν διπλάσιους ή τριπλάσιους μισθούς στους εργαζόμενους και οι οικονομίες τους είναι πιο ανταγωνιστικές. Εδώ οι μισθοί μειώθηκαν αλλά η οικονομία και οι επιχειρήσεις δεν έγιναν πιο ανταγωνιστικές. Κάτι φταίει αλλά σίγουρα όχι μόνο οι μισθοί των εργαζομένων. Στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά η φοροδιαφυγή ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ μικρή, η διαφθορά του κράτους απειροελάχιστη και γενικά οι θεσμοί λειτουργούν όπως πρέπει να λειτουργούν σε δημοκρατίες δυτικού τύπου. Και όταν αναφερόμαστε με δέος για αυτές τις χώρες που έχουν ρυθμίσει τα θεσμικά τους θέματα θα πρέπει να γίνεται αναφορά και στους μισθούς. 
Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων τα τελευταία χρόνια επέφερε δύο μεγάλες πληγές σε βάρος των εργαζομένων. Πρώτο τη συχνή και εκτεταμένη παραβίαση των συλλογικών συμβάσεων και δεύτερο την άσκηση σοβαρών πιέσεων στους μισθούς και τα ωφελήματα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Το συνδικαλιστικό κίνημα κατέθεσε τα τελευταία χρόνια προτάσεις, οι οποίες στοχεύουν αφενός στη νομοθετική κατοχύρωση της υποχρεωτικής εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων και αφετέρου στη θέσπιση ελάχιστων όρων απασχόλησης για τους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν καλύπτονται από τις συλλογικές συμβάσεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, σε 22 από τις 28 χώρες της ΕΕ υπάρχει εθνικός κατώτατος μισθός. Ωστόσο, το επίπεδο του μισθού στην κάθε χώρα παρουσιάζει μεγάλες διαφορές. Πιο συγκεκριμένα, οκτώ χώρες της ΕΕ έχουν κατώτατο μισθό πέραν των χιλίων ευρώ: Λουξεμβούργο (2.071,10), Ιρλανδία (1.656,20), Ολλανδία (1.635,60) Βέλγιο (1.593,81 ευρώ), Γερμανία (1.557), Ηνωμένο Βασίλειο (1.524,52), Γαλλία (1.521,22) και Ισπανία (1.050). Επίσης, δέκα χώρες της ΕΕ έχουν κατώτατο μισθό μεταξύ 500 – 1.000 ευρώ: Σλοβενία (886,63), Μάλτα (761,97), Ελλάδα (758,33), Πορτογαλία (700), Λιθουανία (555), Εσθονία (540), Πολωνία (523,09), Σλοβακία (520), Τσεχία (518,97) και Κροατία (505,90). Ακόμη, τέσσερις χώρες της ΕΕ έχουν κατώτατο μισθό κάτω από τα 500 ευρώ: Ουγγαρία (464,20), Ρουμανία (446) Λετονία (430,00) και Βουλγαρία (286,33). Οι έξι χώρες της ΕΕ οι οποίες δεν έχουν εθνικό κατώτατο μισθό είναι η Κύπρος, η Δανία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Η επιβίωση είναι θέμα αριθμών και όχι ευχών. Και φυσικά, τους μισθούς προς τα κάτω έρχεται να πιέσει η υπερπροσφορά εργαζομένων από χώρες που μαστίζονται από την ανεργία. Ήρθε το ξένο εργατικό δυναμικό και η ανάγκη για δουλειά έριξε τους μισθούς. Ελπίζουμε στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα η Κύπρος να μπορεί να ανταγωνιστεί την Ιρλανδία, μια χώρα που πέρασε από μνημόνιο και όχι ως μέτρο σύγκρισης να είναι η Βουλγαρία.